Φοβάμαι ότι ένας από τους λόγους που η πιο πρόσφατη γυναικοκτονία απασχολεί τόσο έντονα τις συζητήσεις δεν έχει να κάνει μόνο με την επιβεβαίωση της δύναμης μιας πατριαρχικής κοινωνίας όπου ο άντρας αφέντης θεωρεί τη γυναίκα του ιδιοκτησία του (πολλές οι αντίστοιχες περιπτώσεις που δεν συζητήθηκαν εξίσου), αλλά κυρίως με τη διάψευση ενός ρομαντικού ιδεώδους.

Η υπερπροβολή της εικόνας του ιδανικού ζευγαριού τις μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία και μέχρι την ομολογία του συζύγου-δράστη, στηριζόταν σχεδόν ολοκληρωτικά σε αυτό το ιδεώδες που στην πραγματικότητα δεν κοιτάζει φύλο. Προκειμένου να μιλήσουμε για πραγματικό έρωτα, ο/η σύντροφός σου οφείλει να είναι όλος σου ο κόσμος. Να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς τον άλλο. Να υποφέρεις κάθε στιγμή που είσαι μακριά του. Να καλύπτει την κάθε σου ανάγκη, πνευματική, ψυχική, ερωτική, αυτός και μόνο αυτός. Να μη χρειάζεσαι πια φίλους, γνωστούς, παρέες, ξεκάρφωτους καφέδες και ποτά με γνωστούς και φίλους φίλων. Να ζεις σε ένα υπέροχο κουκούλι για δύο, από το οποίο δεν θα θέλεις να βγεις ποτέ.

Αντρες και γυναίκες αναζητούν αυτό το ένα πρόσωπο που θα έρθει να τους σώσει από τη ζωή που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουν επιλέξει να ζουν, χωρίς οι ίδιοι να χρειαστεί να αλλάξουν το παραμικρό. Με το μαγικό ραβδάκι του, ο έρωτας θα τους μεταμορφώσει.

Ταυτόχρονα, όποιος δεν βρίσκεται σε αυτή τη συνθήκη, ηθελημένα ή όχι, αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση στην καλύτερη περίπτωση, καχυποψία και περιφρόνηση στη χειρότερη. «Τι πρόβλημα έχει αυτός και είναι μόνος;» αναρωτιέται η κοινωνία. Στο ζήτημα της μοναχικής ζωής, βέβαια, το τέρας της ανδροκρατούμενης κοινωνίας σηκώνει και πάλι το φρικτό κεφάλι του. Στη σημερινή Ελλάδα μια γυναίκα που χωρίζει (ειδικά αν έχει κι ένα παιδί) επειδή απλούστατα δεν περνάει καλά με τον σύντροφό της, αναγκάζεται να εξηγεί «γιατί χάλασε το σπίτι της» και αν η απάντηση δεν είναι «ερωτεύτηκα παράφορα κάποιον άλλο» ή «με άφησε για μια μικρότερη», να δέχεται το γεμάτο οίκτο βλέμμα του συνομιλητή της μαζί με την κατακλείδα «κρίμα».

Και είναι αλήθεια ότι κανείς δεν τα καταφέρνει μόνος του σ’ αυτή τη ζωή. Η μεγαλύτερη χαρά μας είναι οι βαθιές, ουσιαστικές σχέσεις. Αυτές όμως δεν μπορούν να περιορίζονται στις συντροφικές/ερωτικές σχέσεις, στους γάμους. Η αγάπη μαθαίνεται μέσα από όλες τις σχέσεις και οι κοινωνίες θα έχουν κάνει ένα μεγάλο βήμα όταν δεν θα κρίνουμε την επιτυχία κάποιου από το πόσα χρόνια γάμου μετράει, αλλά από το πόσες σχέσεις, φιλικές ή ερωτικές, έχει καταφέρει να δημιουργήσει και να διατηρήσει, με πραγματική σύνδεση, με σεβασμό, με αγάπη και μοίρασμα, με πλήρη επίγνωση ότι κανείς δεν είναι κανενός, ότι επιλέγουμε διαρκώς τους ανθρώπους που μας συντροφεύουν, ότι αυτοί που είναι δίπλα μας θέλουμε να προσθέτουν χαρά, συζητήσεις, παρηγοριά, ασφάλεια, και όχι να τα αφαιρούν.

Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια.