Απομένουν λιγότεροι από δύο μήνες για μία από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις στη σύγχρονη ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αναμέτρηση της Τρίτης 3 Νοεμβρίου μεταξύ του σημερινού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του υποψηφίου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν αναμένεται με τεράστιο ενδιαφέρον από όλον τον κόσμο, καθώς χαρακτηρίζεται ήδη από βαθιά πόλωση. Παράλληλα, έχει μετατραπεί σε μία σύγκρουση μεταξύ ενός ανθρώπου που έχει αμφισβητήσει στον πυρήνα τους τα «ιερά και τα όσια» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή διαμορφώθηκε από το 1945 και μετά και ενός καθαρού εκφραστή της παραδοσιακής, φιλελεύθερης Αμερικής που διεκδικεί ηγετικό ρόλο στον κόσμο.

Αυτό είναι το περίγραμμα της αναμέτρησης. Για την Ελλάδα όμως, παραδοσιακή σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, το αποτέλεσμα των εκλογών μπορεί να αποδειχθεί κομβικό αναφορικά με την επιρροή που ο επόμενος πρόεδρος και το επιτελείο του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφαλείας θα έχει για μία σειρά ελληνικών συμφερόντων – με κορυφαίο, όπως είναι σαφές, αυτό των ελληνοτουρκικών σχέσεων που διέρχονται το τελευταίο διάστημα μείζονα κρίση. Ο ρόλος της Ουάσιγκτον υπήρξε πάντα σημαντικός για τις σχέσεις Αθήνας και Αγκυρας, αν και ορισμένες φορές όχι και τόσο θετικός για τις ελληνικές θέσεις. Δεδομένης δε της αμφίθυμης στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην τρέχουσα συγκυρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων – λόγω και της ιδιάζουσας προσωπικής σχέσης του Ντόναλντ Τραμπ με τον τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – μία πιθανή νίκη του Τζο Μπάιντεν θεωρείται ότι θα μπορούσε να επαναφέρει μία κανονικότητα που έχει χαθεί σε σχέση με τη στάση και τον διεθνή ρόλο της Ουάσιγκτον.

Δίκτυο στελεχών

Αναμφίβολα, τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν μία κυβέρνηση Μπάιντεν σε περίπτωση που ο πρώην αντιπρόεδρος επικρατήσει, κάτι όχι βέβαιο ακόμη, συνιστούν μία κρίσιμη μάζα που η Αθήνα θα πρέπει να λάβει υπόψη της στη διαμόρφωση της πολιτικής της. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», ο κ. Μπάιντεν έχει διαμορφώσει γύρω του ένα τεράστιο δίκτυο στελεχών που σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του περιοδικού «Foreign Policy» ανέρχεται σε περίπου 2.000 άτομα. Είναι προφανές ότι ανάμεσα σε αυτά υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από το ευρύτερο περιβάλλον της οικογένειας Κλίντον και είχαν αξιοποιηθεί και επί προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα. Υπάρχει επίσης άλλη μία ομάδα στελεχών που έχουν ανδρωθεί στο πλευρό του Τζο Μπάιντεν και στη μακρά πολιτική του πορεία στη Γερουσία. Ορισμένοι από αυτούς είναι στελέχη του Penn Biden Center for Diplomacy and Global Engagement, ενός think tank που συνδέεται με το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και ασκεί επιρροή στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής του Δημοκρατικού Κόμματος.

Κομβικά πρόσωπα

Αν κάποιος ήθελε να εντοπίσει τέσσερα κομβικά πρόσωπα που πιθανότατα θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στο σύστημα εξωτερικής πολιτικής του Τζο Μπάιντεν εφόσον ο τελευταίος καταφέρει να επικρατήσει του Ντόναλντ Τραμπ θα κατέληγε στα εξής: Αντονι Μπλίνκεν, Νίκολας Μπερνς, Τζέικ Σάλιβαν και Μάικλ Κάρπεντερ. Ολοι τους πληρούν τα χαρακτηριστικά αυτού που το αμερικανικό κατεστημένο ονομάζει «The Blob», δηλαδή αυτή τη μάζα στελεχών που έχουν ανδρωθεί και γαλουχηθεί με ένα συγκεκριμένο μοντέλο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής και θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη του κόσμου.

