Οι σχεδιασμοί και οι προσδοκίες των Ελλήνων  “decision takers” στον Ελληνικό ενεργειακό σχεδιασμό της τελευταίας δεκαετίας βασίζονταν στη θεώρηση ότι οι διεθνείς τιμές ενέργειας θα αυξηθούν άρα και οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτή την περίπτωση, η αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην εγχώρια αγορά δεν θα προκαλούσε καμία αρνητική συνέπεια π.χ. στην ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας καθώς θα ενσωματώνονταν στη γενική αυξητική πορεία των Διεθνών τιμών ενέργειας. Οι προσδοκίες αυτές αγνοούσαν τις πραγματικές τάσεις των Διεθνών αγορών λόγω των ραγδαίων εξελίξεων όσον αφορά: α) στην εντυπωσιακή αύξηση της ανακάλυψης νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, β) στην εφαρμογή νέων μεθόδων παραγωγής, αποθήκευσης, μεταφοράς και  εμπορίας της ενέργειας (φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια), γ) στις τεχνολογικές εξελίξεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) δ) στη ραγδαία μείωση στο κόστος κατασκευής των νέων έργων ΑΠΕ και των θερμικών συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, ε) στη μείωση της τελικής ζήτησης λόγω της δυναμικής εμφάνισης των «αυτό παραγωγών» και στ) στη μείωση της τελικής ζήτησης λόγω της εφαρμογής δημόσιων πολιτικών ενεργειακής εξοικονόμησης. Αυτές  οι Διεθνείς εξελίξεις οδηγούν στη σταθερή και μακροχρόνια  μείωση της τιμής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Δυστυχώς, η Ελληνική ενεργειακή πολιτική περιφρονούσε και συνεχίζει να περιφρονεί τα μηνύματα που έρχονται από το εξωτερικό…

Οι αναμενόμενες αλλαγές στη διάρθρωση της ημερήσιας παραγωγής.

Παρά το γεγονός ότι η ζήτηση ηλεκτρικής  ενέργειας στην Ελλάδα παραμένει σταθερή τα δύο τελευταία χρόνια λόγω τις οικονομικής κρίσης, οι τιμές στην χονδρεμπορική αγορά (σ.σ. χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας καλείται η αγορά στην οποία οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πωλούν την παραγωγή τους στους τελικούς προμηθευτές και σε μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες), έχουν αυξηθεί κατά 70%, από 40 Ευρώ η μεγαβατώρα το 2016, σε 68 Ευρώ τον Ιούνιο του 2019. Σημαντικό ρόλο στην αύξηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κατά 70% τα τελευταία δυόμιση χρόνια (2017- Ιούνιος 2019),  είχαν : α) η μείωση της συμμετοχής των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στην ημερήσια αγορά (από τα 1800 ΜW στα 1000ΜW), β) η σταδιακή αύξηση της συμμετοχής των μονάδων ΑΠΕ στην ημερήσια αγορά, γ) η υποκατάσταση των λιγνιτικών μονάδων από τις (ακριβότερες) μονάδες ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου και δ) η επιβαλλόμενη από την Επιτροπή ανταγωνισμού προθεσμιακή πώληση σημαντικών ποσοτήτων παραγωγής λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στους ιδιώτες παραγωγούς. Οι διαδοχικές προθεσμιακές πωλήσεις  ήταν σύμφωνες με τη  δέσμευση της ΔΕΗ στην Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη μείωση των μεριδίων της κάτω του 50% της συνολικής παραγωγής και της  συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, μέχρι το έτος 2020.

Οι τιμές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην χονδρεμπορική αγορά μειώθηκαν σημαντικά το Νοέμβριο του 2019. Από τα 68 Ευρώ /MWh κινείται πλέον στα 55-58Ευρώ/MWh. Η σημαντική μείωση της τιμής οφείλεται στον τερματισμό των δημοπρασιών προθεσμιακών πωλήσεων λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ στους ιδιώτες παραγωγούς (NOME)  – απόφαση της νέας κυβέρνησης –  και στην αύξηση των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως,  η Ελληνική τιμή συνεχίζει να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη καθώς, η μέση ευρωπαϊκή τιμή πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στις Ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές κυμαίνεται στα 40 Ευρώ/MWh[1].

Δυστυχώς, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα συνεχίσει να δέχεται ισχυρές πιέσεις για την αύξηση των τιμών λόγω της συνεχόμενης αύξησης εισόδου μεγάλων ποσοτήτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από νέα έργα ΑΠΕ. Και εξηγούμε:

Με εγγυημένες τιμές και την εξασφάλιση καθημερινής προτεραιότητας της εισόδου της παραγωγή των ΑΠΕ στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οριακή τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα συνεχίσει να καθορίζεται αποκλειστικά από τις προσφορές που θα δίδουν οι θερμικές μονάδες φυσικού αερίου. Υπενθυμίζουμε ότι η τελευταία μονάδα που εισέρχεται στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για να καλύψει την προσφορά της (προ) ημερήσιας ζήτησης είναι και αυτή που καθορίζει την τιμή της (προ)ημερήσιας αγοράς για το σύνολο των μονάδων που συμμετείχαν στην αγορά τη συγκεκριμένη ημέρα. Αντίθετα, οι λιγνιτικές μονάδες δεν πρόκειται να συμμετάσχουν ενεργά στην αγορά. Με το υψηλό κόστος έκλυσης CO2 στην αγορά ρύπων , οι λιγνιτικές μονάδες θα επιθυμούν να είναι οι μονάδες φυσικού αερίου αυτές που θα καθορίσουν την ημερήσια τιμή αγοράς  ηλεκτρικής ενέργειας. Οι λιγνιτικές μονάδες με υψηλές τιμές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και με περιορισμένη καθημερινή παραγωγή διασφαλίζουν υψηλότερα έσοδα από την περίπτωση που θα λειτουργούσαν χωρίς περιορισμούς. Πιο συγκεκριμένα, μια λιγνιτική μονάδα η οποία έχει εξασφαλίσει δικαιώματα εκπομπής ρύπων για την παραγωγή της όταν δεν λειτουργεί ή λειτουργεί περιορισμένα μπορεί να έχει έσοδα από την πώληση των πλεονασματικών  δικαιωμάτων παραγωγής ρύπων που συγκεντρώνει αλλά δεν χρησιμοποιεί.

Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός των έργων ΑΠΕ που έχουν ήδη εγκριθεί για να κατασκευαστούν έχουν ήδη διασφαλίσει υψηλές εγγυημένες τιμές και δεν έχουν κάποιο κίνητρο για την ενεργή συμμετοχή τους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προσφέροντας ανταγωνιστικές τιμές. Ο ρόλος του διαχειριστή σε αυτή την περίπτωση (θα) είναι κομβικός καθώς (θα) είναι αυτός που θα καθορίζει αν θα δεχτεί και σε ποιο βαθμό μεγάλο αριθμό ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, πέραν του προβλεπόμενου. Αν δεχτεί μεγάλο αριθμό τότε οι ημερήσιες τιμές πιθανόν να καταλήξουν να είναι αρνητικές αν όμως διατηρήσει την παραγωγή ΑΠΕ που θα δέχεται να εισέρχεται στο σύστημα σε ένα καθορισμένο επίπεδο εισροής τότε οι οριακές ημερήσιες τιμές θα καθορίζονται από τις προσφορές των θερμικών μονάδων φυσικού αερίου. Μεσοπρόθεσμα αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει παρά τα  βήματα που έχουν γίνει για α) την άρση της παροχής προτεραιότητας εισόδου της παραγωγής των ΑΠΕ στο δίκτυο μεταφοράς και β) για τον καθορισμό των  εγγυημένων τιμών παραγωγής των νέων και παλαιών έργων ΑΠΕ με ανοιχτές δημοπρασίες.  Οι τιμές θα συνεχίσουν να διαμορφώνονται από τις (ακριβές) θερμικές μονάδες φυσικού αερίου καθώς οι λιγνιτικές μονάδες θα αποσύρονται .

Τολμούμε να προβλέψουμε ότι  η αναμενόμενη ίδρυση και λειτουργία 4 αγορών ηλεκτρικής ενέργειας (προ ημερήσια αγορά, ενδο ημερήσια αγορά, προθεσμιακή αγορά και αγορά εξισορρόπησης) το έτος 2020 σύμφωνες με τις δεσμεύσεις της χώρας για το Ευρωπαϊκό μοντέλο λειτουργίας της αγοράς ενέργειας (Target Model) δεν πρόκειται να αλλάξουν τον τρόπο καθορισμού της (υψηλής) τιμής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Η προθεσμιακή αγορά θα αναλάβει να διαχειρίζεται ποσότητες ίσες ή μικρότερες από τις ποσότητες που δημοπρατούσε η ΔΕΗ προς τους ιδιώτες παραγωγούς υπό το καθεστώς NOME. Η προ ημερήσια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα συνεχίσει να λειτουργεί όπως λειτουργεί σήμερα και θα έχει το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας. Η ένδο ημερήσια αγορά θα διαμορφώνεται με οριακές  ποσότητες παραγωγής ενώ η αγορά της εξισορρόπησης αναμένεται να απορροφήσει τις μονάδες  και τις ποσότητες παραγωγής που σήμερα συντηρούν το μηχανισμό εφεδρικών μονάδων για τη διασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος.

