Σε «θέσεις μάχης», εν όψει της κατάθεσης, περί τα τέλη Ιουνίου, της πρότασης της Κομισιόν για το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο, παρατάσσονται τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η σύγκρουση αναμένεται σκληρή και θα διεξαχθεί κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του 2020, όταν παράλληλα θα βρίσκονται σε εξέλιξη κομβικές διαπραγματεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό το «καυτό πολιτικό μείγμα» έχει γίνει πλήρως αντιληπτό τόσο από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και από τον αναπληρωτή υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιώργο Κουμουτσάκο, η ομάδα του οποίου έχει αναλάβει την προετοιμασία των διαπραγματεύσεων.

Η Αθήνα και η συμμαχία των «Πέντε»

Η Αθήνα έχει σπεύσει να καταστήσει σαφείς τις θέσεις της σε όλα τα επίπεδα. Στις 4 Ιουνίου, η Ελλάδα μαζί με τις υπόλοιπες τέσσερις μεσογειακές χώρες της «πρώτης γραμμής» (Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος, Μάλτα) κυκλοφόρησαν non paper με τίτλο «Μια νέα μεταναστευτική στρατηγική για την ΕΕ: Οι απόψεις των κρατών-μελών πρώτης γραμμής». Το έγγραφο «χτίζει» πάνω στο προηγούμενο non paper που είχαν παρουσιάσει οι «Πέντε της Μεσογείου» τον περασμένο Μάρτιο για τη μεταρρύθμιση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (CEAS). Περιέχει εννέα σημεία, εκ των οποίων τα βασικότερα είναι τα εξής:

Πρώτον, η άρση του κριτηρίου της ευθύνης της χώρας πρώτης εισόδου που φαίνεται ότι η Κομισιόν δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει.

Δεύτερον, η επιθυμία για έναν προβλέψιμο και υποχρεωτικό αυτόματο μηχανισμό κατανομής αιτήσεων ασύλου με βάση ποσοστώσεις ανά κράτος-μέλος.

Τρίτον, η υιοθέτηση υποχρεωτικού μηχανισμού μετεγκαταστάσεων.

Τέταρτον, η απόρριψη υποχρεωτικών διαδικασιών στα εξωτερικά σύνορα και ο περιορισμός τους μόνο στις επονομαζόμενες «pre-screening procedures», που αφορούν αποκλειστικά την απαραίτητη ταυτοποίηση όσων εισέρχονται στην ΕΕ, μαζί με υγειονομικούς ελέγχους και ελέγχους ασφαλείας.

Πέμπτον, η δημιουργία Κοινού Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Επιστροφών.

Εκτον, η εξειδίκευση της διαχείρισης των θαλασσίων συνόρων ώστε να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ παράνομων εισόδων και εισόδων κατόπιν Ερευνας και Διάσωσης (SAR).

Η πρόταση για ρήτρα παρέκκλισης

Στην παρούσα φάση, ενημερωμένες πηγές από τις Βρυξέλλες εξηγούσαν στο «Βήμα» ότι διαμορφώνονται τρεις ομάδες χωρών.

Η πρώτη είναι αυτή των «Πέντε της Μεσογείου», που αποτελούν χώρες πρώτης γραμμής (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος και Μάλτα). Στο πλαίσιο αυτό και πέραν του non paper που πρόσφατα κυκλοφόρησε, η Αθήνα έστειλε πριν από λίγες ημέρες, διά χειρός Γιώργου Κουμουτσάκου, επιστολή προς τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργαρίτη Σχοινά και την επίτροπο Εσωτερικών Υποθέσεων Ιλβα Γιόχανσον προτείνοντας τη συμπερίληψη στο νέο σύμφωνο ειδικής ρήτρας «ευελιξίας/παρέκκλισης» σε περιπτώσεις «ανωτέρας βίας».

Οι περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν μια τέτοια ρήτρα θα ήταν, ενδεικτικά, η τρέχουσα πανδημία ή τα γεγονότα του Εβρου με την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού εκ μέρους της Αγκυρας.

Η πρόταση έχει ήδη προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις Βρυξέλλες, καθώς η Επιτροπή Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησε να ενημερωθεί για το περιεχόμενό της. Η ιδέα της παρέκκλισης δεν είναι παράταιρη (τέτοιου είδους ρήτρα «ειδικών συνθηκών» προβλέπει ακόμη και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).

Αλλωστε, όπως εξήγησε ο κ. Κουμουτσάκος στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή επί της συμφωνίας έδρας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης Ασύλου (EASO) στην Ελλάδα, η χώρα μας «δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ασπίδα και υπόλογη» για τους μετανάστες.

Οι άλλες δύο ομάδες αποτελούνται η μία από τις «χώρες προορισμού», που είναι κυρίως οι χώρες της «Παλαιάς Ευρώπης», και η άλλη από τους «Τέσσερις του Βίσεγκραντ» (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία) και τις Εσθονία, Λετονία, Σλοβενία – με την προσθήκη Αυστρίας και Δανίας. Οι χώρες προορισμού, στην οποία κυριαρχεί η Γερμανία, αποδίδουν μείζονα σημασία στον περιορισμό των δευτερογενών μετακινήσεων και στη διαμόρφωση ενός σκληρού συστήματος υποχρεωτικών συνοριακών διαδικασιών που θα ρίξει τεράστιο βάρος στις «πλάτες» των χωρών πρώτης γραμμής. Οι δε χώρες του Βίσεγκραντ και οι σύμμαχοί τους δεν συζητούν καν το ενδεχόμενο μιας υποχρεωτικής κατανομής αφού ολοκληρωθούν οι συνοριακές διαδικασίες. Οπως, δε, επισημαίνουν σε επιστολή τους προς τον κ. Σχοινά και στην κυρία Γιόχανσον στις 4 Ιουνίου, «η αλληλεγγύη πρέπει να γίνει κατανοητή με ευρύτερους όρους – ο κατάλογος των πιθανών μέτρων πρέπει να προσαρμόζεται στις επιθυμίες και δυνατότητες των κρατών-μελών».