Το ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο το βλέπουμε καθημερινά, υπάρχουν όμως και κάποια παραδείγματα που βγάζουν μάτι. Ποιος θα περίμενε, ας πούμε, ότι παραμονές Χριστουγέννων του 1988 ένα από τα πιο δημοφιλή και κλασικά προϊόντα του 20ού αιώνα θα κινδύνευε να χαθεί στη λήθη; Κι όμως, παραλίγο να συμβεί. Στις 24 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς η επιχείρηση του Λουί Ρεάρ κήρυξε πτώχευση.

Ποιος ήταν ο Λουί Ρεάρ; Ηταν ο άνθρωπος που 42 ολόκληρα χρόνια πριν από την επ’ αόριστον αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησής του εμπνεύστηκε και κατασκεύασε το πρώτο original μαγιό μπικίνι. Mα, θα σκεφτείτε, πώς έγινε κάτι τέτοιο αφού το μπικίνι εξακολουθεί να υπάρχει; Δυστυχώς για εκείνον, ο εφευρέτης και κατασκευαστής του δεν αντιλήφθηκε τι θησαυρό είχε στα χέρια του, με αποτέλεσμα να διαπράξει ένα σφάλμα το οποίο πολλοί εφευρέτες όπως και καλλιτέχνες έχουν κάνει στο παρελθόν: δεν φρόντισε να κατοχυρώσει αμέσως την πατέντα του αυθεντικού προϊόντος – με άλλα λόγια δεν είχε τα δικαιώματα της ίδιας της ανακάλυψής του!

Η Ζωή Λάσκαρη ποζάρει φορώντας μπικίνι στη δεκαετία του 1960.

Οπότε, ο νοών νοείτω. Μέσα σε λίγα χρόνια από τη στιγμή που βγήκε στην αγορά το πιο θρυλικό, όπως έμελλε να μείνει στην Ιστορία, μαγιό του κόσμου, οι κολοσσοί του πρετ-α-πορτέ αντέγραψαν το σχέδιο του Ρεάρ και κέρδισαν εκατομμύρια από τις πωλήσεις αντιγράφων του πρωτότυπου μπικίνι. Και όλα αυτά ενώ ο Ρεάρ μαράζωνε μαζί με την επιχείρησή του καθώς στο παιχνίδι του ανταγωνισμού δεν ήταν ποτέ δεινός παίκτης. Τα δύο κομμάτια υφάσματος με την παγκόσμια αποδοχή εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε μια πισίνα. Ηταν 5 Ιουλίου του 1946 και η παρουσίαση του μπικίνι έγινε στην πισίνα Μολιτόρ των Παρισίων. Ο Λουί Ρεάρ, μηχανολόγος μηχανικός που διοικούσε ταυτόχρονα την επιχείρηση εσωρούχων της μητέρας του, το παρουσίασε στον Τύπο ως «το μικρότερο μαγιό του κόσμου», ένα ντε-πιες από εμπριμέ βαμβακερό πανί, φτιαγμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να κρύβει τα επίμαχα σημεία του γυναικείου σώματος. Οπως ήταν φυσικό, ο κόσμος αρχικά δεν υποδέχθηκε το μπικίνι με ανοιχτές αγκάλες. Για την ακρίβεια, οι συντηρητικοί (που τότε ήταν ασφαλώς πολλοί) το αποπήραν με κραυγαλέες αντιδράσεις οργής καταδικάζοντάς το ως άσεμνο και πρόστυχο.

Τι ειρωνεία, αλήθεια! Παρότι στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη οι γυναίκες φορούσαν παρόμοια αποκαλυπτικά ρούχα στα λουτρά, το μπικίνι αποτέλεσε σκάνδαλο όταν έκανε την εμφάνισή του στον 20ό αιώνα. Γιατί σκάνδαλο θεωρούνταν τότε η αποκάλυψη του αφαλού, ενός σημείου του γυναικείου σώματος απαγορευμένου, ακόμη και στις ταινίες του Χόλιγουντ που εκείνη την εποχή ταλαιπωρούνταν από τη λογοκρισία του Κώδικα Χέιζ. Αυτές οι αντιδράσεις δεν σημειώθηκαν μόνο στη Γαλλία. Υπήρξε μια εποχή, τότε στα χρόνια της δεκαετίας του ’50, που στην υπερσυντηρητική Ιταλία, καταϊδρωμένοι από τη ζέστη καραμπινιέροι, έπαιρναν σβάρνα τις παραλίες και μετρούσαν τις διαστάσεις των μαγιό! Και αν τύχαινε να εντοπίσουν γυναίκες που φορούσαν απαγορευμένου μεγέθους μπικίνι τούς έκοβαν πρόστιμο! Το Βατικανό θεώρησε το μπικίνι ανήθικο, οπότε σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία το συγκεκριμένο μαγιό απαγορεύτηκε.

Αυτός εξάλλου ήταν ο βασικότερος λόγος που το μπικίνι εμφανίστηκε στις παραλίες πολύ αργότερα αφού καθιερώθηκε χάρη στην εμφάνιση μεγάλων συμβόλων του σεξ που το φόρεσαν σε ταινίες αλλά και εκτός οθόνης. Ανάμεσά τους η Μέριλιν Μονρόε, η Τζέιν Μάνσφιλντ (που φωτογραφήθηκε με μπικίνι για το εξώφυλλο του «LIFE») και η Ρίτα Χέιγουορθ. Επίσης, το μπικίνι ήταν ένα μέσο ώστε πολλά pin-up κορίτσια να πατήσουν γκάζι για την καριέρα τους. Με αυτά και με εκείνα οι πωλήσεις του μαγιό άρχισαν σιγά-σιγά να αυξάνονται. Εκτοξεύθηκαν στον ουρανό όταν κάποια στιγμή φόρεσε το μπικίνι η Μπριζίτ Μπαρντό σφραγίζοντας έτσι για πάντα την επιτυχία του. Το ροζ – λευκό πτι καρό μπικίνι που φόρεσε στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» (1956) πέρασε ένα «μήνυμα θηλυκότητας» που βρήκε πολλές ακολούθους στις πλαζ της Γαλλικής και Ιταλικής Ριβιέρας.

Η πιο διάσημη σκηνή με μπικίνι στο σινεμά παραμένει αυτή στον «Δρα Νο», την πρώτη ταινία με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ, με την Ούρσουλα Αντρες και τον Σον Κόνερι.

Οπως ήταν φυσικό, η μόδα του μπικίνι άρχισε να αφήνει το αποτύπωμά της και στην Ελλάδα των sixties και πάλι μέσω, αρχικώς, του κινηματογράφου. Διάσημες σταρ του ελληνικού σινεμά συνέβαλαν στην εξάπλωση της νέας τάσης, ανάμεσά τους η Ζωή Λάσκαρη και η Ελενα Ναθαναήλ, ίσως τα δύο ωραιότερα bikiki bodies της εποχής. Η Λάσκαρη κυρίως, σταρ Ελλάς 1959, σε ταινίες όπως τα «Κορίτσια για φίλημα» (1965) και ο «Ατσίδας» (1962), πλησίαζε αρκετά το προφανές πρότυπό της, την Μπαρντό. Η ζουμερή Μάρθα Καραγιάννη και η λεπτεπίλεπτη Χλόη Λιάσκου είχαν επίσης τη δυναμική για να στηρίξουν τα μικροσκοπικά μαγιό στο σελιλόιντ.

Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, από τα γαλανά νερά της Τζαμάικας αναδύθηκε με το εκτυφλωτικό κατάλευκο μπικίνι της η Ούρσουλα Αντρες που ως Χάνεϊ Ράιντερ μαγνήτισε το βλέμμα του Σον Κόνερι. Ηταν η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της ελβετής ηθοποιού και το μπικίνι δεν έπαψε να την «καταδιώκει» σε όλη της την καριέρα. «Δεν ντρέπομαι τη γύμνια!» θα έλεγε η Αντρες αργότερα στις συνεντεύξεις της, χωρίς να απολογείται για την προκλητική της εμφάνιση στην ταινία «Δρ Νο». Μάλιστα, το 2001 η Αντρες πρόσφερε το μπικίνι της προς δημοπράτηση από τον Οίκο Christie’s αναγνωρίζοντας την τεράστια σημασία που είχε αυτό το απειροελάχιστο ύφασμα στην εξέλιξη της καριέρας της. Η τιμή του; Σαράντα χιλιάδες στερλίνες!

Αυτή η κινηματογραφική εισαγωγή ήταν τόσο έντονη, τόσο σέξι, τόσο αξέχαστη που εν τέλει, πολλά χρόνια αργότερα, σε μια άλλη ταινία Μποντ, με έναν άλλο Μποντ στη θέση του Σον Κόνερι, τον Πιρς Μπρόσναν, η ίδια σκηνή κοπιαρίστηκε τάλε κουάλε: στο «Πέθανε μια άλλη μέρα» (2002), η Χάλι Μπέρι στη θέση της Αντρες αναδύεται από τα νερά φορώντας και αυτή μπικίνι. Το μόνο που πλέον είχε αλλάξει ήταν το χρώμα. Αντί για άσπρο, η Μπέρι φορούσε πορτοκαλί. Σε κάποιες περιπτώσεις, το μπικίνι χρησιμοποιήθηκε με πολύ διαφορετικό τρόπο και με μια δόση σεξουαλικής διαστροφής στον κινηματογράφο. Παράδειγμα, ο ένας και μοναδικός Αλφρεντ Χίτσκοκ. Εχθρός της ευκολίας στο να δείχνει κανείς με χυδαιότητα τα απόκρυφα σημεία του γυναικείου σώματος, ο αξεπέραστος σκηνοθέτης χρησιμοποίησε το μπικίνι στην προτελευταία ταινία του, «Φρενίτις» (1972), με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ας τον αφήσουμε να τα πει ο ίδιος (σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1973 στο Λος Αντζελες με αφορμή την εν λόγω ταινία): «Στη «Φρενίτιδα» υπήρχαν όλα τα στοιχεία για το γυμνό, ιδιαίτερα στη σκηνή του φορτηγού με τις πατάτες (εκεί όπου ο ήρωάς του Μπάρι Φόστερ κρύβει το πτώμα της γυναίκας που έχει μόλις δολοφονήσει). Αλλά εγώ έδειξα μόνο χέρια και πόδια. Και για να αποφύγω τον κίνδυνο να γίνω κακόγουστος, έφτιαξα ένα μπικίνι από αληθινές πατάτες και το έδεσα στα απόκρυφα μέρη του κοριτσιού (που δολοφονείται και το οποίο υποδύεται η ηθοποιός Μπάρμπαρα Λι-Χαντ). Ο δολοφόνος ψάχνει σαν δαιμονισμένος αλλά εγώ ήθελα η σκηνή να είναι τυχαία, όχι προσχεδιασμένη».

Κάποτε η Χωροφυλακή στη Γαλλία έβαζε πρόστιμο σε όσες κοπέλες φορούσαν μπικίνι

Μια από τα πιο κεφάτες κινηματογραφικές μόδες που βγήκαν ποτέ από το Χόλιγουντ ήταν οι ταινίες «παραλίας» που γυρίστηκαν στις πλαζ της Καλιφόρνιας στη δεκαετία του 1960, κάνοντας μόδα τα beach parties (πάρτι στην παραλία). Η μόδα άρχισε το 1963 όταν η πρώτη εξ αυτών των ταινιών, το «Σκάνδαλα στο Παλμ Μπιτς» του Γουίλιαμ Ασερ – γνωστή κυρίως με τον πρωτότυπο τίτλο της «Beach Ρarty» – έκανε θραύση στα ταμεία. Φορώντας μονίμως το μπικίνι της, η Ανέτ Φουνιτσέλο έγινε «αυτοκόλλητη» με τον τραγουδιστή Φράνκι Αβαλον, συμπρωταγωνιστή της στις περισσότερες από αυτές τις ταινίες. Στην ίδια δεκαετία, τεράστια επιτυχία είχε κάνει και ένα τραγούδι με τη λέξη μπικίνι στον τίτλο.

Ηταν το «Ιtsy Bitsy Teenie Weenie Yellow Polka Dot Bikini» από τον Μπράιαν Χάιλαντ, το οποίο ακούστηκε και στην ταινία «Ενα, δύο, τρία» του Μπίλι Γουάιλντερ και αργότερα τραγουδήθηκε από καλλιτέχνες όπως ο Τζόνι Χάλιντεϊ και η Δαλιδά ή η Πωλίνα και ακόμη και σήμερα παραμένει γνωστό.

Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντα με κάτι που στην αρχή απαγορεύεται, στο πέρασμα του χρόνου το μπικίνι όχι μόνο έγινε καθεστώς, αλλά βρήκε και… σίκουελ. Το μονοκίνι, δηλαδή το μισό μπικίνι, ή καλύτερα το μπικίνι χωρίς το πάνω μέρος, άρχισε να γίνεται της μόδας τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Το μονοκίνι ήταν εφεύρεση του αμερικανού σχεδιαστή μόδας Ρούντι Γκερνράιχ. Ωστόσο, όταν ο Γκερνράιχ το πλάσαρε ως «τόπλες» το 1964, το πείραμα δεν είχε επιτυχία. Σαν μόδα άρχισε να διαδίδεται στις κατασκηνώσεις του Κλαμπ Μεντιτερανέ της Γαλλικής Ριβιέρας, όπου δεν επενέβαιναν οι τοπικές αρχές και η Χωροφυλακή. Για μια περίοδο, το μονοκίνι εθεωρείτο προσβολή της δημοσίας αιδούς και τιμωρούνταν με πρόστιμο αρκετών φράγκων στη Γαλλία. Ακόμη και στα βραβεία Οσκαρ, το μπικίνι έχει γράψει το δικό του κεφάλαιο. Στην απονομή του 1974 στο Λος Αντζελες, που παραμένει η πιο γεμάτη από απρόοπτα βραδιά στην ιστορία των βραβείων Οσκαρ (ήταν τότε που ένας γυμνός άνδρας άρχισε να τρέχει πίσω από τον Ντέιβιντ Νίβεν που εκείνη τη στιγμή παρουσίαζε ένα βραβείο), την εντυπωσιακότερη εμφάνιση έκανε η καλλίγραμμη κυρία Εντι Γουίλιαμς, η οποία κατέφθασε στην τελετή συνοδευόμενη από έναν τεράστιο δανέζικο σκύλο με βούλες και φορώντας μπικίνι από… δέρμα λεοπάρδαλης κάτω από παλτό μινκ!

Ο Φραν Αβαλον και η Ανέτ Φουνιτσέλο έκαναν θραύση στα sixties με τις ταινίες παραλίας, κορυφαία εκ των οποίων θεωτείται το «Beach Party»

Η επιρροή που το μπικίνι άσκησε στην ποπ κουλτούρα αλλά και σε διάφορους άλλους τομείς της ζωής, δεν περιορίζεται μόνο στο γυναικείο σώμα. Το καλοκαίρι του 1966, για την περίοδο των διακοπών, οι Αγγλοι πρότειναν ένα νέο μικροσκοπικό αυτοκίνητο, το οποίο βάφτισαν…Bikini. Το αυτοκίνητο αυτό είχε κατασκευαστεί από έναν ιταλό μηχανικό ονόματι Πιάτι, ο οποίος χρησιμοποίησε το σύστημα ανάρτησης του ΒΜC Mini 850 και τον κινητήρα, το αμπραγιάζ και το κιβώτιο ταχυτήτων της Fiat 500 («Ζαρντινιέρα»). Ανώτατη ταχύτητα του ιδιόρρυθμου αυτού αμαξιού που είχε καταταχθεί στην κατηγορία κονβέρτιμπλ ήταν τα 95 χιλιόμετρα.

Στη δεκαετία του 1990 εταιρείες που δεν είχαν άμεση σχέση με τον χώρο της μόδας πειραματίστηκαν με το μπικίνι. Παράδειγμα η κατασκευάστρια μοτοσικλετών Harley Davidson, που με έναν τρόπο είχε σημαδέψει και τον κόσμο της μόδας πλασάροντας δερμάτινα μπουφάν και μπότες. Η εταιρεία εξαπλώθηκε και στα μπικίνι. Τέλος, πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, την οργή των κατασκευαστών ενός βιντεογκέιμ το οποίο παρουσίαζε εντυπωσιακές εικονικές γυναίκες στον κυβερνοχώρο να παίζουν βόλεϊ είχαν προκαλέσει οι προσπάθειες που κατέβαλλαν παίκτες του παιχνιδιού να… αφαιρέσουν τα μπικίνι από τα σώματα των γυναικών. Μάλιστα η εταιρεία που είχε αναπτύξει το παιχνίδι ονόματι Dead or Alive Xtreme Beach Volleyball είχε προειδοποιήσει ότι θα κινηθεί νομικά εναντίον όποιου τολμήσει να δημοσιεύσει τις γυναίκες εντελώς γυμνές. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του μπικίνι αναζητήστε το βιβλίο «The Bikini Book» της Κέλι Κίλορεν Μπενσιμόν, που έχει κυκλοφορήσει από τον διεθνή εκδοτικό οίκο Assouline.