Αυτό που δύσκολα θα καταλάβουν οι πολιτικά ορθώς δημοσιολογούντες φίλοι είναι πως οι  «ανορθολογικά» (εντός πολλών εισαγωγικών) σκεπτόμενοι – και είναι πολλοί – θα επιμένουν να παρεισφρέουν και να ενοχλούν, παρότι κι αυτοί, την ίδια στιγμή, είναι εξαντλημένοι από τον πανόπτη νεοφιλελευθερισμό και το δέλεαρ της εξουσίας.

Είμαι κι εγώ της γνώμης ότι δεν είναι ούτε λογικά παραδεκτό ούτε ηθικά αποδεκτό «να αποκλειστεί κάθε παρείσφρηση κατά την έλευση του ξένου», όπως εξομολογείται ένας μεγάλος γάλλος φιλόσοφος που υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς για να επιζήσει.

Και το ερώτημα που έθεσε μετά την επέμβαση – και δεν αφορούσε μόνον την επιβίωσή του – είναι αν η καρδιά ενός άλλου (η ξένη καρδιά) ήταν «ίδια» με τη δική του. Αν αυτός ήταν ο ίδιος με ξένη καρδιά.

Αν «η ζωή που όχι μόνο επιβιώνει, αλλά που εξακολουθεί να ζει τη δική της ζωή από μόνη της, υπό μια τριπλή ξένη κυριαρχία: αυτή της απόφασης, αυτή του οργάνου, αυτή των επακόλουθων της μεταμόσχευσης», είναι η ιδία, δική του ζωή παρά την παρείσφρηση του διαταρακτικού όσο και σωτήριου άλλου. Κυρίως, αν ο παρείσακτος μέσα  στο σώμα του τον έκανε ξένο στον εαυτό του. Αναφέρομαι στον Νανσύ, για όποιον αδυνατεί να καταλάβει εκτός από τη δύναμη της ετερότητας, της ειρωνείας, της πλάνης ή της παράβασης του ορίου και την «ελεύθερη χρήση του ιδίου», δηλαδή της ταυτότητας. Και φαντάζομαι πως όσοι υποφέρουν από τη συναισθηματική και διανοητική φτώχεια σε μια Ελλάδα της Δήμητρας Χριστοδούλου «χιονισμένης από σφαγή και επιστήμη», αλλά κι εκείνοι που κατανοούν την πικρή διατύπωση του Τ. Τζ. Κλαρκ πως «η Αριστερά σήμερα είναι ένας όρος που δηλώνει μια απουσία – και αυτή η οιονεί μη ύπαρξη θα έπρεπε να είναι ρητή σε μια νέα θεώρηση της πολιτικής», θα διερωτώνται για το πώς θα πολιτεύονται  εφεξής.

Τα ερωτήματα αυτά δεν τα απαντά κανείς εύκολα με τον Σύριζα να παλινδρομεί και με τη μετα-πανδημική συγκυρία να τον σαστίζει.

Κι όχι γιατί η Αριστερά είναι πλέον «μια σχέση μεταξύ αντανάκλασης και του αντικειμένου της», όπως διατείνεται ο αμερικανός αριστερός στοχαστής, αλλά διότι, αντίθετα, με τις αντανακλάσεις και τα καθρεφτίσματα πυρπολούνται οι εχθρικοί στόλοι. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι: στους αντικατοπτρισμούς και στις επιστροφές των απωθημένων – ή των φαντασμάτων, όπως θα έλεγε ο δάσκαλος και φίλος του Ζ.-Λ. Νανσύ, ο Ντερριντά, στα «Φαντάσματα του Μαρξ», εις πείσμαν του αφελούς κυρίου Κλαρκ. Ο Ντερριντά προσηλωμένος στο πένθος για ό,τι έχει χαθεί – γραφή, δικαιοσύνη, φιλία – αποφαίνεται για το πού οφείλει να οδεύσει η Αριστερά: «Αφότου η δογματική μηχανή τελεί υπό εξαφάνιση (…) το μόνο που μας απομένει για να αποσείσουμε αυτή την ευθύνη είναι κάποιο άλλοθι, όχι κάποια συγνώμη. Διαφορετικά δεν υπάρχει μέλλον (…). Χωρίς την ανάμνηση και την κληρονομιά του Μαρξ: όπως και να είναι με έναν κάποιο Μαρξ, με την ιδιοφυΐα του, ένα τουλάχιστον από τα πνεύματά του».

Αμ’ έπος αμ’ έργον.