Αντονι Μπλίκεν

Ο κ. Μπλίνκεν προβάλλει αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ως ο επικρατέστερος για να αναλάβει τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας εφόσον κερδίσει ο κ. Μπάιντεν. Κατείχε τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του τότε αντιπροέδρου Μπάιντεν την περίοδο 2009-2013 πριν αναβαθμιστεί (2013-2015) σε αναπληρωτή σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Μπαράκ Ομπάμα και στη συνέχεια σε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών (2015-2017). Πρόκειται για έναν από τους στενότερους και μακροβιότερους συνεργάτες του υποψηφίου των Δημοκρατικών. Την ίδια στιγμή, ο πολύ γνωστός στην Ελλάδα Νίκολας Μπερνς (πρώην πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα την περίοδο 1997-2001, αμέσως μετά την κρίση των Ιμίων) θεωρείται το φαβορί για να αναλάβει την ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο κ. Μπερνς, που σήμερα διδάσκει στη Σχολή Κένεντι για τη Διακυβέρνηση (Kennedy School of Government) του Πανεπιστημίου Harvard, αποτελεί διπλωμάτη καριέρας που έχει υπηρετήσει σε υψηλές θέσεις (π.χ. ως υφυπουργός για Πολιτικές Υποθέσεις). Ακριβώς αυτό το στοιχείο θεωρείται σημαντικό στην προσπάθεια ανάταξης του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς η απέχθεια του κ. Τραμπ και η αδυναμία τόσο του Μάικ Πομπέο όσο και του προκατόχου του Ρεξ Τίλερσον να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν το διπλωματικό προσωπικό, έχουν οδηγήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε έλλειψη κατεύθυνσης. Η Αθήνα έχει επιδιώξει την καλλιέργεια στενής επαφής με τον κ. Μπερνς εν όψει της πιθανής υπουργοποίησής του.

Νίκολας Μπερνς

Οι κ.κ. Σάλιβαν και Κάρπεντερ συμπληρώνουν αυτό το ιδιότυπο κουαρτέτο. Ο πρώτος συνδέεται στενά με την πρώην υπουργό Εξωτερικών και υποψήφια πρόεδρο Χίλαρι Κλίντον. Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι αν η κυρία Κλίντον είχε μπορέσει να εισέλθει ξανά στον Λευκό Οίκο – αυτή τη φορά ως πρόεδρος και όχι ως «πρώτη κυρία» στο πλευρό του Μπιλ Κλίντον – τότε ο κ. Σάλιβαν θα ήταν ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας. Αυτό το σενάριο δεν ευδοκίμησε. Η κυρία Κλίντον τον πήρε μαζί της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ενώ εργάστηκε στη συνέχεια και στο πλευρό του προέδρου Ομπάμα και του αντιπροέδρου Μπάιντεν. Το «μελανό σημείο» του είναι η εμπλοκή του στην υπόθεση της αποστολής απορρήτων πληροφοριών από το ιδιωτικό e-mail της Χίλαρι Κλίντον.

Τζέικ Σάλιβαν

Η περίπτωση Κάρπεντερ

Ενδιαφέρουσα για την Ελλάδα αποτελεί η περίπτωση του Μάικλ Κάρπεντερ.  Ο διευθύνων σύμβουλος του Penn Biden Center for Diplomacy and Global Engagement είναι διπλωμάτης καριέρας με σημαντική εμπειρία σε θέματα Ρωσίας και Βαλκανίων. Ιδιαίτερα σε θέματα Βαλκανίων, ο κ. Κάρπεντερ πιστεύει ότι όλη η περιοχή πρέπει να προχωρήσει στον ευρωατλαντικό δρόμο ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και στο ΝΑΤΟ, ενώ αναφορικά με τη Ρωσία οι θέσεις του για τη σημερινή ηγεσία του Κρεμλίνου είναι αρκετά σκληρές. Ο κ. Κάρπεντερ θα μπορούσε να είναι ένας ισχυρός υποψήφιος ακόμη και για τη θέση του βοηθού υπουργού Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας, στο χαρτοφυλάκιο του οποίου ανήκει και η Ελλάδα.

