Η Ευρώπη έχει αποφασίσει, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο, να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος, θέτοντας φιλόδοξους στόχους για μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050 και διαθέτοντας σημαντικά κεφάλαια για την Πράσινη Μετάβαση. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται και η συζήτηση για τον νέο κλιματικό νόμο που χρειάζεται η χώρα μας. Οχι μόνο σαν υποχρέωση απέναντι στην ΕΕ και στον Ευρωπαϊκό Νόμο για το κλίμα αλλά σαν δικό μας χρέος απέναντι στις μελλοντικές γενιές.

Η επιχειρηματική κοινότητα έχει πειστικά εκφράσει τόσο τη στήριξή της στην αναγκαιότητα του νόμου για καλύτερη ποιότητα ζωής όσο και την αναγκαιότητα για δεσμεύσεις που δεν θα ανατρέψουν προς το χειρότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που ήδη είναι από τους ουραγούς στην Ευρώπη.

Για μια τέτοια προσπάθεια, που καθορίζει εν πολλοίς το μέλλον όλων μας, το βασικό στοίχημα είναι η αποφυγή των υπερβολών που είναι βέβαιο ότι θα υπονομεύσουν τη σημαντική προσπάθεια. Την ώρα που η Ελλάδα προσπαθεί να εξέλθει από τη δεκαετή οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αποτελέσει το μέσον οργάνωσης της μετάβασης σε ένα κλιματικά φιλικό και επιχειρηματικά βιώσιμο μέλλον.

Ο κλιματικός νόμος πρέπει να αποτελέσει μέρος της οικονομικής πολιτικής της χώρας και βασικό εργαλείο για τη λήψη των σωστών αποφάσεων για την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, το ορθά σχεδιασμένο θεσμικό πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή  μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για ξένες επενδύσεις και εισροή κεφαλαίων που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει η χώρα.

Για να συντονιστεί η Ελλάδα με τα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη και να δημιουργήσει το δικό της θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτούνται:

– Πραγματική και όχι προσχηματική δημόσια διαβούλευση.

– Σοβαρή μελέτη των παγκόσμιων καλών πρακτικών και υιοθέτησή τους με τις κατάλληλες προσαρμογές.

– Δημιουργία ενός ρεαλιστικού σχεδίου εφαρμογής των απαραίτητων προσαρμογών για την οικονομία και την κοινωνία.

Πέραν του πλαισίου αρχών που ακολουθούν τη διεθνή πρακτική, θα πρέπει να προβλεφθεί και η συμπερίληψη των κατάλληλων εργαλείων: θεσμικών, χρηματοδότησης, κ.λπ., τα οποία θα εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις μας θα καταφέρουν τελικά να προσαρμοστούν με επιτυχία στο στρατηγικό πλαίσιο για τη μετατροπή της χώρας σε πιο φιλική προς το περιβάλλον.

Απαραίτητη είναι λοιπόν η πρόβλεψη και η εκτίμηση των ειδικών επιπτώσεων για τις επιχειρήσεις, και ειδικά για τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις στην πορεία τους προς τον μηδενισμό του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος.

Σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης, αυτό που τελικά μετράει για την οικονομία της χώρας και τις επιχειρήσεις είναι η διεθνής ανταγωνιστικότητα. Η παραγωγή δηλαδή και διάθεση στην παγκόσμια αγορά διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Η μετάβαση σε μια πιο πράσινη Ελλάδα θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τη συγκεκριμένη, αλλά πολύ σημαντική, οικονομική συνιστώσα. Μαζί με αυτήν θα πρέπει να σκεφθούμε τη λεγόμενη «οικονομική προσιτότητα» των προϊόντων που δημιουργούμε και τον ασφαλή εφοδιασμό των αγορών με κατάλληλα προϊόντα και υπηρεσίες. Η κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται και από δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στα «κλιματικά ουδέτερα» προϊόντα και υπηρεσίες.

Η ΕΕ δεσμεύθηκε να επιδείξει αλληλεγγύη σε όσους θίγονται από τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Ειδικά στις περιοχές εξόρυξης άνθρακα. Οι πόροι που θα διατεθούν, μέσω του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης, θα είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, εμείς όμως θα πρέπει εγκαίρως και προσεκτικά να σχεδιάσουμε τα μοντέλα ανάπτυξης για την επόμενη μέρα ώστε οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις να μην εξανεμιστούν με τη μορφή επιδομάτων αλλά να αποτελέσουν επένδυση για τη βιώσιμη επιχειρηματικότητα.

Επισημαίνεται και εδώ η επιφυλακτικότητα της επιχειρηματικής κοινότητας για τον κίνδυνο μεταφοράς επενδύσεων και παραγωγής εκτός ΕΕ, σε χώρες χωρίς το κόστος που συνεπάγεται ο περιορισμός των αερίων εκπομπών, ένας κίνδυνος που για τη χώρα μας είναι αυξημένος λόγω τόσο γεωγραφικής θέσης όσο και χαμηλής ανταγωνιστικότητας.

Είναι λοιπόν φανερό ότι απαιτούνται προσεκτικά βήματα.

Σε αυτή την πορεία οι επιχειρήσεις, και ειδικά οι μικρομεσαίες, θα διαδραματίσουν τον πλέον σημαντικό ρόλο, αφού αυτές τελικά θα επωμιστούν το βάρος είτε της εφαρμογής των αρχών της κλιματικής αλλαγής είτε της υιοθέτησης των αρχών της κυκλικής οικονομίας.

Για να ενισχυθούν οι προοπτικές αποδοχής και επιτυχίας αυτής της φιλόδοξης πρωτοβουλίας, ο σχεδιασμός για την Πράσινη Μετάβαση θα πρέπει να περιλαμβάνει:

– Κίνητρα για την «πράσινη» προσαρμογή.

– Ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

– Παροχή τεχνικής βοήθειας και υποστήριξης από το κράτος.

– Δράσεις κατάρτισης και επανακατάρτισης του προσωπικού.

Η επιτυχία του Green Deal θα κριθεί από την εξασφάλιση μιας δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης και βέβαια του επιπέδου ευημερίας των πολιτών σε κάθε κράτος και γι’ αυτό η μετάβαση, δηλαδή τα χρονικά περιθώρια, τα κίνητρα και οι διασφαλίσεις που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν, αν όχι να βελτιώσουν, την ανταγωνιστικότητά τους, θα διαμορφώσει και το επίπεδο υποστήριξης της Πράσινης Συμφωνίας.

Η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ειδικά των ΜμΕ όσον αφορά τη χώρα μας, είναι το κλειδί για την επιτυχία της Πράσινης Μετάβασης.

 

*Ο κ. Σίμος Αναστασόπουλος είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας και ο κ. Αθανάσιος Σαββάκης πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος.