Οι οικονομικοί επιστήμονες είναι αναμφίβολα χρήσιμοι στο δημοκρατικό διάλογο. Ωστόσο, οι μέθοδοι εργασίας τους αποτελούν αντικείμενο πολλών κριτικών τα τελευταία χρόνια. Ο Paul Romer, αμερικανός οικονομολόγος και κάτοχος του νόμπελ οικονομίας το 2018 για τη συμβολή του στην ενδογενή θεωρία ανάπτυξης, πρότεινε το 2016 ένα απολογισμό της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Η κριτική του είναι ακόμη πιο αυστηρή γιατί προέρχεται από ένα πλήρες μέλος των κυρίαρχων αμερικανικών ελίτ, που ήταν επικεφαλής οικονομολόγος και αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας έως τον Ιανουάριο του 2018. Ενώ οι οικονομολόγοι ασκούν μια μεγάλη επιρροή στην κοινωνική ζωή μέσω της ισχυρής παρουσίας τους στα μέσα ενημέρωσης και με τις κυβερνήσεις που συμβουλεύουν, οι μέθοδοι εργασίας τους αποτελούν τα τελευταία χρόνια έργο σκληρής κριτικής που έθεσε σε αμφιβολία την ποιότητα της εργασίας τους.

Μεθοδολογικό πλαίσιο

Υπάρχει η πεποίθηση ότι οι οικονομικοί επιστήμονες θεωρούνται καλύτεροι από τους άλλους επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών, διότι οι μαθηματικοί συλλογισμοί τους είναι, κατά τη γνώμη τους, αυστηροί και μπορούν να επαληθεύσουν εμπειρικά τις θεωρίες τους. Μια πρώτη κριτική στο επίπεδο αυτό είναι η καταχρηστική χρήση των μαθηματικών και της μοντελοποίησης. Οι σύγχρονοι οικονομολόγοι υποφέρουν από ένα σύνδρομο επιστημοσύνης. Όπως το αναφέρει ο νομπελίστας Robert Shiller: «όλος ο κόσμος θέλει να γίνει Einstein». Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη λειτουργία της οικονομίας στο σύνολό της, διότι πολλές μεταβλητές εισέρχονται στο παιχνίδι. Οπότε, για να μην χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν μαθηματικά που είναι δύσκολα, πέρα από το επίπεδό τους, εμμένουν σε πολύ περιοριστικές υποθέσεις (στη χρηματοοικονομική, υπάρχει η μέθοδος του Hillier στις περιπτώσεις στιγμιαίων αποφάσεων επένδυσης και στη διαχείριση χαρτοφυλακίων είναι το μοντέλο Capital Asset Pricing Model, βλ. Ζοπουνίδης, Βασικές Αρχές Χρηματοοικονομικού Μάνατζμεντ, Κλειδάριθμος, 2013). Θέτουν επίσης απλές αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών ώστε να είναι πειστικές. Ένα άλλο μεθοδολογικό πρόβλημα που τίθεται είναι η ταξινόμηση διαφορετικών επεξηγήσεων χάρη στις εμπειρικές επαληθεύσεις. Πράγμα χρήσιμο αλλά ανεπαρκές. Η οικονομική πραγματικότητα εξαρτάται κατά πολύ από το πλαίσιο μέσα στο οποίο εφαρμόζεται ώστε κανένα ακριβές αποτέλεσμα δεν μπορεί να γενικευθεί (στη χρηματοοικονομική, παράδειγμα αποτελούν τα μοντέλα εκτίμησης του κινδύνου πτώχευσης τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται σε διαφορετικό πλαίσιο από αυτό μέσα στο οποίο κατασκευάστηκαν, βλ. Ζοπουνίδης, Evaluation du risque de defaillance de l’enteprise, Economica, 1995). Ακόμη περισσότερο επειδή η ποιότητα των εν λόγω δοκιμών (τεστ) απέχει πολύ από το να είναι εξασφαλισμένη.

Σε επίπεδο περιοδικών του χώρου των οικονομικών, διαπιστώνεται μια άλλη δυσλειτουργία. Ο κάτοχος νόμπελ James H. Heckman μελέτησε πέντε περιοδικά από τα καλύτερα του χώρου, το αποτέλεσμα ήταν ότι η επιλογή των άρθρων που επιλέχθηκαν από την εκδοτική ομάδα, προωθούσε την αναπαραγωγή ιδεών που έχουν ήδη δημοσιευθεί. Πραγματικά καινοτόμα άρθρα δεν επιβιώνουν από τις διαδικασίες ελέγχου των συντακτικών επιτροπών οι οποίες προτιμούν την «κανονική επιστήμη» από την «καινοτόμα επιστήμη». Ακόμη χειρότερα, καλύτερα αξίζει να έχεις καλές σχέσεις με τους αρχισυντάκτες των περιοδικών (πελατειακή σχέση) όσο αφορά τη δημοσίευση άρθρων, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους, αναφέρει ο J. Heckman.

Τέλος, όπως αναφέρει και ο νομπελίστας Paul Krugman, μερικοί οικονομολόγοι, στους οποίους ανήκει και αυτός, εμπλέκονται σε συλλογισμούς που υπαγορεύονται από τα συμπεράσματα που θέλουν να καταλήξουν με βάση τις πολιτικές τους επιλογές.

Συμπερασματικά, το 2009 ιδρύθηκε στη Γαλλία η Γαλλική Ένωση Πολιτικής Οικονομίας για να προωθήσει ένα άλλο τρόπο να «γίνεται η οικονομία». Ονομάζονται «ετερόδοξοι» οι οποίοι προσπαθούν πολλές φορές μάταια να προωθήσουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην οικονομία και την ποιότητα του δημοκρατικού διαλόγου. Η πρόεδρος της Γαλλικής Ένωσης (AFEP) Florence Jany -Catrice αναφέρει ότι η Ένωση απαρτίζεται σήμερα από 850 μέλη. Η ετερόδοξη προσέγγιση έχει μεγάλη απήχηση και στους νέους οικονομικούς επιστήμονες. Γενικά, οι ετερόδοξες ιδέες εμπνέουν με άτυπο τρόπο. Μετά τις κρίσεις της χρηματοοικονομικής (2008) και της πανδημίας (2020), γίνεται κατανοητό ότι ο καπιταλισμός είναι εγγενώς ασταθής, η χρηματοοικονομική πρέπει να ρυθμιστεί και οι περιβαλλοντικές ερωτήσεις ή οι ανισότητες πρέπει να ληφθούν υπόψη στις νέες οικονομικές σκέψεις. Όλα αυτά ήταν ανέφικτα πριν λίγα μόλις χρόνια.

Ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι Ακαδημαϊκός (Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France).