Το 2004 η βελγίδα μεταμαρξίστρια πολιτική επιστήμων Σαντάλ Μουφ, σύντροφος του ομοϊδεάτη αργεντινού φιλοσόφου Ερνέστο Λακλάου, εξέδωσε ένα βιβλίο που έφερε τον τίτλο «Το δημοκρατικό παράδοξο».

Εκεί κατακεραύνωνε τις «άχρωμες» πολιτικές του Κέντρου και ιδιαιτέρως εκείνες της «πολιτικής συναίνεσης», του λεγόμενου «τρίτου δρόμου» που οικοδόμησε ο Αντονι Γκίντενς και υιοθέτησε στα πολλά χρόνια της διακυβέρνησής του ο βρετανός ηγέτης των Εργατικών Τόνι Μπλερ.

Η Μουφ θεωρούσε ότι οι «πολιτικές συμφιλίωσης», που ήθελαν το τέλος της διάκρισης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, ευνοούσαν, κατά βάση, την ηγεμονία των κυρίαρχων ελίτ και της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων και τίποτε άλλο.

Κατά αυτήν, όπως διαβάζουμε από τον επιμελητή των εκδόσεων Πόλις κ. Γ. Σταυρακάκη, η σύγχρονη «φιλελεύθερη δημοκρατία» συγκροτείται στη βάση δύο διαφορετικών πολιτικών παραδόσεων: του «φιλελευθερισμού» από τη μια μεριά, που υπερασπίζεται το κράτος δικαίου, την ελευθερία του ατόμου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και της «δημοκρατίας» από την άλλη, που εκπροσωπεί την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας.

Από αυτή τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων πηγάζει και η παραδοξότης της δημοκρατίας. Ούτε η απόλυτη ελευθερία είναι εφικτή ούτε η απόλυτη ισότητα.

Κατά τη συγγραφέα, οι πολιτικές «συμφιλίωσης» οδηγούν σε συγκεκαλυμμένο νεοφιλελευθερισμό, όπως συνέβη με τον «τρίτο δρόμο» του Μπλερ, και γι’ αυτό προέκρινε τη μεταγκραμσιανή εκδοχή της «αγωνιστικής δημοκρατίας», όπως την αποδίδει, με σκοπό την ανάκτηση της ηγεμονίας από την Αριστερά. «Οταν η δημοκρατία παραλύει, όταν ο πολιτικός ανταγωνισμός απωθείται, το σύνορο ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς» σβήνει, οι εναλλακτικές πολιτικές και οι μορφές ταύτισης εκλείπουν και δημιουργείται χώρος για την Ακροδεξιά». Αυτά έγραφε το 2004 και επέμεινε στην «αγωνιστική» εκδοχή της πολιτικής.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι απόψεις της Σαντάλ Μουφ επηρέασαν καθοριστικά στη συνέχεια τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαιτέρως τα πρόσωπα που συνόδευσαν τον Αλέξη Τσίπρα στην πορεία προς την εξουσία, τον Ιανουάριο του 2015.

Ακόμη και η ακραία ρητορική και το διχαστικό σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» είναι βγαλμένα από τα σωθικά του συγκεκριμένου βιβλίου.

Και η επιθετικότητα των λόγων επίσης εναντίον προσώπων, σχημάτων και δυνάμεων, που προέτρεπαν σε ηπιότερες και ρεαλιστικότερες πολιτικές, πηγάζουν από το σχήμα «της αγωνιστικής δημοκρατίας» που η Μουφ δίδαξε και ο Τσίπρας υιοθέτησε.

Η συνέχεια ωστόσο υπήρξε αποκαρδιωτική, τόσο για τη συγγραφέα όσο και για τον αρχηγό που την υιοθέτησε.

Η διακυβέρνηση – και η ευθύνη που πηγάζει από αυτή για τη χώρα και τους πολίτες της – δεν επιτρέπει την πλήρη υιοθέτηση της «αγωνιστικής» εκδοχής των πραγμάτων. Την καθιστά ανέφικτη και πολλές φορές ζημιογόνο για όλους, όπως απεδείχθη στο πρώτο εξάμηνο του 2015. Εν τέλει οδήγησε σε οδυνηρούς συμβιβασμούς, που κατέστησαν τη διεκδικητική Αριστερά «συστημική ουρά».

Ο κ. Τσίπρας κουβαλά πλέον την εμπειρία της διακυβέρνησης. Και επιπλέον αντιλαμβάνεται ότι επιμένοντας στον στενό κύκλο της «αγωνιστικής» διεκδίκησης μάλλον φθείρεται, δεν ανακάμπτει, ούτε κερδίζει.

Προσπαθεί λοιπόν στην παρούσα φάση να απεγκλωβιστεί από τα γραπτά της Μουφ, επιχειρεί να μπει σε άλλα, πιο «γυαλισμένα» παπούτσια, αλλά ωστόσο συναντά σθεναρή αντίσταση από το πλήθος που υιοθέτησε το διχαστικό «ή εμείς ή αυτοί».

Κοινώς, το κόμμα τον τραβάει από το μανίκι, τον εγκλωβίζει, δεν τον αφήνει να μετακινηθεί, ούτε να διεκδικήσει με αξιώσεις το «άχρωμο» μεν αλλά καθοριστικό Κέντρο.

Θα εξελιχθεί προσεχώς αυτή η μάχη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και πιθανότατα θα οδηγήσει σε εντάσεις και συγκρούσεις.

Οσο μετεωρίζεται πάντως, προκοπή δεν θα βλέπει. Αντιθέτως, θα αγχώνεται από τις αντοχές του Μητσοτάκη και θα υποπίπτει σε λάθη και σε συνεχείς διορθώσεις, όπως συνέβη τις προάλλες με τις αχρείαστες δηλώσεις του κ. Δρίτσα.