Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής των Βρυξελλών «δεν έσπασε» – για λίγο – το ρεκόρ της Συνόδου Κορυφής της Νίκαιας το 2000. Είχε όμως όλα τα χαρακτηριστικά μιας δύσκολης και σκληρής διαπραγμάτευσης, από αυτές που η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) έχει βιώσει πολλάκις την τελευταία δεκαετία (με την κρίση του ευρώ, το ελληνικό πρόβλημα και το Μεταναστευτικό). Αυτές οι διαπραγματεύσεις έχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά: Πρώτον, έχουν επιβεβαιώσει μια μάλλον ανεπίστρεπτη στροφή προς έναν διακυβερνητισμό που αποτυπώνεται στην ισχυροποίηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Δεύτερον, έχουν διαμορφώσει ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Βορρά – Νότου και μεταξύ Δύσης – Ανατολής σε μια σειρά ζητημάτων. Τρίτον, έχουν εμπεδώσει μια περισσότερο «οικονομοτεχνική» και λιγότερο «πολιτική» προσέγγιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Υπάρχει όμως κι ένα στοιχείο που δεν πρέπει να υποτιμάται ουδόλως: η αστείρευτη ικανότητα της ΕΕ να επιτυγχάνει τους απαραίτητους συμβιβασμούς.

Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία επί του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού της προσεχούς επταετίας 2021-2027 καθώς και επί του Ταμείου Ανάκαμψης, ήταν σχεδόν από την αρχή σαφές ότι η φιλόδοξη πρόταση που είχε καταθέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα υιοθετούνταν ως είχε. Αυτό είχε καταστεί εμφανές ήδη από την αρχική αντίδραση των «Τεσσάρων Φειδωλών» (Frugal Four), με επικεφαλής την Ολλανδία, στα σχέδια τόσο της Κομισιόν όσο και του γαλλογερμανικού άξονα των Ανγκελα Μέρκελ και Εμανουέλ Μακρόν. Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να πει πως με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μαραθώνιες διαπραγματεύσεις από τις 17 Ιουλίου ως τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου το γεγονός ότι το ύψος των επιχορηγήσεων έμεινε στα 390 δισ. ευρώ συνιστά θαύμα. Χρειάστηκε να θυσιαστούν προγράμματα σημαντικά, όπως το Horizon ή το Just Transition Fund, και να επανακάμψει η ευρεία λογική των «επιστροφών» (rebates), αλλά έπρεπε να ιεραρχηθούν προτεραιότητες και να ληφθούν επώδυνες αποφάσεις.

Η εφαρμογή των συμφωνηθέντων θα κρίνει πολλά. Η πρόβλεψη ότι η Κομισιόν θα μπορεί να δανειστεί στις αγορές και στη συνέχεια να προσφέρει επιχορηγήσεις ενσωματώνει το «σπέρμα» μιας μελλοντικής στενότερης δημοσιονομικής ολοκλήρωσης. Φυσικά, το πακέτο του Ταμείου Ανάκαμψης είναι προσωρινό και μιας χρήσεως, αλλά «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού», όπως λέει και η λαϊκή θυμοσοφία. Το δυσκολότερο σκέλος όμως της συμφωνίας θα είναι η επονομαζόμενη διακυβέρνησή (governance) του. Η «νίκη» των «Φειδωλών Τεσσάρων», με προεξάρχοντες τους Ολλανδούς, στο ζήτημα της καθυστέρησης των καταβολών των επιχορηγήσεων όταν κρίνουν ότι δεν πληρούνται συγκεκριμένα ορόσημα (οι σχετικές αναφορές στα Συμπεράσματα αφήνουν ευρύτατα περιθώρια ερμηνειών) θα μπορούσαν να εμπλέξουν τους ηγέτες των «27» σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις που να θυμίσουν λογικές και εποχές μνημονίων. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε σοβαρότατο πισωγύρισμα και θα έστελνε ένα απόλυτα λανθασμένο μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση.