Οι στιγμές που ζούμε είναι αναμφίβολα ιστορικές, όχι όμως πρωτόγνωρες. Οι επιδημιολόγοι μάς υπενθυμίζουν την ισπανική γρίπη του 1918, που οδήγησε στον θάνατο πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπων. Τα προτεινόμενα μέτρα τότε δεν διέφεραν από τα σημερινά: μάσκες, καραντίνα και καλό πλύσιμο χεριών. Ωστόσο, έχουμε πλέον έναν νέο σύμμαχο. Χάριν της τεχνολογίας, η κοινωνική ζωή μας εξακολουθεί να (υπο)λειτουργεί. Επικοινωνούμε με τους άλλους, εκπαιδευόμαστε, συμμετέχουμε στο δημόσιο γίγνεσθαι, ενημερωνόμαστε.

Η βιοηθική διάσταση της πανδημίας, σε επιστημονικό επίπεδο, βγαίνει στην επιφάνεια μαζί με μια σειρά από κρίσιμα διλήμματα: Θα θυσιάσουμε τους γηραιότερους χάριν της οικονομίας; Θα θέσουμε προτεραιότητες στη βάση συγκεκριμένων αξιακών κριτηρίων; Ποιος θα αποφασίζει την κρίσιμη στιγμή αναφορικά με το ποιοι θα καταλάβουν και ποιοι όχι μια περιπόθητη θέση στις ΜΕΘ; Στη μάχη απέναντι στον νέο κορωνοϊό, ειδικοί και κρατικός μηχανισμός φαίνεται να απέφυγαν τέτοιες παγίδες προλαμβάνοντας. Πάγωσαν συγκινητικά – στο μέτρο του δυνατού – τον χρόνο, προκειμένου να αναδιαμορφωθεί το ΕΣΥ, να αυξηθούν οι κλίνες και να μη μετατεθεί δραματικά η ευθύνη στην κρίση των μαχητών ιατρών.

Η αποφυγή όμως σκληρών και ίσως άλυτων διλημμάτων δεν σημαίνει πως η πανδημία δεν εξακολουθεί να εγείρει εκ των πραγμάτων μια σειρά από βιοηθικά ζητήματα. Παραδείγματος χάριν, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στη μοναξιά του θανάτου στον καιρό της πανδημίας. Πώς γίνεται η ευχή για «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά» τέλη της ζωής να πραγματωθεί, όταν πεθαίνεις βιώνοντας την αρρώστια ολομόναχος, απομονωμένος από τα αγαπημένα σου πρόσωπα; Η μοναξιά αυτή δεν είναι μόνο προθανάτια αλλά και μεταθανάτια, συνεπεία μιας – αναγκαστικά – μοναχικής εξοδίου ακολουθίας. Ακόμα όμως και όσοι επεβίωσαν και είναι υποψήφιοι κάτοχοι ενός υγειονομικού διαβατηρίου, που θα τους προσφέρει – όχι ηθικά απροβλημάτιστα – το ελεύθερο στον κοινωνικό και επαγγελματικό βίο, ένιωσαν τον κοινωνικό στιγματισμό. Κανείς δεν θέλησε ίσως να τους συναντήσει, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν επίσης νοσήσει και θεραπευθεί. Και ενώ ο ιός φάνηκε στην αρχή μη ταξικός, πυρπολώντας όλους ανεξαιρέτως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα Ρομά, προσφύγων και φυλακισμένων παραμένουν τα πιο ευάλωτα.

Εάν η επιβολή των μέτρων απομόνωσης φάνηκε δύσκολη, η άρση αυτών και η μετάβαση στην κανονικότητα προβάλλουν ως άλυτος γρίφος, θέτοντας νέες προκλήσεις. Ο κόσμος θέλει να απελευθερωθεί, ο καλός καιρός εξάλλου ευνοεί. Ελλοχεύει όμως πάντοτε ο τρόμος της επιστροφής στην πρότερη κατάσταση, την οποία ίσως δεν αντέχει η ψυχολογία αλλά και η οικονομία μας. Μπορούμε να πορευθούμε με ασφάλεια; Κανείς σοβαρός επιστήμονας δεν διεκδικεί το σκήπτρο της απόλυτης ορθότητας. Οι λέξεις «πιστεύεται» και «υπολογίζεται» είναι συνώνυμες της μετριοπάθειας, όχι όμως της μετριότητας.

Και, εάν όλα τα δεδομένα είναι αίολα, πώς μπορεί να ενημερωθεί υπεύθυνα εν τέλει το κοινό; Η πανδημία μετατράπηκε σε «πληροφοριοδημία». Εχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι στηριζόμαστε σε τεκμηριωμένες επιστημονικώς μελέτες, αποδεχόμενοι όμως τον δυναμικό τους χαρακτήρα. Τα πάντα ρει, της επιστημονικής αληθείας μη εξαιρουμένης.

Πλέον δεν είμαστε πολιορκημένοι, ελευθερωνόμαστε με το βάρος της ανάληψης ατομικής ευθύνης. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ατομική ευθύνη, απότοκος της προτεσταντικής θεώρησης αλλά ενυπάρχουσα και σε ανατολικές θρησκείες όπως ο κομφουκιανισμός, σημαίνει ότι η συνταγή της επιτυχίας απαιτεί μια λειτουργική νομοθεσία, μια κυβέρνηση που θα λάβει εγκαίρως τις ορθές αποφάσεις αλλά και τη σύμπραξη του πολίτη. Τα δύο πρώτα επιβεβαιώθηκαν· ωστόσο, αμφιβολίες εγείρονται κατά πόσον η ατομική αυτή ευθύνη απορρέει από την αλληλεγγύη και όχι από τον τρόμο της αρρώστιας.

Πώς όμως θα πορευθούμε εφεξής; Εσαεί εποπτευόμενοι; Θα παραχωρήσουμε ένα μέρος της ιδιωτικότητάς μας χάριν της δημόσιας υγείας; Σχεδιάζονται πολλές εφαρμογές ψηφιακής ιχνηλατήσεως των επαφών μας και ειδοποιήσεώς μας σε περίπτωση συγχρωτισμού μας με κρούσμα. Ο τρόπος λειτουργίας τέτοιων εφαρμογών ποικίλλει: από υποχρεωτικός σε ολοκληρωτικά καθεστώτα έως προαιρετικός, από τη δημιουργία μιας κεντρικής βάσης δεδομένων έως την αποκέντρωση της πληροφορίας, από ανωνυμοποιημένα μέχρι ψευδωνυμοποιημένα ή επώνυμα δεδομένα. Αναμφίβολα, ο σκοπός είναι η εποπτεία της νόσου. Ενας τέτοιος σκοπός πάντως μπορεί να λειτουργήσει μόνο συμπληρωματικά με συμβατικές μεθόδους ιχνηλατήσεως. Πρέπει να επαγρυπνούμε για τον έλεγχο των δεδομένων από το άτομο και τη διατήρηση του προσωρινού τους χαρακτήρα. Η τεχνογνωσία υπάρχει, αν – ο μη γένοιτο -ξαναχρειασθεί, υφίσταται πλέον ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο σχέδιο πολιτικής προστασίας, το οποίο δεν πρέπει όμως να λάβει τον μανδύα της κανονικότητας.

Κοιτάζουμε αισιόδοξα το μέλλον, χωρίς να λησμονούμε το παρελθόν. Αλλωστε πλέον η λήθη δεν είναι τεχνικά εφικτή: τα τραύματα είναι πολλά. Είναι όμως στο χέρι μας να αντιμετωπίσουμε την πανδημία ως μεταμφιεσμένη πρόκληση για ένα καλύτερο αύριο, ψηφιακό μεν, όχι όμως στερούμενο της θεραπευτικής δύναμης της ανθρώπινης επαφής.

H κυρία Φερενίκη Παναγοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου και δικηγόρος, ΔΝ (Humboldt), MPH (Harvard).