Με ρώτησαν σε μια πρόσφατη συνέντευξη τι είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο.
Αυθόρμητα απάντησα: το ταξίδι.
Και ποιο ταξίδι; Οχι το οργανωμένο, προγραμματισμένο, με κλεισμένα ξενοδοχεία, εισιτήρια και ημερομηνίες.
Αλλά το αλήτικο, ελεύθερο, που για αλλού ξεκινούσες κι αλλού κατέληγες.
Το ταξίδι με αυτοκίνητο. Είτε το δικό μου, με τον κλασικό τρόπο: Πάτρα – Ανκόνα και μετά για έναν μήνα απρογραμμάτιστη περιήγηση στην Ευρώπη. Μέχρι Λονδίνο και μέχρι Οσλο έφτανα.
Είτε με δανεικό, σαν δοκιμαστής αυτοκινήτων (έκανα κάποτε κι αυτή τη δουλειά). Πετούσα μέχρι το εργοστάσιο, έπαιρνα το όχημα (συνήθως καινούργιο μοντέλο) και το επέστρεφα μετά από δύο ή τρεις εβδομάδες.
Κατεύθυνση; Τελείως τυχαία. Φτάναμε σε σταυροδρόμι και ρίχναμε κορόνα-γράμματα. Οπου συναντούσαμε μαζί φαγητό και πείνα, τρώγαμε. Οπου ανακαλύπταμε συμπαθητικό πανδοχείο, κοιμόμασταν. Μπαίναμε σε πόλη, βλέπαμε τις αφίσες και πηγαίναμε θέατρο, μπαλέτο, συναυλία.
Εναν μήνα έκλεινε η εταιρεία για διακοπές – έναν μήνα αλητεύαμε.
Μέχρι που ήρθε ο κορωνοϊός και, σε συνδυασμό με την ηλικία, μου στέρησαν τα ταξίδια.
Τώρα βλέπω… ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ (ευτυχώς υπάρχουν η ΕT2, η Βουλή και τα ξένα κανάλια) και καθηλώνομαι στην οθόνη.
Τα χωρίζω σε δύο κατηγορίες: αυτά που αφορούν τόπους που έχω επισκεφθεί και τα άλλα που δείχνουν μέρη στα οποία δεν θα περπατήσω ποτέ μου.
Με τα πρώτα συγκινούμαι – με τα δεύτερα αγανακτώ.
Πού θα ξαναπήγαινα;
Πρώτη σε ομορφιά και γοητεία η Κωνσταντινούπολη. Φυσικά η παλιά πόλη: Το Σουλεϊμανιέ Τζαμί (η ανάλαφρη απάντηση του μεγάλου Σινάν στην Αγία Σοφία), η σκεπαστή αγορά (Καπαλί Τσαρσί), το παζάρι των μπαχαρικών (Μισρ Τσαρσί), η θέα από το Καφέ Λοτί (ψηλά στον μυχό του Κεράτιου), η Μονή της Χώρας (Καχριέ Τζαμί – αν προλάβετε τα ψηφιδωτά), η Γέφυρα του Γαλατά (και η ωραία θέα της Αγίας Σοφίας), η πλατεία αποβάθρα του Εμινονού και το Γενί Τζαμί, το Τοπ Καπί… Οι άλλες ομορφιές της είναι γαστρονομικές – η καλύτερη κουζίνα που έχω απολαύσει (μέχρι και οι Γάλλοι τη δέχονται ως παγκοσμίως πρώτη – μαζί βέβαια με τη δική τους…).
Δεύτερη: Η Γρανάδα στην Ανδαλουσία. Η πρωτεύουσα της αραβικής Ισπανίας, κορύφωση ενός πολιτισμού που κράτησε σχεδόν οκτακόσια χρόνια και για το τέλος του οποίου (με την «Ανακατάληψη» από τους χριστιανούς το 1492) ο Λόρκα έγραψε πως ήταν «η μεγαλύτερη πολιτιστική απώλεια στην Ιστορία». Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ομορφιά των παλατιών, των εσωτερικών κήπων, τις κρήνες, την ποίηση των ajulehos (πλακάκια). Το περπάτημα στους κήπους που ενώνουν το παλάτι με το θερινό ενδιαίτημα των Ηγεμόνων, το Generalife με τις αυλές, τα ποταμάκια, τους καταρράκτες και τα σιντριβάνια, είναι ο πιο παραδείσιος περίπατος που μπορεί να κάνει κανείς σε αυτή τη γη. Κατεβαίνοντας στην πόλη, το Albaicin, η παλιά αραβική συνοικία, σε βοηθάει να καταλάβεις τις σκάλες και τις συγχορδίες του φλαμένκο.
Τρίτη: Η Γαλλική Βρετάνη το φθινόπωρο. Η περιοχή που ελέγχεται συνεχώς από το φεγγάρι, έχοντας τις μεγαλύτερες παλίρροιες στη γη. Η σκοτεινή, μελαγχολική Βρετάνη με τα μυστηριώδη μεγαλιθικά της μνημεία, τον σκούρο ωκεανό και τους τεράστιους φάρους.
Το θέαμα, όταν στην άμπωτη αποσύρεται η θάλασσα, αφήνοντας βάρκες, καΐκια κι ολόκληρα ατμόπλοια ξαπλωμένα στην άμμο του βυθού – κι όταν με βροντερή δύναμη έρχεται η πλημμυρίδα και τα ανασηκώνει, είναι μαγικό. Η παλίρροια εμφανίζει και εξαφανίζει μικρά νησιά που μπορείς να τα φτάσεις περπατώντας – αλίμονο μόνο αν δεν τα εγκαταλείψεις γρήγορα.
Οποτε τα ονειρεύομαι όλα αυτά, ξυπνάω με οξεία νοσταλγία.