H αυξημένη διαδικτυακή συμμετοχή κυβερνητικών στελεχών σε διεθνή συνέδρια και fora φαίνεται ότι ήταν ένα από τα παράπλευρα οφέλη της δύσκολης περιόδου της πανδημίας. Η άμεση επικοινωνία με μια σειρά think tanks “άνοιξε το βήμα” και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία έχει δημιουργήσει πρόσφατα διαύλους επαφής με εξειδικευμένες δεξαμενές σκέψης σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Η προγραμματισμένη δημοσίευση ενός στρατηγικού κειμένου πολιτικής από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη την παραμονή του κρίσιμου Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της 23ης Μαρτίου σε δυο από τα γνωστότερα think tanks παγκοσμίως, το αμερικανικό Atlantic Council και το γαλλικό Institut Montaigne, αποτυπώνει τις νέες δυνατότητες διεθνούς παρέμβασης της Ελλάδας.

Το άνοιγμα στις λεγόμενες «επιστημικές κοινότητες» και τις δεξαμενές σκέψης, που εδώ και δεκαετίες θεωρούνται καθοριστικές για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης αλλά για τη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων σε φλέγοντα ζητήματα, όπως π.χ. σε διεθνείς συγκρούσεις και ανθρώπινα δικαιώματα, δείχνει ότι έχουν γίνει κατανοητοί από το κυβερνητικό επιτελείο οι νέοι σύνθετοι όροι μέσα από τους οποίους κερδίζονται μακροπρόθεσμα οι διπλωματικές μάχες.

Η σχέση αυτή κατακτήθηκε με προσεκτικές κινήσεις, χάρη στη συμβολή και διακλαδική συνεργασία όλων των στελεχών της ελληνικής διπλωματίας, ακολουθώντας τις διεθνείς πρακτικές αλλά και βάση της νέας ενοποιημένης δομής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατόπιν των πρωτοβουλιών του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η Ελλάδα έτσι κατάφερε να καλύψει χαμένο έδαφος δεκαετιών, και η εξωτερική πολιτική της να λειτουργεί πλέον στα πρότυπα των διπλωματικών μηχανισμών προηγμένων κρατών για τους οποίους τα διεθνή think tanks αποτελούν πολύτιμους συνομιλητές.

Όπως μεταφέρεται χαρακτηριστικά από το επιτελείο του κ. Βαρβιτσιώτη, η πρόσφατη Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτέλεσε μια μοναδική ευκαιρία σύναψης συνεργασιών με επιστήμονες και δεξαμενές σκέψης, ειδικά πάνω σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού και κράτους δικαίου. Ταυτόχρονα, η στενή επαφή με το ευρωπαϊκό επιτελείο του Γάλλου Προέδρου Μακρόν και του Υφυπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Κλεμάν Μπον, πρωτοπόρων στην αξιοποίηση στελεχιακού δυναμικού και τεχνοκρατικών δικτύων, επέτρεψε την ανταλλαγή καλών πρακτικών για την αντιμετώπιση ελληνικών παθογενειών.

Η απουσία ενός βιώσιμου λειτουργικού σχήματος εντός του Υπουργείου Εξωτερικών για την αξιοποίηση επιστημονικού δυναμικού και την εξαγωγή τεχνογνωσίας ήταν ένα βασικό εμπόδιο. Η στενή πλην ανεπίσημη ανταλλαγή απόψεων με έλληνες και ξένους ειδικούς αποτελούσε μεν μια πολύτιμη διαδικασία άντλησης πληροφοριών, αναλύσεων και συμβουλών, και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την διάχυση των θέσεων της χώρας μας, ωστόσο έμενε μέχρι πρότινος στο επίπεδο της προσωπικής προσπάθειας.

Μάλιστα, είναι κοινό μυστικό ότι παλιότερα οργανωτικά σχήματα όπως το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού δεν μπόρεσαν να αποδώσουν τα αναμενόμενα, καθώς απουσίαζαν τα απαραίτητα εχέγγυα επαγγελματισμού, ενώ δεν υπήρχε και η δεδομένη πολιτική βούληση. Στόχος είναι το καινούργιο Κέντρο Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής (ΚΕ.Σ.Ε.Π.) να επιτρέψει να παγιωθεί η νέα δυναμική στις σχέσεις με τις «επιστημικές κοινότητες» και τις αντίστοιχες δεξαμενές σκέψης.

Ένα δεύτερο ζήτημα που προκύπτει αντίστοιχα είναι η ενίσχυση της παρουσίας και της συμμετοχής των ίδιων των στελεχών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις εγχώριες και διεθνείς «επιστημικές κοινότητες» μέσα από προγράμματα ερευνών και σπουδών.

Η προώθηση της στοχευμένης μετεκπαίδευσης και διεθνούς εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού του Υπουργείου Εξωτερικών τίθεται ως προτεραιότητα και φιλοδοξεί να υποστηρίξει την παραγωγή αυτοδύναμου λόγου στα εθνικά ζητήματα, μακριά από τη λογική των αντιπαραγωγικών εκπαιδευτικών αδειών που έχουν ταλανίσει επί χρόνια το δημόσιο.

Ζητούμενο είναι ο μηχανισμός εξωτερικής πολιτικής της χώρας να ωφεληθεί συνολικά από αυτήν την κουλτούρα «οργανωσιακής μάθησης» και τις αντίστοιχες επιτυχημένες εμπειρίες άλλων ελληνικών κρατικών φορέων, εξελισσόμενο διαρκώς απέναντι στις προκλήσεις ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού περιφερειακού περιβάλλοντος. Αυτό θα κρίνει και την ικανότητά του να λειτουργήσει συνολικά ως πολλαπλασιαστής ισχύος σε βάθος χρόνου.