Dead Rockers Society

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Εκδόσεις Δίαυλος

Σελ.: 416

Τιμή: 19,00

«Με ενστικτώδη την απέχθεια προς κλαρίνα, καψουρονταλκάδες και κλαψέντεχνα ελληνικά, το παράθυρο στον μουσικό κόσμο είναι μέχρι εκείνη τη στιγμή σκόρπια βινύλια των πιο μεγάλων του Γυμνασίου, το ΠΟΠ & ΡΟΚ και τα «καινούργια» που δείχνει το Μουσικόραμα στην τηλεόραση…. Το ροκ έχει βρει τις χαραμάδες να εισχωρήσει…. Οι τριακόσιοι τόσοι δίσκοι που θα βρεθούν ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού, ισοδυναμούν με μια απρόκλητη, ολοκληρωτική επιφοίτηση, που θα μου αλλάξει τη ζωή μια για πάντα».

Έτσι περιγράφει ο συγγραφέας Παναγιώτης Παπαϊωάννου την πρώτη του επαφή με το rock’n’roll και ξεκινά ένα συγγραφικό – μουσικό ταξίδι με εικοσιεννέα σταθμούς – μορφές:

Οι David Bowie, Lemmy, Joe Cocker, Gary Moore, Ronnie James Dio, Jeff Healey, Syd Barrett, Warren Zevon, Ian Dury, Ramones, Michael Hutchence, Rory Gallagher, Sam Kinison, Freddie Mercury, Stevie Ray Vaughan, Roy Buchanan, Cliff Burton, Phil Lynott, Felix Pappalardi, Randy Rhoads, John Belushi, John Bonham, Bon Scott, Sid Vicious, Keith Moon, Paul Kossoff, Jim Morrison, Janis Joplin, Jimi Hendrix, ξαναζούν σ’ ένα πρωτότυπο βιβλίο που προλογίζει ο Θοδωρής Μανίκας!

Με έναν ιδιαίτερο, βιωματικό τρόπο ο συγγραφέας Παναγιώτης Παπαϊωάννου μας ξεναγεί στον κόσμο της ροκ μέσα από το δικό του μουσικό ταξίδι που ξεκινά την δεκαετία του 1980 και ενώ ο ίδιος βρίσκεται στα χρόνια της εφηβείας.

Μεγαλώνει ακούγοντας rock μουσική και καταγράφει πλήθος μουσικών γεγονότων που συμβαίνουν ανεξάρτητα από αυτόν αλλά και άλλα που τον εμπεριέχουν όπως σημαντικές συναυλίες διάσημων ροκ σταρ που για πρώτη φορά έρχονται στην Ελλάδα και αποθεώνονται από το ελληνικό κοινό τους σε «Ρόδον», Λυκαβηττό, Ταεκβοντό

Ο συγγραφέας, αφηγούμενος μας γεμίζει εικόνες και συναισθήματα που αποδίδουν πιστά και ειλικρινά τον ενθουσιασμό του ανήλικου εφήβου που με τη βοήθεια της μουσικής ορθώνεται, προχωρά, πειραματίζεται, μαγεύεται και τελικά ενηλικιώνεται και ωριμάζει.

Με λόγο εύκαμπτο αλλά και ιδιαιτέρως ακριβή, στηριγμένο σε «πηγές», σμιλεμένο στα χρόνια των εδράνων της Νομικής και μετέπειτα της μαχόμενης δικηγορίας, αποδίδει τον παλμό της διεθνούς ροκ, των σταρ της αλλά και όσων πιστών τους ακολουθούν.

Αναφέρεται διεξοδικά στους «μύθους» της ροκ μουσικής, στο ξεκίνημά τους, στην πορεία τους, στο μεσουράνημά τους και τελικώς στην «πτώση» τους, τουλάχιστον τη βιολογική, καθώς δεν βρίσκονται πια εν ζωή.

Όμως, εξακολουθούν να ζουν στα αυτιά και στις ψυχές όλων όσων καθόρισαν με τις μουσικές τους. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Παναγιώτης ο Παπαϊωάννου στο σημείωμά του, πριν αρχίσει την περιπλάνηση στις μουσικές του ιστορίες: «Στο ροκ-εν-ρολ οι ήρωες δεν πεθαίνουν, απλώς σταματούν τις ζωντανές εμφανίσεις»

Χαρακτηριστικό της γραφής και του ύφους του συγγραφέα είναι το απόσπασμα που αφορά την πρώτη του επαφή με τους Μότορχεντ τους οποίους και γνωρίζει από έναν φίλο του, ο οποίος όμως αρχικά τον αποτρέπει από τη μουσική τους.

Η πρώτη επαφή και η απόρριψη

Μότορχεντ, βαβούρα. Άχρηστοι, δεν ακούγονται. Κυριολεκτικά δεν ακούγονται. Δεν πιστεύω να θες να σου βάλω». Επιμένω, από περιέργεια. Τ’ αυτιά μου εκπαιδευμένα μέχρι Gary Moore, Scorpions και Maiden. Μπαίνουν κάτι ντραμς. Χάος. Κιθάρα ούτε που καταλαβαίνω. Φωνή Χάλια. Μάλλον έχει δίκιο».

Η αναθεώρηση

Λίγο αργότερα, όμως, και ενώ έχει πάρει την πρώτη… κρυάδα εμβαθύνει και καταγράφει: «Πρωτόγνωρο, Μονοκόμματο, αλλά αν ακούσεις καλά, σαν να έχει μέσα όλες τις μουσικές. Αγριεμένο, όμως όχι δήθεν, ούτε εχθρικό, εκφοβιστικό. Τσαμπουκαλεμένο, όμως όχι για να σου πουλήσει τον τσαμπουκά του. Πωρωτικό. Μανιασμένο, αλλά με μια συνοχή αδιάσπαστη. Οπωσδήποτε, άκουσμα που απαιτεί αυτοθυσία. Απίθανο να πλησιάσεις – πόσο μάλλον να ρίξεις – συμμαθήτρια με τέτοια μουσικά γούστα…».

«Είναι τρομερή μπάντα» καταλήγει για τους Μότορχεντ. «Κάπως έτσι, με πατηλίκια, παίρνονται στις ζωές οι κρίσιμες μουσικές στροφές».

Οι εκδόσεις «δίαυλος» και ο συγγραφέας Παναγιώτης Παπαϊωάννου παρουσιάζουν το «Dead Rockers Society» στο Hard Rock Cafe στις 12 Φεβρουαρίου στις 19:00

Ο συγγραφέας του «Dead Rockers Society» γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Όσοι μεγαλώσαμε με τον ροκ ήχο, συνάψαμε, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, μιαν άτυπη σύμβαση με τους ήρωες που τον δημιουργούν και τον εκφράζουν. Εμείς, με τον θαυμασμό και την αφοσίωσή μας, προθυμοποιηθήκαμε να τους εξασφαλίσουμε μιαν ένδοξη καριέρα που θα υπερβαίνει τον βιολογικό τους κύκλο. Και, εκείνοι, σε ανταπόδοση, ανέλαβαν να φτιάξουν και να μας χαρίσουν το σάουντρακ για ολόκληρο τον δικό μας βιολογικό κύκλο. Η μουσική τους, πολλές φορές ήταν εκεί πριν γεννηθούμε και, ως μέρος της δικής τους ανειλημμένης συμβατικής υποχρέωσης, παρέμεινε πάντα δίπλα μας: στο μεγάλωμά μας, στους πρώτους μας έρωτες, στη χαρά από τις επιτυχίες και στη συντριβή από τις αποτυχίες μας, στις απώλειες σημαντικών ανθρώπων, στη γέννηση των παιδιών μας. Το απαιτούσαν οι μεγαλύτεροι από μας, οι γενιές των ροκάδων της εποχής της ξηρασίας, κι εμείς παραλάβαμε αυτή τη σκυτάλη. Να κρατήσουμε μέχρι το τέλος δίπλα μας, άτρωτους ως μεγαλύτερους κι απ’ τη ζωή την ίδια, αυτούς που αποτελούν τη Λέσχη των Νεκρών Ρόκερ. Από τον Lemmy ως τον John Belushi και από την Janis ως τον Roy Buchanan, ένα αντιηρωικό hall of fame, η ζωή των μελών του οποίου γίνεται συνήγορος θανάτου, ενός θανάτου που την ίδια ώρα διαμεσολαβεί για να διασώσει, μέσα από τη συλλογική μνήμη, την πρώτη ύλη που μας κρατά ζωντανούς, εμπνευσμένους και ενεργούς».

Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος δικηγόρος Αθηνών και Δρ. Εγκληματολογίας, έχοντας τα τελευταία είκοσι χρόνια δημοσιεύσει βιβλία, έρευνες και άρθρα σχετικά με την Εγκληματολογία. Συμμετέχει ως ομιλητής σε επιστημονικά συνέδρια, ημερίδες και σεμινάρια, ενώ σε τακτική βάση καλείται να παρεμβαίνει στα media για ζητήματα που άπτονται όψεων του εγκληματικού φαινομένου και της λειτουργίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Πριν όμως συμβούν όλα αυτά, είχε ήδη μεγαλώσει αγαπώντας, βιώνοντας και σπουδάζοντας εντατικά το ροκ, στις περισσότερες από τις εκφάνσεις του που συνδέονται με τη γενιά του, αυτήν των εφήβων της δεκαετίας του ’80. Έκανε επί σειρά ετών ραδιοφωνικές εκπομπές, μεγάλωνε και εμπλούτιζε τη δισκογραφική συλλογή του, παρακολουθούσε με προσήλωση συναυλίες, σύχναζε σε μέρη όπου υπήρχε μουσική, συνηθέστατα ροκ. Ακόμη και σήμερα βιοπορίζεται σε έναν επαγγελματικό στίβο που δεν γνωρίζει δίχτυ ασφαλείας, ενώ εξακολουθεί να γράφει τη γνώμη του για επιστημονικά και μη θέματα, ασκώντας παράλληλα όλες τις παραπάνω δραστηριότητες κατά καθήκον, κατά κλίση και κατά βούληση.