Μάικλ Κάρπεντερ

Οι σύμβουλοι

Οπως έγραψε πρόσφατα το περιοδικό «Foreign Policy», σε εκτενές δημοσίευμά του για τον κύκλο των ανθρώπων που συμβουλεύουν προεκλογικά τον Τζο Μπάιντεν, η ομάδα των στελεχών που ασχολείται με τα θέματα Ευρώπης προσεγγίζει τα 100! Επικεφαλής της είναι τρία άτομα. Ο ένας είναι ο Μάικλ Κάρπεντερ. Οι άλλοι δύο είναι η Τζούλιαν Σμιθ και ο Σπένσερ Μπόιερ. Η πορεία της κυρίας Σμιθ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η ανάληψη εκ μέρους της κάποιας υψηλής θέσης. Η κυρία Σμιθ υπήρξε επί μία διετία (2012-2013) αναπληρώτρια σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του τότε αντιπροέδρου Μπάιντεν, έχει υπηρετήσει στο Πεντάγωνο σε θέσεις που αφορούσαν την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, ενώ μέχρι πρόσφατα έγραφε τη στήλη Shadow Government στο «Foreign Policy».

Πρόσωπα και θέσεις

H λίστα των προσώπων που θα μπορούσαν να αναλάβουν επιτελικές θέσεις είναι φυσικά ανεξάντλητη. Ουδείς μπορεί π.χ. να αποκλείσει το ενδεχόμενο της αξιοποίησης του Γουίλιαμ Μπερνς. Διπλωμάτης καριέρας με αξιοθαύμαστες περγαμηνές, ο Μπερνς (δεν έχει σχέση με τον προαναφερθέντα Νίκολας Μπερνς) διαδραμάτισε κρίσιμο και ουσιαστικό ρόλο στη διάρκεια των μυστικών διαπραγματεύσεων με το Ιράν με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Τότε κατείχε, επί κυβερνήσεως Ομπάμα, την τρίτη θέση στην ιεραρχία του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς ήταν ο υφυπουργός Πολιτικών Υποθέσεων. Το βιβλίο του με τίτλο «The Back Channel» συνιστά τα διπλωματικά του απομνημονεύματα αλλά και μία πολύ ενδιαφέρουσα εξιστόρηση των συνομιλιών Ουάσιγκτον – Τεχεράνης, ενώ δεν λείπουν όσοι θεωρούν ότι ίσως να προαλείφεται για υψηλότατη θέση. Σήμερα είναι πρόεδρος της διάσημης δεξαμενής σκέψης Carnegie Endowment for International Peace.

Στελέχη της περιόδου Ομπάμα

Υπάρχουν και άλλα στελέχη της περιόδου Ομπάμα με βλέψεις συμμετοχής σε μία κυβέρνηση Μπάιντεν. Η πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Ομπάμα Σούζαν Ράις (το όνομά της «έπαιξε» έντονα ως υποψηφίας αντιπροέδρου πριν από την επιλογή της Κάμαλα Χάρις) είναι ένα από αυτά. Ενα άλλο είναι αυτό του Κόλιν Καλ, πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Τζο Μπάιντεν όταν αυτός ήταν αντιπρόεδρος και καλού γνώστη της Μέσης Ανατολής. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Georgetown. Αλλα – και αρκετά γνωστά και στην Ελλάδα – πρόσωπα που βρίσκονται στην ίδια δεξαμενή επιλογών είναι οι Φίλιπ Γκόρντον, Αμος Χοκστάιν (άριστος γνώστης των ενεργειακών θεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου), Μπεν Ρόουντς (πρώην αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, στενότατος συνεργάτης του Μπαράκ Ομπάμα και αρμόδιος για θέματα επικοινωνίας, καθώς και συγγραφέας του βιβλίου «The World As It Is», στο οποίο περιγράφει αναλυτικά κρίσιμες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής του πρώην προέδρου), Τομ Ντονίλον (επίσης στενός συνεργάτης του Ομπάμα και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας την περίοδο 2010-2013) κ.ά.

«Αλλο η προεκλογική εκστρατεία, άλλο η προεδρία»

Οι προσεχείς προεδρικές εκλογές μπορεί να αλλάξουν τον ένοικο του Λευκού Οίκου, αλλά η αμερικανική εξωτερική πολιτική αποτελεί ένα ευρύτερο σύστημα που δεν περιορίζεται στην προεδρία. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνει υπόψη της η Αθήνα, εκτιμά στη συζήτηση που είχε με «Το Βήμα» ο Νικ Λαρυγγάκης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Αμερικανοελληνικού Ινστιτούτου (American Hellenic Institute – AHI).