Απαιτείται Νέα πολιτική

Υπό αυτές τις υπό διαμόρφωση συνθήκες, απαιτείται μια νέα πολιτική που θα μηδενίσει τις πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και θα καλύψει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που προσφέρει προς τους καταναλωτές και τις εγχώριες επιχειρήσεις.  Αν δεν το πράξει γρήγορα η νέα κυβέρνηση, τότε οι υψηλές τιμές στην Ελληνική χονδρεμπορική αγορά θα συνεχίσουν να πιέζουν για περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές λιανικής περιορίζοντας περαιτέρω το καθαρό εισόδημα των Ελλήνων και των Ελληνίδων πολιτών.

Νέα πολιτική ΑΠΕ

Η νέα κυβέρνηση πρέπει να λάβει υπόψη της το Διεθνές διαμορφωμένο (μειωμένο) κόστος κατασκευής και λειτουργίας ΑΠΕ το οποίο κυμαίνεται πλέον για τα αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα στα 40-50 Δολάρια/MWh που σημαίνει ότι πρέπει αμέσως να επανακαθορίσει τις τιμές σε έργα που έχουν εξασφαλίσει από το παρελθόν υψηλές εγγυημένες τιμές ακόμη και αν «αντιστέκονται» σε κάτι τέτοιο πολλές δικηγορικές εταιρίες και επιχειρηματικές ομάδες. Το δημόσιο συμφέρον και η κοινωνική ευημερία προέχουν κάθε άλλου ατομικού και επιχειρηματικού συμφέροντος .

Το κόστος κατασκευής έργων ΑΠΕ είναι πλέον μικρότερο από το κόστος κατασκευής αλλά και από το κόστος λειτουργίας μονάδων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, λιγνίτης) έτσι η πρόταση και η απόφαση για κατάργηση των εγγυημένων τιμών στα έργα ΑΠΕ δεν ξενίζει πλέον. Για τον ίδιο λόγο η κατάργηση της διάταξης της προτεραιότητας εισόδου των ΑΠΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στο ηλεκτρικό σύστημα μεταφοράς θα πρέπει να γίνει αμέσως. Το Ευρωπαϊκό Συλλογικό Όργανο των Εθνικών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (CEER) από το 2015 προτείνει την κατάργηση της προτεραιότητας εισόδου των ΑΠΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Να διευκρινίσουμε επιπλέον ότι η κατάργηση της προτεραιότητας και της εγγυημένης τιμής για παλαιά έργα ΑΠΕ δεν σημαίνει χαμηλότερα κέρδη ή ζημία για τους παραγωγούς ΑΠΕ. Αντίθετα, η κατάργηση της εγγυημένης τιμής και της προτεραιότητας θα απελευθερώσει τους παραγωγούς ΑΠΕ προσφέροντας τους την ευκαιρία για υψηλότερα έσοδα και κέρδη. Και εξηγούμε:

Τα έσοδα (R) μιας επιχείρησης καθορίζονται από την τιμή (P) και την ποσότητα παραγωγής (Q) δηλ. R= P*Q. Οι εγγυημένες τιμές που παρέχουν οι δημόσιες αρχές προς τους παραγωγούς καθορίζονται για συγκεκριμένες ποσότητες παραγωγής τις οποίες οι παραγωγοί δεν μπορούν να υπερβούν. Σε μια απελευθερωμένη αγορά ΑΠΕ που ο παραγωγός είναι ελεύθερος να παράξει και να προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα Q,  το P, η τιμή θα είναι χαμηλότερη της εγγυημένης τιμής αλλά το Q, η παραγωγή,  θα είναι μεγαλύτερο (υπολογίζεται διπλάσια παραγωγή για όλους τους παραγωγούς ΑΠΕ) αυξάνοντας  τελικά τα έσοδα και τα κέρδη των παραγωγών.

Επιπλέον, η νέα Ελληνική κυβέρνηση οφείλει να δεχθεί την ακύρωση ή/και την απόρριψη νέων και παλαιών αιτήσεων κατασκευής μικρών μονάδων ΑΠΕ υιοθετώντας τη Διεθνή τάση προς την κατασκευή μεγάλων έργων  ΑΠΕ της τάξεως των 400MW – 600MW.  H Ελλάδα δεν χρειάζεται πάνω από 20 – 30 μεγάλα έργα θαλάσσιων αιολικών πάρκων και αιολικών πάρκων σε βραχονησίδες ή ακατοίκητα νησιά καθώς αυτά θα μπορούν να καλύψουν το σύνολο της εγχώριας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας προσφέροντας καθαρή ηλεκτρική ενέργεια στους καταναλωτές σε χαμηλές τιμές.

[1] Για μια συγκριτική καταγραφή των προ ημερήσιων χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη βλέπε:  https://www.energylive.cloud/

*O Βασίλειος  Π. Πανουσόπουλος (1971) είναι  Οικονομολόγος, – Διεθνολόγος (ΕΕΠ). Ειδικός Επιστήμονας Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ).