Το δίκτυο European Mortality Monitor (euromomo.eu) συλλέγει δεδομένα θνησιμότητας από ευρωπαϊκές χώρες, τα επεξεργάζεται και τα δημοσιοποιεί. Συλλέγοντας στοιχεία για πολλά χρόνια και με βάση συγκεκριμένες αναλυτικές στατιστικές διαδικασίες, το EuroMOMO εκτιμά τους «επιπλέον θανάτους» («υπερβολική θνησιμότητα») σε κάθε χώρα που συμμετέχει και συνολικά. Την τελευταία εβδομάδα, η γενική αποτίμηση του EuroMOMO έδειξε πως οι συγκεντρωτικές εκτιμήσεις της θνησιμότητας όλων των αιτιών για τις χώρες που συμμετέχουν βρέθηκε έπειτα από καιρό στα κανονικά αναμενόμενα επίπεδα.

Η υπερβολική θνησιμότητα από την 10η εβδομάδα του χρόνου μέχρι σήμερα, από τότε δηλαδή που ξέσπασε η πανδημία και μετά, αποδίδεται λογικά στους θανάτους λόγω του κορωνοϊού και καταγράφει 171.000 νεκρούς. Εξ αυτών, η συντριπτική πλειονότητα – 136.000 θάνατοι – καταγράφηκαν στην ηλικιακή ομάδα των μεγαλύτερων των 75 ετών, 21.000 ήταν ανάμεσα στα 65-74 έτη και 13.000 θάνατοι ήταν στην ηλικιακή ομάδα 45-64. Λιγότεροι από 2.000 θάνατοι ήταν στην ηλικιακή ομάδα 15-44 ετών, ενώ η θνησιμότητα παιδιών και εφήβων κάτω των 14 δεν παρουσίασε αύξηση. Σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, και παρά τα σκληρά μέτρα, οι επιπλέον θάνατοι είναι ήδη πολύ περισσότεροι από τους συνολικούς επιπλέον θανάτους το 2018 ή το 2019 συνολικά.

Ηρεμία μετά την καταιγίδα

Ενδιαφέρον έχει και πως οι επιπλέον θάνατοι βρίσκονται την τελευταία εβδομάδα κάτω από το στατιστικά αναμενόμενο όριο, μια και σε αυτό το διάστημα πέθαναν μία-δύο χιλιάδες λιγότεροι άνθρωποι από όσους θα περιμέναμε. Αυτό ήταν εμφανές και π.χ. το 2018, όταν την επιδημία γρίπης ακολούθησε μια περίοδος 2-3 μηνών με ύφεση στους θανάτους. Αυτή η παρατήρηση συνήθως εξηγείται από το γεγονός πως οι επιδημίες προσβάλλουν πολλούς συνανθρώπους μας κοντά στο τέλος της ζωής τους, που «φεύγουν» λίγες εβδομάδες νωρίτερα λόγω της νέας λοίμωξης. Ο αριθμός αυτός είναι φυσικά ένα μικρό ποσοστό των συνολικών θανάτων και σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όλα τα θύματα του κορωνοϊού ή της ετήσιας γρίπης είναι βαριά ασθενείς με μικρή προοπτική ζωής. Απλά μας υπενθυμίζει πως ο θάνατος είναι αναπόδραστος και πως η αποτίμηση του κόστους του θανάτου σε μια κοινωνία συνολικά πρέπει να γίνεται μακροπρόθεσμα, όσο σκληρό και αν ακούγεται αυτό για τις οπωσδήποτε τραγικές προσωπικές ιστορίες. Η συνολική αποτίμηση των θανάτων του COVID-19 πιστεύω πάντως πως δεν θα μας αποφέρει εκπλήξεις: η συντριπτική τους πλειοψηφία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί χωρίς την πανδημία.

Συγκρίσεις με σημασία

Είναι αξιοσημείωτο πως στις Αυστρία, Δανία, Ελλάδα, Εσθονία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Γερμανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Νορβηγία δεν παρατηρήθηκαν καν επιπλέον θάνατοι (διαφορές μικρότερες από τη στατιστική απόκλιση από την αναμενόμενη μέση τιμή θανάτων). Η αύξηση στις Ελβετία, Ιταλία, Ιρλανδία, Βόρεια Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Ουαλία, Σκωτία και Σουηδία ήταν μέχρι και είκοσι φορές μεγαλύτερη από τη στατιστική απόκλιση στις χειρότερες εβδομάδες της πανδημίας (τις δύο πρώτες του Απριλίου), ενώ για Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία και Αγγλία έφτασε ακόμα και τις σαράντα φορές.

Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον πως η επιβάρυνση σε επιπλέον θανάτους της Σουηδίας – που πήρε πολύ χαλαρά μέτρα – δεν είναι μεν μηδενική όπως για τις γειτονικές Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία, αλλά είναι άμεσα συγκρίσιμη με την Ελβετία και σχετικά μικρή σε σχέση με άλλες χώρες που πήραν σκληρά μέτρα (π.χ. Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία). Σίγουρα η Σουηδία έκανε σημαντικά λάθη που παραδέχτηκαν και οι ίδιοι οι υπεύθυνοι. Αλλά κάτι πήγε και σωστά, μια και δεν είναι στις χώρες με τη μεγαλύτερη αύξηση θνησιμότητας: ίσως λοιπόν η στρατηγική τους να περιέχει και θετικά στοιχεία, χωρίς να την καθιστά παράδειγμα προς μίμηση.

Ελληνική στρατηγική

Ο καλόπιστος αναγνώστης εδώ θα αναρωτηθεί «μα στην Ελλάδα τα σκληρά μέτρα απέδωσαν –  γιατί αφενός τα χαλαρώνουμε – και γιατί δεν πρέπει να τα ξαναπάρουμε;». Πιστεύω πως η πολιτική ηγεσία, με την καθοδήγηση της ομάδας του κ. Τσιόδρα, έπραξαν και πράττουν σωστά. Και τα μέτρα έπρεπε να παρθούν επειδή δεν είχαμε αρκετά στοιχεία για τη βέλτιστη επιλογή και η τακτική δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σωστά πράττουν και τώρα και χαλαρώνουν τα μέτρα για οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς λόγους. Ανήκω στην ομάδα επιστημόνων που αντιτάχθηκε στις εκτιμήσεις του Ιωάννη Ιωαννίδη για τη χαμηλή θνητότητα του κορωνοϊού. Εχω όμως μεγαλύτερη δυσκολία να διαφωνήσω με τον Michael Levitt (βραβείο Νομπέλ 2013), έναν από τους επιστημονικούς μου «ήρωες» της δομικής υπολογιστικής βιολογίας και χαρισματικό επιστήμονα με τους «αριθμούς»: «Δεν έχω καμία αμφιβολία πως όταν αποτιμήσουμε τις αντιδράσεις μας στην πανδημία, θα δούμε πως η ζημιά που προκαλέσαμε από τα lockdown υπερέβηκε κατά πολύ το όφελος σε ανθρώπινες ζωές» (unherd.com). Επίσης, τα ανοσολογικά δεδομένα για την ύπαρξη Τ λεμφοκυττάρων στο 40% ανθρώπων που είναι αδύνατο να είχαν εκτεθεί στον κορονοϊό (Cell, DOI:10.1016/j.cell.2020.05.015), μαζί και με τις εκτιμήσεις του διάσημου νευροεπιστήμονα και στατιστικολόγου Karl Friston πως ακόμα και το 80% του πληθυσμού μπορεί να μην επηρεάζεται από τον κορωνοϊό (unherd.com), οφείλουν να μας προβληματίζουν για το μέλλον.

Πέρα από τις ζημιές στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία, αυτό που δεν έχει συζητηθεί ακόμα αρκετά είναι εάν υπάρχει ένα κρυφό υγειονομικό κόστος από τα σκληρά μέτρα: χαμένες χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες για καρκινοπαθείς, αναβεβλημένα χειρουργεία για καρδιαγγειακά προβλήματα, καθυστερημένες διαγνώσεις για καρκίνους και καρδιαγγειακά (που αποτελούν τα 2/3 των θανάτων κάθε χρόνο) και βεβαίως αλόγιστη επιβάρυνση ψυχολογικών και ψυχιατρικών προβλημάτων που θα οδηγήσουν στην κοινωνική αλλά και εργασιακή απομόνωση πολλών συμπολιτών μας και ιδιαίτερα των νέων.

Η προετοιμασία για το πιθανό «νέο κύμα» οφείλει πλέον να λάβει υπ’ όψιν τον παραπάνω προβληματισμό. Πρώτα από όλα πρέπει να συλλεχθούν και να αποτιμηθούν τα στοιχεία για όλες αυτές τις πιθανές επιβαρύνσεις, ώστε το σύστημα υγείας να ετοιμαστεί για τις πιθανές επιπτώσεις. Επίσης η επεξεργασία και δημοσιοποίηση όλων αυτών των στοιχείων είναι απαραίτητη ώστε η πολιτική και υγειονομική ηγεσία να είναι έτοιμες να δικαιολογήσουν νέες πολιτικές και νέα μέτρα, εάν και εφόσον χρειαστούν.

Ο κ. Αναστάσης Περράκης είναι βιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και διευθυντής ερευνών στο Ολλανδικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο και το Ινστιτούτο Oncode.