Από χθες άνοιξε και επισήμως η αυλαία των εσωκομματικών εκλογών στο Κίνημα Αλλαγής. Η επιτροπή που θα ασχοληθεί με την εκλογική διαδικασία συνεδρίασε για να εξετάσει τα διαδικαστικά θέματα. Πόσες κάλπες και που θα στηθούν, ποιο θα είναι το εκλογικό σώμα,  πως θα διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρχουν διπλοψηφίες και άλλα παρατράγουδα την ημέρα της ψηφοφορίας.

Υποθέτω ότι τα διαδικαστικά θέματα είναι λίγο-πολύ λυμένα. Υπάρχει η εμπειρία του 2017.  Η διαδικασία εκλογής αρχηγού στο νέο και φιλόδοξο σχήμα της κεντροαριστεράς ήταν, κατά κοινή ομολογία άψογη. Μια προσωπικότητα κοινής αποδοχής, ο Νίκος Αλιβιζάτος, εγγυήθηκε την όλη διαδικασία την οποία αποθέωσαν με τη συμμετοχή τους πάνω από 210 χιλιάδες πολίτες.

Το 2021 δεν είναι 2017. Τότε, υπήρξε μια μικρή πολιτική κοσμογονία. Για πρώτη φορά, δύο κοινοβουλευτικά κόμματα, κινήσεις και προσωπικότητες του κέντρου και της κεντροαριστεράς αποφάσισαν να ενώσουν δυνάμεις σε μια προσπάθεια να εκφραστεί ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών που δεν είχαν πολιτική και ιδεολογική συγγένεια με τη ΝΔ και κρατούσαν αποστάσεις από τα διχαστική και ανερμάτιστη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το εγχείρημα δεν πέτυχε τους στόχους του, δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. Η επιλογή της Φώφης Γεννηματά να μην διαταράξει τις ισορροπίες, χάριν  της ενότητας, αναπαρήγαγε τις παθογένειες του χώρου και οι ακατανόητες επιλογές της (εκδίωξη Βενιζέλου, ασαφή μετεκλογική στρατηγική) καθήλωσαν το Κίνημα Αλλαγής σε ένα ρόλο μικρομεσαίου σχήματος, αδύναμου να επηρεάσει, σε βαθμό καθοριστικό, τις πολιτικές εξελίξεις.

Ένα μόνο στοιχείο αρκεί για να καταδείξει το μέγεθος των προεκλογικών παλινωδιών της ηγεσίας του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε στις ευρωεκλογές ποσοστό περί το 24% και το Κίνημα Αλλαγής περί το 9%. Μέσα σε ένα μήνα ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε, αν και ηττημένος βαριά, να ανεβάσει το ποσοστό του κόμματός του κατά 8 μονάδες, όσο και το ποσοστό(8%) που πήρε το Κίνημα Αλλαγής στις εθνικές εκλογές! 

Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών ήταν παραλυτικό. Απείχε από τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, ειδικά μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν επέτρεπε την ευθεία αμφισβήτηση της ηγεσίας του. Η ζωή στο Κίνημα Αλλαγής συνεχίστηκε ως είχε. Ισορροπίες και προσπάθεια παραγωγής πολιτικών θέσεων στη λογική των  αποστάσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Αποτέλεσμα; Σύγχυση και ασαφές στίγμα.

Παρόλα αυτά, η αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα, να ανταποκριθεί στην εντολή των πολιτών και να απαλλάξει τον ΣΥΡΙΖΑ από το στίγμα της «παλαβής αριστεράς», φαίνεται ότι δίνει μια ακόμα ευκαιρία στο Κίνημα Αλλαγής που θα πρέπει να κοιτάξει την ουσία.

Που δεν βρίσκεται στις διαδικασίες που ομολογουμένως έχουν τη σημασία τους αλλά στο πως θα εξελιχθεί η προεκλογική περίοδος. Αν, όπως δείχνουν κάποιες στρατηγικές, επικεντρωθεί στο ποιος από τους υποψηφίους είναι …αυτόνομος και όχι ουρά του Μητσοτάκη του Τσίπρα ή άλλων «σκοτεινών κέντρων» τότε το παιχνίδι θα έχει χαθεί.

Μια αντιπαράθεση επί προσωπικού θα κάνει τη διαδικασία αποκρουστική και θα αποθαρρύνει τη συμμετοχή του κόσμου. Και αν ο νέος αρχηγός εκλεγεί από ένα σώμα που δεν υπερβαίνει τους 100 χιλιάδες, στη χειρότερη περίπτωση, τότε θα είναι εξαρχής υπονομευμένος.

Θα έχει χέρια κοντά και μια νομιμοποίηση που είναι αμφίβολο αν θα αποτρέψει φυγόκεντρες τάσεις την επόμενη μέρα. Και η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς στα δημοσιογραφικά γραφεία φτάνουν ήδη διάφορα σενάρια που θέλουν, αναλόγως του αποτελέσματος, αποχωρήσεις και ..σπαραγμούς.

Για αυτό ίσως θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στη δήλωση υποψηφιότητας τους, οι διεκδικητές της ηγεσίας να δεσμευθούν ότι δεν θα πάρουν τα μπογαλάκια τους και θα τραβήξουν το δρόμο τους αν δεν τους αρέσει το αποτέλεσμα.