Για να μπορέσει να διατηρηθεί μια στρατιωτική δικτατορία, δεν χρειάζεται να ελέγχει μόνο τον Στρατό, την Αστυνομία, τις επικοινωνίες, τα μεγάλα αστικά κέντρα, τον Τύπο. Χρειάζεται να ελέγχει και τον άνθρωπο, τον πολίτη. Και αυτό το επιτυγχάνει τόσο μέσω της απειλής, του φόβου, των εξοριών, των συλλήψεων, των βασανιστηρίων, των δολοφονιών, όσο και της πλύσης εγκεφάλου. Απαγορεύουμε, αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Ενα τρίπτυχο που δεν αφορά μόνο την πολιτική σκέψη και δράση, αλλά και τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Κυριότερη από αυτές ο πολιτισμός. Θεάτρο, κινηματογράφος, μουσική λογοκρίνονται, κατακρεουργούνται, απαγορεύονται. Καθετί που μπορεί να σημαίνει ανάταση – ανάσταση στέλνεται στο πυρ το εξώτερον.

Βαφτίζεται κομμουνιστικό, αναρχικό, αντικοινωνικό και εξολοθρεύεται. Οπως ακριβώς έπραξε και η «δική μας» χούντα από τον Απρίλιο του 1967 έως το καλοκαίρι του 1974, με σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Επί 7 χρόνια επέβαλε πλήρη σκοταδισμό στον πολιτισμό μέσω της λογοκρισίας. Και ιδιαιτέρως στο τραγούδι, στη μουσική. Φυσικά δεν τα κατάφερε όπως και όσο ήθελε. Είτε γιατί οι λογοκριτές της δεν διέθεταν το ανάλογο πνεύμα για να αντιληφθούν – κάποιες φορές – τα κρυμμένα μηνύματα στους στίχους των τραγουδιών, είτε γιατί οι δημιουργοί τους, σαφώς πιο έξυπνοι από τους γαλονάδες, έβρισκαν τρόπους να ξεπερνούν τη λογοκρισία.

Το ειδικό διάταγμα

Σε λιγότερο από έναν μήνα, η χούντα χτύπησε με το υπ. αριθμ. 13/1-6-1967 ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου του Στρατού Οδυσσέα Αγγελή, το οποίο έχει ως εξής: «1) Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα διά ολόκληρον την επικράτειαν: Απαγορεύεται:

α) Η ανατύπωσις ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως “Νεολαία Λαμπράκη”, δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν».

Και από εκεί – με πρώτο στόχο τον Μίκη Θεοδωράκη – άρχισαν τα όργανα όσον αφορά την ελληνική μουσική και το ελληνικό τραγούδι στην περίοδο της επταετίας. Τραγούδια απαγορεύτηκαν, τραγούδια λογοκρίθηκαν, όλοι και όλα έπρεπε να περνούν από επιτροπές λογοκρισίας, όπου ο κάθε «γαλονάς» απαγόρευε ή κατέστρεφε ακόμη και δίσκους βινυλίου.

Οι μαύρες λίστες

Πέρα από τους Μίκη Θεοδωράκη (ο οποίος αρχικώς εξορίστηκε στη Ζάτουνα και στη συνέχεια «φιλοξενήθηκε» στις φυλακές του Ωρωπού) Γιάννη Μαρκόπουλο, Διονύση Σαββόπουλο, Μάνο Χατζιδάκι στις μαύρες λίστες της επιτροπής λογοκρισίας μπήκαν και τραγούδια των Μπαγιαντέρα, Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη. Φυσικά απαγορεύτηκαν και οι αντίστοιχοι στιχουργοί, από τον Κώστα Βίρβο και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ως τους Νίκο Γκάτσο, Γιάννη Ρίτσο, Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο εξώφυλλο του δίσκου «Βρώμικο ψωμί» που κυκλοφόρησε το 1972

Ανάμεσα στα τραγούδια, για παράδειγμα, που λογοκρίθηκαν ήταν τα «Πάει ο καιρός» (Μάνος Χατζιδάκις – Νίκος Γκάτσος), «Ο μπαρμπα-Θάνος» (Σταύρος Κουγιουμτζής – Κώστας Βάρναλης), «Χαράματα» (Γιάννης Μαρκόπουλος – Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ), «Προσμονή» (Βασίλης Αρχιτεκτονίδης – Παναγιώτης Καλαποθαράκος), «Χαμένη Πασχαλιά» (Βασίλης Κουμπής – Δημήτρης Ιατρόπουλος), «Θα κλείσω τα μάτια» (Ακης Πάνου), «Ξεγυμνώστε τα σπαθιά» (Γιάννης Μαρκόπουλος – Λευτέρης Παπαδόπουλος), «Μια νύχτα στα Μεσόγεια» (Γιάννης Μαρκόπουλος – Κ.Χ. Μύρης), «Ο μπαρμπα-Γιώργος» (Μίμης Πλέσσας – Κώστας Βίρβος), «Ο δραγουμάνος του βεζίρη» (Λουκιανός Κηλαηδόνης – Λευτέρης Παπαδόπουλος), «Γιορτή ζεϊμπέκηδων» (Απόστολος Καλδάρας – Πυθαγόρας).

Το καθένα φυσικά για τους δικούς του λόγους, αλλά το κεντρικό μήνυμα ήταν ένα: δεν ήταν αρεστά. Τα περισσότερα από αυτά είτε επανακυκλοφόρησαν με αλλαγμένους τους στίχους, είτε συμπεριλήφθηκαν σε δίσκους μετά το τέλος της δικτατορίας.

Αυτά που εγκρίθηκαν

Από την άλλη, τα σαΐνια της λογοκρισίας άφησαν να περάσουν τραγούδια με σαφή πολιτικά μηνύματα. Οπως ήταν «Ο Κουταλιανός» (Μ. Λοΐζος, Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Καλατζής, 1972). Αν και ο Παναγής Κουταλιανός ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μασίστας που έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα, το τραγούδι παρομοίωνε ως «Κουταλιανό» τον ψευδεπίγραφο πρωθυπουργό, Πρόεδρο Δημοκρατίας και αντιβασιλέα Γεώργιο Παπαδόπουλο. «Κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι {…} τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος / αχ πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός» έγραψε ο ποιητής αναφερόμενος στη σχέση του δικτάτορα με τη σύζυγό του.

Κατά περίεργο τρόπο, δεν λογοκρίθηκε το «Αχ χελιδόνι μου» (Μ. Λοΐζος, Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Νταλάρας, 1971). Τι πιο σαφές από τους στίχους «Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις / σ’ αυτόν το μαύρο τον ουρανό / αίμα σταλάζει το δειλινό / και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις / αχ χελιδόνι μου» για το μήνυμα και τον συμβολισμό του τραγουδιού. Την «τιμητική» τους είχαν και οι Μίμης Πλέσσας – Λευτέρης Παπαδόπουλος με τον «Δρόμο». Απαγορεύτηκε όλος ο δίσκος και τα δώδεκα τραγούδια του.

Ροκ και… γιεγέδες

Σε μια περίοδο που είτε ο αστικός μύθος είτε η ιστορική αλήθεια ήθελαν να απαγορεύεται ακόμη και η αναγγελία της πρόγνωσης του καιρού ανήμερα της 21ης Απριλίου όταν δεν ήταν καλή ή οτιδήποτε έχει κατάληξη σε «-οφ» (καθότι ρωσικό), το αλαλούμ που επικρατούσε στον χώρο της ροκ μουσικής ήταν μοναδικό.

Από τη μια οι στρατιωτικοί καυτηρίαζαν τους γιεγιέδες, τα μακριά μαλλιά, τις μίνι φούστες κ.ο.κ., από την άλλη τα γκρουπ της εποχής έπαιζαν ακόμη και σε χορούς σε λέσχες αξιωματικών, έδιναν συναυλίες με λιγότερα ή περισσότερα προβλήματα, όμως το στρατιωτικό καθεστώς δεν είπε «όχι» στην προβολή της ταινίας «Woodstock».

Με την απαραίτητη λογοκρισία βεβαίως. Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1970 στον κινηματογράφο «Παλλάς». Το καθεστώς αλλιώς τα υπολόγιζε, αλλιώς του βγήκαν. Στην πρώτη προβολή οι θεατές ήταν όρθιοι στα καθίσματά τους, χόρευαν και χειροκροτούσαν με την αίθουσα γεμάτη ασφαλίτες και αστυνομικούς. Επεσε σήμα, απαγορεύτηκε η δεύτερη προβολή, ξέσπασαν επεισόδια, έγιναν συλλήψεις και η ταινία απαγορεύτηκε άπαξ διά παντός.

Η επταετία είχε μια τεράστια παραδοξότητα όσον αφορά στη μουσική. Ενώ η Παραλιακή συνεχίζει να γράφει επικές στιγμές με τις εμφανίσεις των Ζαμπέτα, Μοσχολιού, Χιώτη, Μαίρης Λίντα, Γιώτας Λύδια, Μπιθικώτση, Πόλυς Πάνου, Γαβαλά, Διονυσίου, Βοσκόπουλου – Μαρινέλλας και πολλών ακόμα, την ίδια στιγμή και εποχή έντονης λογοκρισίας μια άλλη γενιά με Σαββόπουλο, Μαρκόπουλο, Κουγιουμτζή, Μούτση, Κηλαηδόνη, Λοΐζο, Λεοντή κ.ά. γράφει αριστουργηματικά τραγούδια. Οπως φυσικά κάνουν και οι καταξιωμένοι συνθέτες, όπως οι Χατζιδάκις, Πλέσσας, Σπανός, Ξαρχάκος…