O Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε προσφάτως μια νέα ενέσιμη θεραπεία για μια σπάνια αιματολογική νόσο που ονομάζεται Παροξυσμική (ή Παροξυντική) Νυχτερινή Αιμοσφαιρινουρία (ΠΝΑ).

Η έγκριση αυτή που αφορά το φάρμακο pegcetacoplan (εμπορική ονομασία Empaveli) το οποίο αποτελεί έναν αναστολέα της κεντρικής πρωτεΐνης C3 του συμπληρώματος, ενός κομβικού μηχανισμού φυσικής ανοσίας του οργανισμού, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία μόνο για τα άτομα με ΠΝΑ αλλά πιθανώς στο μέλλον και για ασθενείς με πολλές άλλες νόσους.

Ο καθηγητής Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια κ. Γιάννης Λάμπρης.

Και αυτό διότι η πρωτεΐνη C3 αναδεικνύεται σε έναν «πρωταγωνιστικό» στόχο για νέες θεραπείες που θα αφορούν ασθένειες στις οποίες εμπλέκεται το συμπλήρωμα (και αυτές είναι πολλές, από νεφρικές και οφθαλμικές παθήσεις ως την πλάγια μυοατροφική σκλήρυνση και την COVID-19).

Την ίδια στιγμή όμως η συγκεκριμένη έγκριση αποκτά άλλη βαρύτητα καθώς έχει «ελληνικό άρωμα»: το μόριο που έλαβε έγκριση αποτελεί «τέκνο» του καθηγητή Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια κ. Γιάννη Λάμπρη.

Η σπάνια επικίνδυνη ΠΝΑ

Η ΠΝΑ χαρακτηρίζεται από καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων, σοβαρή αναιμία, θρομβώσεις καθώς και προβληματική λειτουργία του μυελού των οστών. Πλήττει 1-1,5 άτομα ανά εκατομμύριο πληθυσμού και η διάγνωση γίνεται συνήθως στα 35 με 40 έτη. Πρόκειται για μια σπάνια πάθηση η οποία μπορεί να είναι σοβαρή – η μέση επιβίωση από τη στιγμή της διάγνωσης είναι τα 10 έτη, ωστόσο κάποιοι ασθενείς μπορεί να ζήσουν επί μακρόν εμφανίζοντας ήπια συμπτώματα. Η ΠΝΑ προκαλείται από γενετικές μεταλλάξεις που επηρεάζουν τα ερυθροκύτταρα – στους ασθενείς με τη συγκεκριμένη νόσο τα ερυθροκύτταρα δεν λειτουργούν σωστά και καταστρέφονται από το ανοσοποιητικό σύστημα με αποτέλεσμα να προκαλείται αναιμία.

Η κλινική δοκιμή

Η αποτελεσματικότητα του pegcetacoplan διερευνήθηκε στο πλαίσιο κλινικής δοκιμής φάσης ΙΙΙ στην οποία περιελήφθησαν 80 ασθενείς με ΠΝΑ και αναιμία που λάμβαναν ήδη το φάρμακο eculizumab, έναν αναστολέα της πρωτεΐνης C5 του συμπληρώματος το οποίο έχει λάβει στο παρελθόν έγκριση για τη συγκεκριμένη νόσο. Αρχικώς στους ασθενείς χορηγήθηκε επί έναν μήνα pegcetacoplan (σε δόση 1.080 mg δύο φορές την εβδομάδα) σε συνδυασμό με το eculizumab το οποίο ήδη λάμβαναν. Μετά τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία έλαβε μόνο pegcetacoplan και η άλλη μόνο eculizumab επί 16 εβδομάδες.

«Νίκη στα σημεία»

Στη συνέχεια συγκρίθηκε η σοβαρότητα της αναιμίας στις δύο ομάδες εθελοντών. Οπως προέκυψε, το pegcetacoplan «νίκησε στα σημεία» αυξάνοντας τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης κατά 3,84 g/ανά δεκατόλιτρο αίματος σε σύγκριση με το eculizumab στις 16 εβδομάδες, όπως αναφέρεται σε σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «The New England Journal of Medicine». Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι μετά τη θεραπεία με pegcetacoplan το 85% των ασθενών που το έλαβαν δεν χρειάζονταν πλέον μεταγγίσεις ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το eculizumab ήταν 15%.

Μια από τις βασικές παρενέργειες από τη λήψη αναστολέων του συμπληρώματος είναι η λοίμωξη από ορισμένα βακτήρια. Ετσι, όπως συμβαίνει και με το eculizumab, το άρτι εγκριθέν νέο φάρμακο φέρει ειδική σήμανση στο φύλλο οδηγιών του σχετικά με τον κίνδυνο μηνιγγιτιδοκοκκικών λοιμώξεων. Πάντως, στη δοκιμή φάσης ΙΙΙ που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine οι πιο κοινές παρενέργειες από τη λήψη του pegcetacoplan ήταν οι τοπικές αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης του φαρμάκου, οι διάρροιες και οι πονοκέφαλοι.

Ασφαλής η αναστολή της C3

Η νέα έγκριση αποτελεί «ένα καταπληκτικό νέο» σχολίασε στο έγκριτο «Nature Reviews Drug Discovery» ο καθηγητής Λάμπρης, ο επιστήμονας που ανακάλυψε το νεοεγκριθέν θεραπευτικό μόριο το οποίο στη συνέχεια αναπτύχθηκε και κυκλοφορεί πλέον από την εταιρεία Apellis. O δρ Λάμπρης προσέθεσε πως παρότι εκφράζονταν φόβοι ότι η αναστολή της πρωτεΐνης C3 δεν θα ήταν ασφαλής καθώς η συγκεκριμένη πρωτεΐνη παίζει κεντρικό ρόλο στην έμφυτη ανοσία, η νέα έγκριση αποδεικνύει ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Ερευνα για πλήθος παθήσεων

Πράγματι υπάρχει μεγάλη (επιστημονική) κινητικότητα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη αναστολέων του συμπληρώματος. Η εταιρεία Apellis μελετά το pegcetacoplan για χρήση ενάντια σε σπάνιες νεφροπάθειες που ονομάζονται C3 σπειραματοπάθειες αλλά και ενάντια στην μυοατροφική πλάγια σκλήρυνση. Η ελληνική εταιρεία Amyndas, ιδρυτής της οποίας είναι ο καθηγητής Λάμπρης, αναπτύσσει νέας γενιάς αναστολείς της C3 για την περιοδοντίτιδα, για οφθαλμικές και άλλες παθήσεις – είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι ο τρίτης γενιάς αναστολέας της C3 AMY-101 της Amyndas δοκιμάζεται αυτή τη στιγμή σε ελληνικά νοσοκομεία (αλλά και σε νοσοκομεία του εξωτερικού) σε ασθενείς που νοσηλεύονται με COVID-19 και εμφανίζουν σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (Acute Respiratory Distress Syndrome, ARDS). Οι Novartis και Roche/Ionis βρίσκονται σε δοκιμές φάσης II με φάρμακα που στοχεύουν τον παράγοντα του συμπληρώματος Β, ένα συστατικό της εναλλακτικής οδού συμπληρώματος. Η Sanofi αναμένεται να υποβάλει εκ νέου το αντι-C1s αντισώμα sutimlimab για έγκριση για την αιμολυτική αναιμία ψυχρού τύπου.
«Αναμένεται να έχουμε πολλή δραστηριότητα στο συγκεκριμένο πεδίο, ιδίως αν υπάρξει επιτυχία στην ανάπτυξη αναστολέων του συμπληρώματος για παθήσεις πέρα από τις σπάνιες» κατέληξε μιλώντας στο «Nature Reviews Drug Discovery» ο καθηγητής Λάμπρης. Εχει ιδιαίτερο βάρος αυτή η πρόβλεψη όταν προέρχεται από έναν από τους επιστήμονες που ξέρουν όσο λίγοι παγκοσμίως το συμπλήρωμα και τον καθοριστικό ρόλο του στην υγεία και την ασθένεια…