Η χώρα συνεχίζει να βασανίζεται από πρωτοφανή υγειονομική κρίση. Δεν έχει απαλλαγεί από αυτήν, παρά το εξελισσόμενο επιτυχώς εγχείρημα των εμβολιασμών.

Αυτή την ώρα είμαστε αντιμέτωποι με το ισχυρότερο τρίτο κύμα των μεταλλαγμένων και ευκολότερα μεταδιδομένων στελεχών του κορωνοϊού.

Τα νοσοκομεία μας δοκιμάζονται πραγματικά, οι αντοχές τους εξαντλούνται και βεβαίως συνεχίζουμε να θρηνούμε πολλά θύματα.

Οι προγνώσεις μάλιστα δεν είναι οι καλύτερες. Οι πέντε-έξι μεταβατικές εβδομάδες που ακολουθούν θα είναι δύσκολες και ιδιαιτέρως απειλητικές για τις ζωές των πολιτών.

Πολύ δε περισσότερο όταν, έπειτα από έναν χρόνο επαναλαμβανόμενων περιοριστικών μέτρων, δεδομένη πρέπει να θεωρείται η πανδημική κόπωση και η αδημονία των πολιτών για άνοιγμα των σχολείων, κοινωνική επαφή, αναζήτηση εργασίας και ενίσχυση των περιορισμένων εισοδημάτων.

Οι πολίτες μπορούν να αντιληφθούν ότι στην παρούσα μεταβατική φάση και μέχρι την ολοκλήρωση των εμβολιασμών επιβάλλεται προσοχή, επαγρύπνηση και συστηματική προετοιμασία βεβαίως για το, κατά το δυνατόν, ασφαλέστερο άνοιγμα της κοινωνίας και της οικονομίας, οι αντοχές της οποίας, επίσης, αν δεν εξαντλούνται, κατά βεβαιότητα δεν είναι ανεξάντλητες.

Με άλλα λόγια, γίνεται φανερό ότι η χώρα στην παρούσα φάση έχει ανάγκη από τη συγκρότηση μιας θετικής αλυσίδας πολιτικών υγειονομικής ασφάλειας και οικονομικής δημιουργίας, χωρίς την επικράτηση της οποίας δεν θα εξέλθει από την πολυκύμαντη κρίση των τελευταίων πολλών ετών.

Σε μια λογική χώρα δεν θα υπήρχαν αντιρρήσεις επ’ αυτού και οι περισσότερες των πολιτικών δυνάμεων θα φρόντιζαν προκειμένου να εξασφαλιστούν, κατά το δυνατόν, συνθήκες κοινωνικής ειρήνης και υποτυπώδους εθνικής συνεννόησης, ικανές να επιτρέψουν την πολυαναμενόμενη ελευθέρωση των πάντων.

Ωστόσο, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας περισσεύουν παλαιόθεν οι περισπασμοί και οι πολλές αφορμές για καταστροφικές λοξοδρομήσεις.

Δυστυχώς για ακόμη μία φορά σε μια κρίσιμη φάση του εθνικού μας βίου επικρατούν άγονοι πολιτικοί ανταγωνισμοί και παράλογες, εν πολλοίς ανεπίκαιρες, διεκδικήσεις, διανθισμένες από υπερβολές, εχθροπάθειες, μίση και πάθη μοναδικά που εκτρέπουν την κοινωνία από τον ορατό διά γυμνού οφθαλμού στόχο και σκοπό.

Οι περισσότεροι μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν φωτιά στον ξερό κάμπο, ωσάν να μην υπάρχει αύριο, ωσάν να μην υπάρχει μέλλον.

Ουδείς αμφισβητεί ότι οι όποιες εκδοχές αστυνομικής βίας είναι ανεπίτρεπτες, προσβάλλουν τη Δημοκρατία μας, προκαλούν τα αισθήματα των πολιτών και απαιτούν την έμπρακτη καταδίκη τους από τις επίσημες αστυνομικές και κυβερνητικές αρχές.

Ωστόσο, τίποτε δεν δικαιολογεί τη γενίκευση, κοινώς το «τσουβάλιασμα» των πάντων και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπει την αυτοδικία και τα φαινόμενα τυφλής και οργανωμένης βίας που είδαμε την περασμένη Τρίτη στη Νέα Σμύρνη σε απάντηση της βιαιοπραγίας μιας μικρής ομάδας αστυνομικών σε έναν πολίτη την παρελθούσα Κυριακή στην πλατεία του συγκεκριμένου δήμου.

Ούτε επίσης επιτρέπεται η Ελλάδα να καταστεί, σε τούτες τις ιδιαίτερες υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, όμηρος μιας διεκδίκησης ενός καταδικασμένου για ειδεχθείς φόνους πολυϊσοβίτη.

Η αλήθεια είναι παρά ταύτα ότι η χώρα μας πολλές φορές στο παρελθόν παρασύρθηκε και ζημιώθηκε πολλαπλώς από την επικράτηση πολιτικών και άλλων παραλογισμών.

Ωστόσο, η Δημοκρατία μας είναι πιο ώριμη, πιο στέρεη και ικανή πλέον να αποτρέψει μια ενδεχόμενη διολίσθηση σε κλίμα νοσηρής και ανεξέλεγκτης βίας.

Διαθέτει τους μηχανισμούς και τα θεσμικά αντίβαρα για να αυτοπροστατευθεί και να απομονώσει έγκαιρα, με ευθύ και καθαρό τρόπο, τις σκοτεινές εστίες και φιγούρες.

Αρκεί όλες οι πολιτικές δυνάμεις, η αξιωματική αντιπολίτευση ιδιαιτέρως, να διαισθανθούν τους κινδύνους και να μην αφήσουν περιθώρια ανοχής στους υποκινητές του μίσους και στους θιασώτες της βίας.