Η αναζωπύρωση της διαμάχης δύο πρώην πρωθυπουργών, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, σχετικά με τα όσα έχει γράψει ο πρώτος στον συλλογικό τόμο με τίτλο «Η στρατηγική του Ελσίνκι: 20+1 χρόνια μετά», επανέφερε με δριμύτητα στο προσκήνιο τη βαθιά, ενδεχομένως αγεφύρωτη, διαφωνία που επί δεκαετίες σοβεί στην Ελλάδα μεταξύ δύο σχολών σκέψης για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Πρόκειται για τη διαφωνία εκείνη που αποτυπώνεται στην πρόβλεψη ότι εφόσον η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έλυναν τις εκκρεμείς συνοριακές και άλλες διαφορές τους μέχρι τα τέλη του 2004, τότε θα έπρεπε να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ).

Η πρώτη σχολή σκέψης θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για τα προβλήματα που απασχολούν τις δύο χώρες και, εφόσον χρειαστεί, να υπάρξει κοινή προσφυγή στο ΔΔΧ για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Ηδη από το κοινό ανακοινωθέν ΚαραμανλήΝτεμιρέλ της 31ης Μαΐου 1975 στις Βρυξέλλες (από το οποίο αργότερα η τουρκική πλευρά υπαναχώρησε) καταγράφεται ότι τα «προβλήματα» είναι περισσότερα του ενός. Αναφέρεται δε χαρακτηριστικά ότι οι δύο ηγέτες «απεφάσισαν ότι τα προβλήματα ταύτα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και, όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του ΔΔΧ». Στο ίδιο πνεύμα, αποφάσισαν «την επίσπευσιν» τόσο συνάντησης εμπειρογνωμόνων για το θέμα της υφαλοκρηπίδας όσο και «διά το θέμα του εναερίου χώρου».

Η δεύτερη σχολή σκέψης θεωρεί ότι το μόνο ζήτημα που η Ελλάδα έχει να συζητήσει με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Πρόκειται για την «κληρονομιά» του Ανδρέα Παπανδρέου, που ουσιαστικά έσπευσε να υιοθετήσει πλήρως ο Κώστας Καραμανλής με την πρόσφατη δήλωσή του. Σε αυτή κατακεραυνώνει τη Συμφωνία του Ελσίνκι, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από την ΕΕ να ωθήσει την Τουρκία «να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ιμια και για τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες»». Προσθέτει δε ότι η ΕΕ θα προωθούσε την τουρκική προσφυγή «και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό. Μονομερώς!». Κρίνοντας από την τύχη μιας άλλης μονομερούς προσφυγής, της ελληνικής το 1976, αντιλαμβάνεται κανείς την τύχη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.

Αλλωστε, οι δύο χώρες είχαν ξεκινήσει διμερείς διερευνητικές επαφές επί των προκαταρκτικών ζητημάτων – επαφές ανάλογης φύσεως με εκείνες της δεκαετίας του 1970 – πριν προχωρήσουν σε επίσημες διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη συνυποσχετικού (που αποτελεί διεθνή συμφωνία και απαιτεί κύρωση από τη Βουλή) για προσφυγή στο ΔΔΧ σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Οι διερευνητικές επαφές δεν ήταν ποτέ εύκολες, αλλά από όσο μπορεί να γνωρίζει ο γράφων δεν υπήρξε ελληνική κυβέρνηση που να αποδέχθηκε εξωφρενικές τουρκικές απαιτήσεις τύπου «γκρίζων ζωνών» και αποστρατιωτικοποίησης νήσων – για τον απλούστατο λόγο ότι την επομένη δεν θα ήταν κυβέρνηση. Και ναι, τα χωρικά ύδατα είναι κομμάτι των προκαταρκτικών ζητημάτων. Και η επέκτασή τους αποτελεί μονομερές δικαίωμα, που όμως πρέπει, κάποτε, να ασκηθεί. Αλλως, παραμένει «παγωμένο», δηλαδή ανενεργό, στον χρόνο.

Στην απάντηση του κ. Σημίτη δεν πρέπει να σταθεί κανείς μόνο στην επισήμανση ότι «όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Κ. Καραμανλή) συζητούσαν στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, που είναι θέμα κυριαρχίας και συναρτάται με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ». Ο πρώην πρωθυπουργός υπογραμμίζει επίσης ότι «η επ’ αόριστον παραπομπή των διαφορών με τη γείτονα σε μια μελλοντική κάθε φορά διευθέτηση οδήγησε και θα οδηγεί στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων».

Μια διαπραγμάτευση δεν πρέπει να γίνεται υπό την απειλή των όπλων. Προϋποθέτει ισχυρή αποτροπή. Ας μην είμαστε όμως αφελείς. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος φθοράς που ξεκίνησε το 1974 δεν αποτελεί βιώσιμη λύση. Και ο ρεαλισμός δεν ισούται με μειοδοσία.