Υπάρχουν λαοί που φοβούνται τη θάλασσα – εμείς οι Ελληνες όχι, μάλλον γιατί είμαστε περικυκλωμένοι από δαύτη. Ο δικός μας θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, ο αδελφός του Δία, ήταν ο δεύτερος τη τάξει θεός και μπορούσε να περνά τον καιρό του και στον Ολυμπο και στους ωκεανούς. Ενώ οι Βόρειοι Ευρωπαίοι φαντάζονταν τη θάλασσα γεμάτη από ανίκητα τέρατα, όπως π.χ. το Κράκεν, εμείς τη βλέπαμε απλώς ως δρόμο για εκστρατείες και ταξίδια. Ακόμα και ο θεός της έσκιζε τα νερά της περιστοιχισμένος από δελφίνια και ιππόκαμπους και την υποχρέωνε με την τρίαινά του να φουρτουνιάζει – στα μάτια μας χωρίς τα καπρίτσια και την οργή του Θεού της θα ήταν πάντα ήρεμη. Οχι τυχαία, ένας από τους διασημότερους ήρωες της ελληνικής αρχαιότητας, ο πιο έξυπνος και ο πιο αυθεντικός, ο Οδυσσέας δηλαδή, ο πολυμήχανος, είναι ένας τύπος που περνά τον καιρό του δαμάζοντας τα κύματα.

Η αναμέτρησή του με τον Ποσειδώνα τον κρατά μακριά από το σπίτι του για δέκα χρόνια – τόσο θα του πάρει να επιστρέψει από την κατακτημένη Τροία στην Ιθάκη του. Ομως κατά βάθος όλοι πιστεύουμε πως αυτό το γιγάντιο ταξίδι επιστροφής ήταν μια καταπληκτική κρουαζιέρα γεμάτη από περιπέτειες: αν βρίσκει Κύκλωπες, μάγισσες και βασιλοπούλες είναι γιατί δεν φοβάται την οργή του θεού της θάλασσας. Δεν πιστεύει πως στη θάλασσα θα πάθει κακό κι ας στέλνει ο Ποσειδώνας θύελλες και κύματα. Η κληρονομιά του Οδυσσέα στον καθένα μας είναι αυτή ακριβώς η αγάπη για το ταξίδι – η πίστη ότι η θάλασσα δεν είναι παρά ένας περιπετειώδης δρόμος που σε οδηγεί στο να ανακαλύψεις την ομορφιά και την ανεμελιά της ζωής. Ενίοτε δε και καμιά Κίρκη.

Δεν είναι τυχαίο ότι την ομορφιά της θάλασσας ύμνησαν όχι μόνο οι έλληνες ποιητές αλλά και οι στιχουργοί που την έβαλαν στα τραγούδια μας. Οι ποιητές τη γέμισαν ιστορίες, τη χρησιμοποίησαν μεταφορικά – ο Νίκος Καββαδίας μοιάζει για χάρη της να έφτιαξε και μια νέα γλώσσα, γεμάτη από όρους που δεν συναντάς παρά μόνο σε λιμάνια και καράβια. Αλλά είναι οι συνθέτες αυτοί που μας υποχρέωσαν να την υμνολογήσουμε σαν θεά. Το «μοιάζεις κι εσύ σαν θάλασσα» του Μανώλη Χιώτη είναι μια παράξενη ερωτική εξομολόγηση – η θάλασσα κι ο έρωτας είναι έννοιες ταυτόσημες, αφού το βαρύ «πνίγομαι κοντά σου» που στο τραγούδι αναφέρεται ως κατάληξη, είναι κάτι σαν λύτρωση. Δεν υπάρχει μεγάλος έλληνας συνθέτης που να μην έχει γράψει τον δικό του ύμνο για τη θάλασσα: το έκανε γνωρίζοντας την αγάπη μας για αυτή – όχι καιροσκοπικά (για να τραβήξει δηλαδή την προσοχή μας), αλλά σχεδόν εξομολογητικά (για να μας δείξει δηλαδή την ερωτική συνενοχή του).

Ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιεί τους στοίχους του Γιώργου Ρούσου μιλώντας για μια «θάλασσα πλατιά» που υποχρεωτικά αγαπάς γιατί σου μοιάζει. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει αφήσει κατά μέρος το δωρικό του παράστημα για να ζητήσει από μια «θάλασσα μάγισσα» να τον πάρει μακριά. Ο Διονύσης Σαββόπουλος βλέπει μια θάλασσα μικρή να φέγγει στα δυο της μάτια κάθε πρωί, στο δάκρυ, στο τραγούδι, στο κάθε της φιλί. Ακόμα κι όταν η θάλασσα είναι σκοτεινή κι αγριεμένη, όπως στο μεγάλο σουξέ του Νίκου Πορτοκάλογλου, παραμένει χρήσιμη, αφού σε οδηγεί σε προβληματισμούς – «τι να τα κάνω τώρα πια, απόψε που σε χάνω;». Κι αν ο Βασίλης Τσιτσάνης την αναθεματίζει, γιατί γίνεται αιτία για χήρες μαυροφόρες, αυτό που βασικά της καταλογίζει είναι ότι παίρνει τα παιδιά και τα κάνει δικά της στην αγκαλιά της.

Η θάλασσα είναι για τον Ελληνα έμπνευση – έτσι ήταν πάντα. Υπάρχει ένα παράξενο δέσιμο της χώρας με τη θάλασσα, ένα είδος δεσμού που δεν λύθηκε ποτέ. Η χώρα χρωστά την ίδια την ύπαρξή της σε μια ναυμαχία – στη ναυμαχία του Ναβαρίνου: εκεί, οι τότε προστάτιδες δυνάμεις αποφάσισαν να σεβαστούν τον δίκαιο αγώνα της και να της δώσουν υπόσταση. Η ανεξαρτησία ήρθε από τη θάλασσα, αλλά χάρη στη θάλασσα η χώρα μεγάλωσε κιόλας. Το θωρηκτό «Αβέρωφ» και οι φρεγάτες της νεόκοπης χώρας έδωσαν στους Βαλκανικούς Πολέμους τις νίκες που σχεδόν διπλασίασαν την πατρίδα μας. Το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας πήρε τη σκυτάλη από τους μπουρλοτιέρηδες του 1821, αυτούς τους απίθανους σαμποτέρ που δεν συναντάς σχεδόν σε καμία άλλη ευρωπαϊκή ιστορία.

Ο Ελληνας κερδίζει τις μάχες στη θάλασσα από τα χρόνια των Περσικών Πολέμων γιατί ξέρει πώς θα συμπεριφερθεί: οι νίκες του δεν οφείλονται στο μέγεθος του στόλου, αλλά στην ευστροφία, στην εκμετάλλευση των συνθηκών, στη συμμαχία με την ίδια τη θάλασσα που σύναψαν οι Θεμιστοκλήδες, οι Μιαούληδες, οι Κανάρηδες, οι Κουντουριώτηδες. Κι αν στις λαϊκές δοξασίες η θάλασσα μαζί με τη γυνή και το πυρ παρουσιάζονται ως αιτίες καταστροφών, μην μπερδεύεστε: το «πυρ, γυνή και θάλασσα» αναφέρεται στα βάσανα άλλων και όχι στα δικά μας.

Τέλος, εκτός από την αγάπη και τον θαυμασμό, εκτός από την έμπνευση και την ομορφιά, όταν αναφερόμαστε στη θάλασσα τη φέρνουμε πάντα στο μυαλό μας και ως πεδίο δόξας της ελληνικής επιχειρηματικότητας – ένα από τα λίγα. Κανείς μας δεν έχει δει ποτέ τον περίφημο γιγάντιο στόλο των ελλήνων εφοπλιστών, όλοι όμως ξέρουμε ότι η χώρα μας είναι χάρη σε αυτόν μια μεγάλη ναυτική δύναμη. Δεν υπάρχει σπίτι το οποίο να μην έχει κάποιον «που δούλεψε σε καράβια» ‒ που ήταν βαθμοφόρος, καπετάνιος, μαρκόνης ή απλός ναύτης ο οποίος μπάρκαρε κάποτε για να αφήσει πίσω του χωριά, βουνά, φτώχεια και ανεργία.

Ο άνθρωπος αυτός, θείος ή ξάδερφος, είναι πάντα ο αγαπημένος της οικογένειας, ακόμα και αν έχει φάει όλα τα χρήματα που με κόπο έβγαλε στα καπηλειά του Σαλβαδόρ και στα μπαρ της Σανγκάης. Μας αρκούν οι ιστορίες του και οι μνήμες του, οι φαντασιώσεις του και οι υπερβολές του, οι χαρές του και οι θλίψεις του. Είναι απόδειξη ότι και η δική μας οικογένεια είχε έναν εκπρόσωπο στην ιστορία του διαχρονικού σουξέ που λέγεται ελληνική ναυσιπλοΐα. Ισως είναι και η καλύτερη απόδειξη πως καταγόμαστε από τον πολυμήχανο Οδυσσέα: μερικές υπερβολές τις έλεγε κι αυτός απλά για να κάνει τις θαλασσινές του περιπέτειες ακόμα πιο υπέροχες…