Στην πρόσφατη λίστα του Ιδρύματος Thomson Reuters σχετικά με τους επιστήμονες με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως περιλαμβάνονται 14 Ελληνες. Και ανάμεσά τους υπάρχει μόνο μία γυναίκα που (σε πείσμα των καιρών) διεξάγει την πρωτοποριακή και πολύτιμη για όλους μας έρευνά της στην Ελλάδα. Είναι η καθηγήτρια Βιοπληροφορικής στο Τμήμα Πληροφορικής με εφαρμογές στη Βιοϊατρική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συνεργαζόμενη καθηγήτρια στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ κυρία Αρτεμις Χατζηγεωργίου. Μια «καλλιτέχνις των αλγορίθμων», η οποία συμβάλλει στο καλύτερο (υπολογιστικό) μέλλον της πρόβλεψης, της διάγνωσης και της θεραπείας νόσων – και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι τυχαίος αφού η κυρία Χατζηγεωργίου έχει καλλιτεχνική φλέβα.

Πάντως, η γεννημένη το 1965 δρ Χατζηγεωργίου, δεν είχε ανακαλύψει ούτε την καλλιτεχνική ούτε και την επιστημονική φλέβα της όσο πήγαινε ακόμη σχολείο – συγκεκριμένα στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Οπως αναφέρει στο «Βήμα», «δεν είχα σκεφτεί καν να σπουδάσω Πληροφορική. Η ιδέα μού καλλιεργήθηκε από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, ο οποίος με δεδομένο ότι ήμουν πολύ καλή στα μαθηματικά με προέτρεψε να ασχοληθώ με τους υπολογιστές». Ετσι στα 17 έτη της έφυγε για τη Γερμανία για να σπουδάσει Πληροφορική στη Στουτγάρδη. «Ξεκίνησα τις σπουδές, με τράβηξε όμως ο κινηματογράφος και μάλιστα γύρισα ντοκιμαντέρ, κάποια εκ των οποίων προβλήθηκαν στη Γερμανία». Τα καλλιτεχνικά όνειρα τα διέκοψε ο… ρεαλισμός. «Είδα ότι ήταν πολύ δύσκολο να βιοποριστώ από τον κινηματογράφο και επέστρεψα στην Πληροφορική, ειδικά όταν γνώρισα την τεχνητή νοημοσύνη στην πρώτη της άνθηση. Κάμερα δεν ξαναέπιασα στα χέρια μου επί δεκαετίες μέχρι που γεννήθηκε πριν από επτά χρόνια ο γιος μου και θέλησα να απαθανατίζω τις πολύτιμες στιγμές μαζί του».

 

Φάρμακα και micro-RNAs

Ενώ σπούδαζε Πληροφορική, πήρε ως μάθημα επιλογής τη Βιολογία «καθώς επιθυμούσα αυτά που θα αναπτύξω να βοηθούν τον άνθρωπο». Τελειώνοντας τις σπουδές της έκανε μια πρώτη απόπειρα να επιστρέψει στην Ελλάδα ιδρύοντας μια εταιρεία Πληροφορικής στις αρχές του 1990, ενώ συνέχισε εξ αποστάσεως το διδακτορικό της στη Γερμανία επάνω στη Μοριακή Βιολογία. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Γερμανία όπου και εργάστηκε σε μια start-up Βιοτεχνολογίας στο Βερολίνο. Επόμενος σταθμός της, η άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Βρέθηκα σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια, στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια από το 2001 ως το 2007, όπου κατείχα θέση επίκουρης καθηγήτριας στην Ιατρική Σχολή – ήμουν η πρώτη «πληροφορικάριος» της Ιατρικής Σχολής. Στην Πενσιλβάνια εργάστηκα για πρώτη φορά με τα microRNAs στα ανθρώπινα γονίδια – ανέπτυξα αλγορίθμους οι οποίοι εντόπιζαν τους στόχους και τις λειτουργίες αυτών των πολύ μικρών αλλά ζωτικής σημασίας τμημάτων του γενετικού υλικού μας, με αποτέλεσμα να αποτελούν πλέον βασικούς βιοδείκτες για πλήθος νόσων. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές περί τα 200 διαφορετικά φάρμακα που βασίζονται στα micro-RNAs ενώ γίνονται περί τις 50.000 δημοσιεύσεις ετησίως επάνω στο συγκεκριμένο πεδίο». Μάλιστα από την εποχή στις ΗΠΑ ξεκίνησε μια μεγάλη βάση δεδομένων στην οποία περιλαμβάνονται οι επιστημονικά επιβεβαιωμένοι στόχοι των micro-RNAs καθώς και τα υπολογιστικά εργαλεία εντοπισμού τους, η οποία συνεχίζεται ως σήμερα. Πρόκειται για την πλατφόρμα microrna.gr, η οποία προσφέρει ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους ερευνητές και θεωρείται από τις καλύτερες του είδους της με περισσότερους από 70.000 μοναδικούς χρήστες από όλον τον κόσμο ετησίως.

Το 2007 η νοσταλγία της κυρίας Χατζηγεωργίου για την Ελλάδα νίκησε τη ζωή στο εξωτερικό. «Επέστρεψα και παρά τις δυσκολίες βρήκα πίσω στη χώρα μου αυτό που χρειάζεται ένας επιστήμονας περισσότερο από όλα, πολύ καλούς φοιτητές με όρεξη για ομαδική δουλειά». Αρχικώς εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ». Το 2012 εξελέγη καθηγήτρια Βιοπληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και λίγο αργότερα ξεκίνησε η συνεργασία της με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ. «Η έρευνά μας συνεχίζεται επάνω στη σχέση μεταξύ ασθένειας και μη κωδικών γονιδίων καθώς και στη σύνδεση μεταξύ μικροβίων και νόσων». Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τον καρκίνο, η κυρία Χατζηγεωργίου αναφέρει πως «στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον η θεραπεία, τουλάχιστον κάποιων μορφών του, θα βασίζεται σε έναν συνδυασμό της απεικόνισης και γονιδίων. Η ομάδα μου βοηθά μέσω των αλγορίθμων που αναπτύσσει στο να εντοπίζεται ποιοι πολυμορφισμοί γονιδίων είναι βασικοί για τη νόσο του καθενός ξεχωριστά. Βασικό κομμάτι της ανάπτυξης των αλγορίθμων μας αποτελεί η μηχανική μάθηση, η οποία προσφέρει ανάλυση δισεκατομμυρίων γενωμικών δεδομένων για τον χαρακτηρισμό της λειτουργικότητας γονιδίων. Τα υπολογιστικά εργαλεία μας αποτελούν οδηγό για την έρευνα εκατοντάδων ομάδων παγκοσμίως, οι οποίες εργάζονται επάνω στην κατανόηση και στη θεραπεία νόσων αλλά και βάση για τα διαγνωστικά εργαλεία νέας γενιάς». Με τους προηγμένους αυτούς «συμμάχους» η ομάδα έχει ήδη συμβάλει στην αποκάλυψη των γενετικών μυστικών μορφών καρκίνου όπως των ωοθηκών και του μαστού αλλά και νόσων όπως οι νευροεκφυλιστικές.

Τσεκάπ και καρκίνος

Η νέα πολύτιμη γνώση θα φθάσει μέχρι τους ασθενείς σύντομα, εκτιμά η καθηγήτρια. «Πιστεύω ότι σε δύο-τρία χρόνια το ετήσιο τσεκάπ μας θα μπορεί να περιλαμβάνει ένα τεστ αίματος που θα δείχνει κωδικά και μη κωδικά γονίδια και θα προβλέπει τον κίνδυνο διαφορετικών νόσων όπως ο καρκίνος πριν από την εκδήλωση συμπτωμάτων. Μια τέτοια εξέταση θα κοστίζει περί τα 400 ευρώ». Αυτό το μέλλον βέβαια διέπεται και από σοβαρά βιοηθικά ζητήματα, και για αυτό «πρέπει να υπάρξει η κατάλληλη νομοθεσία για την προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Επίσης, η βιοηθική της γενετικής πρέπει να διδαχθεί στα σχολεία ώστε τα παιδιά να γίνουν κάποια μέρα ενημερωμένοι ενήλικοι που θα ξέρουν πώς να διαχειριστούν τη γενετική πληροφορία».

Κλείνοντας, ρωτήσαμε την κυρία Χατζηγεωργίου αν αισθάνεται περήφανη που, με βάση τη λίστα του Thomson Reuters, ήταν η μοναδική εργαζόμενη στην Ελλάδα γυναίκα επιστήμονας ανάμεσα σε τόσους άνδρες. «Αισθάνομαι λυπημένη. Αυτό μας δείχνει ότι είναι ακόμη πολύ δύσκολο να είσαι γυναίκα επιστήμονας στην Ελλάδα. Θα έπρεπε να υπάρχουν στοχευμένες κρατικές ενέργειες που θα βοηθούσαν πολλές ερευνήτριες στη χώρα μας να βρίσκονται σε αυτή ή σε παρόμοιες λίστες διότι και μπορούν και το αξίζουν…».