«O τρόπος με τον οποίο δρα ένας πρόεδρος πρέπει να ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ. Και παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος ασκεί την καθημερινή διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής, υπάρχουν και άλλες αρχές που έχουν σημασία σε αυτή τη διαδικασία. Ο ρόλος του Κογκρέσου είναι εδώ πολύ σημαντικός» παρατηρεί ο κ. Λαρυγγάκης. Προσθέτει δε ότι «δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες για όσα είναι διατεθειμένος να κάνει ο πρόεδρος για τις ελληνοαμερικανικές ή τις ελληνοκυπριακές σχέσεις. Αυτά τα ζητήματα δεν είναι πρώτης γραμμής για έναν πρόεδρο, ίσως να είναι δευτερεύοντα ή τριτεύοντα».

Ο ίδιος εκτιμά ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ και της κυβέρνησής του και ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν ενισχυθεί. Αυτό είναι κάτι που είχε ξεκινήσει επί προεδρίας Ομπάμα. Βέβαια, «ο πρόεδρος Τραμπ έχει κάνει ορισμένες δηλώσεις υπέρ του Ερντογάν και του επισημάναμε ότι αυτό δεν βοηθάει, ιδιαίτερα όταν τον αποκάλεσε πρόσφατα σκακιστή παγκόσμιας κλάσης». Οπως μας λέει, επικοινώνησαν αρκετοί μαζί του από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυβερνήσεις «επειδή ξέρουν ότι διατηρώ επαφή με τον πρόεδρο Τραμπ. Του μετέφερε το μήνυμα ότι αυτές οι δηλώσεις ενισχύουν τον Ερντογάν και τον οδηγούν να συνεχίζει αυτά που κάνει. Είπα επίσης πως εφόσον πιστεύει ότι ο Ερντογάν τον ακούει, τότε θα μπορούσε να του πει να σταματήσει τις παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο». Αρα δεν υπάρχει μία απλή απάντηση.

Επομένως, στο ερώτημα τι θα συμβεί αν χάσει ο Ντόναλντ Τραμπ και κερδίσει ο Τζο Μπάιντεν – πράγμα που ακόμη είναι υποθετικό –, «η ραχοκοκαλιά της αμερικανικής πολιτικής δεν θα μεταβληθεί. Φυσικά, ο Μπάιντεν θα φέρει κάποιες ποιοτικές διαφορές. Ηταν το ΑΗΙ που τον εισήγαγε στο θέμα του Κυπριακού το 1974, ήταν επί πολλά χρόνια επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας και οκτώ χρόνια αντιπρόεδρος, πάντα έλεγε τα σωστά πράγματα και υποστήριζε τη σωστή νομοθεσία. Ωστόσο, άλλο η προεκλογική εκστρατεία και άλλο η προεδρία» εξηγεί ο κ. Λαρυγγάκης. Οπως προσθέτει, αυτή τη στιγμή το όνομα του Νίκολας Μπερνς ακούγεται πολύ για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών εφόσον εκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν.

«Ανεξαρτήτως ονομάτων όμως, πρέπει να εργαστείς με όποιον κατέχει τις θέσεις που μας ενδιαφέρουν, όπως συνέβη με τον Ματ Πάλμερ ή τον Φίλιπ Ρίκερ. Δεν με ενδιαφέρει ποιος είναι ο υπουργός Εξωτερικών, ακόμη και αν είναι ο αδελφός μου εκεί, μάλλον δεν θα μπορέσω να τον συναντήσω. Κι εγώ έστειλα επιστολή στον Μάικ Πομπέο και η απάντηση ήρθε από τον Φίλιπ Ρίκερ. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, δείτε τι συμβαίνει στη Σούδα, στο Στεφανοβίκειο, στην Αλεξανδρούπολη. Και αν οι αμερικανικές επιχειρήσεις κάνουν επενδύσεις εδώ, τότε οι ΗΠΑ θα διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους» τονίζει.