Η Ισπανία έχει εισέλθει από καιρό σε μια περίοδο «δεύτερης μετάβασης» («The Economist», 26.6.2004) σε ό,τι αφορά το πολιτικό και κομματικό της σύστημα. Η δεύτερη μετάβαση ακολουθεί την πρώτη, η οποία ξεκίνησε με την πτώση της δικτατορίας του Φράνκο και ολοκληρώθηκε με την οικοδόμηση μιας σταθερής δημοκρατίας, χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός και τα κοινωνικοοικονομικά επιτεύγματα. Η ισπανική δημοκρατία της «δεύτερης μετάβασης» ήρθε αντιμέτωπη με νέα προβλήματα (ισλαμική τρομοκρατία) και προκλήσεις (Indignados), μεταξύ των οποίων η έξαρση του σεπαρατιστικού κινήματος κατέχει περίοπτη θέση.

Ο «εκλογικός σεισμός» του Ιουνίου 2016 εγγράφεται στο φορμάτ αυτής της εξελισσόμενης δεύτερης μετάβασης. Στις εκλογές για το δικαμερικό σύστημα του Cortes Generales που έγιναν προ τριετίας παρουσιάστηκε ο μεγαλύτερος κομματικός κατακερματισμός στη χώρα από το 1977. Ποτέ άλλοτε μετά τη Μεταπολίτευση οι ψηφοφόροι δεν ήταν τόσο αναποφάσιστοι στην εκλογική τους συμπεριφορά, αλλά και ποτέ άλλοτε το κομματικό σύστημα δεν ήταν τόσο φρακαρισμένο αδυνατώντας να ξεφύγει από τη λογική της εναλλαγής στην κυβέρνηση των κομμάτων (Σοσιαλιστές/PSOE και Λαϊκό Κόμμα/PP) που για δεκαετίες διαφέντευαν την εξουσία.

Διεθνείς αναλυτές περιγράφουν ως «παράλυση» αυτό που σημειώθηκε στην Ισπανία: από τη μια, παρατηρήθηκε σημαντική πτώση στην εκλογική απήχηση των Σοσιαλιστών και του Λαϊκού Κόμματος, συγχρόνως με την ανάδειξη των αριστερών ριζοσπαστών του Podemos και του αντισεπαρατιστικού, κεντρώας ιδεολογικής κλίσης κόμματος των Ciudadanos. Από την άλλη, ήταν έκδηλη η απουσία ευελιξίας εκ μέρους των κομμάτων της εθνικής σκηνής να βρουν τον δρόμο της μεταξύ τους συνεργασίας μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του Απριλίου 2019 που έδινε εντολή κομματικής συνεργασίας για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Ενα στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση της «παράλυσης» στην πολιτική σκηνή της Ισπανίας είναι το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω λάμβαναν χώρα όσο εξελισσόταν η μετεωρική άνοδος ενός κόμματος της ultraderecha στο κομματικό σύστημα. Η Ισπανία ήταν ένα από τα τελευταία αναχώματα απέναντι στην ευρωπαϊκή Ακρα Δεξιά. Η ιστορική μνήμη για το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο έδειχνε να λειτουργεί ως αντίδοτο απέναντι στον δεξιό εξτρεμισμό, ενώ παράλληλα το αυτονομιστικό κίνημα στις περιφέρειες εκτόνωνε τις διαθέσεις διαμαρτυρίας των πολιτών απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση.

Η εμφάνιση του ακροδεξιού Vox στις εκλογές του Απριλίου 2019 και η αύξηση κατά ένα εκατομμύριο των ψηφοφόρων του στις επαναληπτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής, στις οποίες τερμάτισε στην τρίτη θέση μπροστά από τους Podemos και τους Ciudadanos, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή της Ισπανίας. H εντυπωσιακή εκλογική άνοδος του Vox δείχνει κατ’ αρχάς ότι η πόλωση, η ακυβερνησία και οι συνθήκες πολιτικής αστάθειας λειτουργούν ευνοϊκά για εκείνους τους παίκτες της κομματικής αρένας που, όπως το Vox, κερδίζουν προβάλλοντας το αφήγημα της «ακραίας αδυναμίας» των αντιπάλων τους και της «ακραίας αναγκαιότητας» της δικής τους παρουσίας στην κομματική σκηνή, όπως σημείωνε ο επικεφαλής του Vox στην προεκλογική του εκστρατεία.

