Την τελευταία δεκαετία οι διαδοχικές Ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να δικαιολογήσουν το μέγεθος του Ελληνικού δημόσιου χρέους και να διευθετήσουν την αποπληρωμή του, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν υπάρχει πλέον διεθνής και εγχώριος αναλυτής που να αμφισβητεί ότι η μακροχρόνια τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας επηρεάζει τα Ελληνικά δημόσια οικονομικά. Από το 1974 έως και σήμερα οι Ελληνικές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια σε μακροχρόνια προγράμματα αμυντικών εξοπλισμών που στόχο έχουν να σταματήσουν την τουρκική επιθετικότητα. Δυστυχώς, η εμπειρία των τελευταίων δέκα ετών, κρίνοντας από τα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελληνική οικονομία από την Τρόικα (ΔΝΤ,ΕΕ, ΕΚΤ), δείχνει ότι οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή ένωση δεν αποδέχονται ως επιχείρημα ότι η τουρκική επιθετικότητα και οι αμυντικές δαπάνες που οφείλει να καλύπτει κάθε έτος η Ελλάδα, είναι ένα από τα βασικά αίτια του μεγέθους του Ελληνικού δημόσιου χρέους. Ίσως, η ευθύνη να βαρύνει την Ελληνική πλευρά που δεν κατάφερε να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της και τους διεθνείς συνομιλητές της (διότι το σύνολο των εξοπλιστικών προγραμμάτων κατέληξαν να αποτελούν, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, αντικείμενα σκανδαλολογίας τα τελευταία δέκα χρόνια).

Από τη δεκαετία του 1970 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, με τις τουρκικές απειλές στο Αιγαίο το 1973, με τις «επιθετικές» διελεύσεις τουρκικών πλοίων το 1975, 1976 στο Αιγαίο και με την κορύφωση της Ελληνοτουρκικής κρίσης το 1995-1996 (Ίμια), η Ελλάδα ήταν και είναι υποχρεωμένη να δαπανά σημαντικά ποσά στην αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας.

Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών και οι επιθετικότητα των λόγων των Τούρκων πολιτικών και διοικητικών αξιωματούχων πείθουν τους πάντες πλέον ότι η τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας και κατ’ επέκταση της Ευρώπης διαμορφώνεται με μακροχρόνιες πολιτικές που στόχο έχουν την τουρκική ηγεμονία στο Αιγαίο (Ελλάδα) και στην Ανατολική Μεσόγειο (Λιβύη, Αίγυπτο, Συρία, Λίβανος, Κύπρος). Υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εξοπλίζεται συνεχώς με σύγχρονα οπλικά συστήματα.

Από το 1995 (κρίση Ιμίων) έως σήμερα (2020), η Ελλάδα δαπανά κατά μέσο όρο 5 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικούς εξοπλισμούς, αυτό σημαίνει ότι σε διάστημα 25αετίας, χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι, η Ελλάδα έχει δαπανήσει 125 δισεκατομμύρια Ευρώ, υπολογίζοντας τους τόκους δανείων για την κάλυψη των αμυντικών δαπανών, το συνολικό ποσό ξεπερνά τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ.

Στις 24 Σεπτεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεδριάσει για να συζητήσει μεταξύ και άλλων θεμάτων, την τουρκική συμπεριφορά στην Ανατολική Μεσόγειο και την πιθανή επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε το αποτέλεσμα της συνεδρίασης μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι κυρώσεις δεν θα μειώσουν την επιθετικότητα της Τουρκίας.

Για την ελληνική πλευρά η συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 24 Σεπτεμβρίου, είναι μια καλή ευκαιρία να ζητήσει να αναγνωριστεί επίσημα από τους εταίρους της ότι μεγάλο μέρος του Ελληνικού Δημόσιου χρέους της (50%), οφείλεται σε αμυντικές δαπάνες για την αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας. Έτσι, θα ήταν καλό να συμπεριληφθεί στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, η αναγνώριση αυτής της διάστασης του Ελληνικού δημόσιου χρέους. Επιπλέον, θα ήταν ευτύχημα αν η Ελληνική αντιπροσωπεία ζητούσε από τους Ευρωπαίους εταίρους της αυτά τα 150 δισεκατομμύρια Ευρώ, αμυντικές δαπάνες 25 ετών (μια πρώτη εκτίμηση), του Ελληνικού δημόσιου χρέους να αναγνωριστούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως Ευρωπαϊκό Δημόσιο χρέος και όχι Ελληνικό Δημόσιο χρέος, το οποίο θα βαρύνει αποκλειστικά τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για τα επόμενα χρόνια.

Όσον αφορά τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας, είναι βέβαιο ότι η Ελληνική πλευρά θα ζητήσει την αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή του συνόλου των Ευρωπαίων εταίρων της σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης κατά της Ελλάδας (αντίστοιχο με αυτό που επέτυχε με την αμυντική συμφωνία, σε διμερές επίπεδο, με τη Γαλλία). Όμως και σε αυτή την περίπτωση αυτή η προοπτική (της Ευρωπαϊκής αμυντικής συνδρομής) είναι σίγουρο ότι θα είναι περιορισμένη και απλή κενολογία. Θα είναι ρεαλιστικότερο αν η Ελληνική πλευρά επικεντρωθεί κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην επιδίωξη να αποδεχθεί η ΕΕ την κάλυψη των Ελληνικών ετήσιων αμυντικών δαπανών (ύψους 4 δισεκατομμυρίων Ευρώ το χρόνο) αποκλειστικά από τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, για την επόμενη δεκαετία.

Ο κ. Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι Οικονομολόγος – Διεθνολόγος, Ειδικός Επιστήμονας (ΕΕΠ) στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο είναι αποκλειστικά προσωπικές.