Το Vox, όπως τα κόμματα της κομματικής οικογένειας της Ακρας Δεξιάς, τροφοδοτήθηκε από τα εναντιωματικά συναισθήματα των πολιτών για το πολιτικό κατεστημένο, παρότι ωστόσο το ίδιο δεν αποτελεί μια τυπική περίπτωση κόμματος που εναντιώνεται στο κατεστημένο. Υπερασπίζεται το κεντρικό εθνικό κράτος, απέναντι στο οποίο το Vox θεωρεί ότι τα δύο βασικά κόμματα της διακυβέρνησης έκαναν υποχωρήσεις παραχωρώντας επιπλέον δικαιώματα στους αυτονομιστές και ικανοποιώντας απαιτήσεις τους προκειμένου να εισπράξουν την υποστήριξή τους για τη δική τους άνοδο στην εξουσία.

Ο Σαντιάγο Αμπασκάλ, ιδρυτής και επικεφαλής του Vox, προέρχεται από το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο αποτελεί έναν βασικό τροφοδότη ψήφων για το Vox. Ο λόγος που ο Αμπασκάλ εγκατέλειψε το PP είναι ο ίδιος που φαίνεται να δημιουργεί μετακινήσεις ψηφοφόρων από το Λαϊκό Κόμμα. H μομφή που απευθύνεται από το Vox στο Λαϊκό Κόμμα είναι ότι αυτό μετατοπίστηκε προς το κέντρο του πολιτικοϊδεολογικού άξονα εγκαταλείποντας τις αξιακά και ιδεολογικά συντηρητικές του θέσεις. Η Ακρα Δεξιά αποτελεί ένα είδος «αντεπανάστασης» (P. Ignazi) στην αλλαγή των αξιών προς μια φιλελεύθερη προοπτική που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Το Vox έπαιξε αυτό το χαρτί της αντίδρασης στην παρατηρούμενη σύγκλιση προς το κέντρο των κομματικών δυνάμεων που βρίσκονται στα δεξιά του ιδεολογικοπολιτικού άξονα. Ενας επιπλέον τροφοδότης ψήφων για το Vox υπήρξαν οι Ciudadanos, οι οποίοι – μεταξύ άλλων – υποστήριξαν την πρόταση νόμου του PSOE για την ευθανασία και τάχθηκαν υπέρ της χρήσης μαριχουάνας για θεραπευτικούς σκοπούς, δίνοντας έτσι συνέχεια σε μια σχετική πρόταση των Podemos.

Το Vox έχει τυπικά χαρακτηριστικά κόμματος της Ακρας Δεξιάς, παρότι στην Ευρωβουλή απέφυγε να ενταχθεί στην ομάδα της Μαρίν Λεπέν μετέχοντας σε εκείνη των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (το ίδιο έκανε και η Ελληνική Λύση). Ωστόσο, επικαλούμενο έναν, δήθεν ξεχασμένο από τα κόμματα, πατριωτισμό υποστηρίζει ξεκάθαρα εθνικιστικές/νατιβιστικές, αντιμεταναστευτικές και αντιισλαμικές θέσεις, ενώ επίσης προβάλλει μισογυνικές, συνωμοσιολογικές αλλά και ιστορικά αναθεωρητικές (σε σχέση με το φρανκικό καθεστώς) τοποθετήσεις.

Aν το Vox έχει ρίζες ή πρόκειται για έναν κομήτη, θα φανεί στην πορεία. Η ανάδειξή του πιστοποιεί ωστόσο ότι η Ακροδεξιά καιροφυλακτεί και κάθε έκφραση πολιτικής αδράνειας και καιροσκοπισμού των πολιτικών δυνάμεων δημιουργεί σημαντική ευκαιρία για την άνοδό της.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.