Η συζήτηση για την ψήφο των εκτός επικρατείας Ελλήνων ή για την ψήφο εξ αποστάσεως έχει τρεις παραμέτρους.

Μια δημοκρατική. Εδώ και δεκαετίες οι δημοκρατίες έχουν καθιερώσει την καθολικότητα της ψηφοφορίας και έχουν καταργήσει τις προϋποθέσεις για το δικαίωμα ψήφου.

Δεν το εξαρτούν ούτε από περιουσιακά κριτήρια, ούτε από τόπο διαμονής, ούτε από φύλο, μορφωτικό ή κοινωνικό επίπεδο.

Κάθε πολίτης έχει μια ψήφο, τελεία. Την κάνει ό,τι θέλει. Δεν περνάει εξετάσεις για να του παραχωρηθεί ή για να τη χρησιμοποιήσει.

Μια εθνική. Ενα έθνος με μεγάλη διασπορά έχει απόλυτο συμφέρον να την κρατάει δίπλα του. Για τον απλούστατο λόγο ότι η Ομογένεια είναι αυτονόητος οικονομικός και πολιτικός πλούτος. Τόσο απλό.

Πώς θα το πετύχει αυτό είναι άλλη υπόθεση και κάθε χώρα με μεγάλη διασπορά (Ιρλανδία, Ισραήλ, ακόμη και η Κίνα…) την προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο. Είναι σαφές όμως ότι η συμμετοχή της στα εθνικά πράγματα αποτελεί κορυφαίο κίνητρο και δεσμό.

Μια κομματική. Η Αριστερά συνολικά φοβάται ότι οι Ελληνες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό δεν συμμερίζονται τις ιδέες της. Και ως εκ τούτου, ότι μια μαζική συμμετοχή τους στις εκλογές θα αλλοιώσει υπέρ των παραδοσιακών παρατάξεων (ΝΔ και ΠαΣοΚ) τους εθνικούς συσχετισμούς.

Δεν ξέρω αν ο φόβος τους είναι βάσιμος. Δεν θα με εξέπληττε όμως αν έχουν δίκιο. Στις αντιδράσεις τους πάντως υποβόσκει η υπόνοια πως όποιος δεν είναι αριστερός ή όποιος δεν είναι επιρρεπής στην Αριστερά, είναι πολίτης χαμηλότερης κατηγορίας.

Στις τρεις αυτές παραμέτρους προστίθεται για τα δικά μας και μια τέταρτη. Οτι για ακατανόητους λόγους το Σύνταγμα ζητεί 200 ψήφους για «τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την επικράτεια».

Η λύση που φαίνεται τελικά να δόθηκε από την πλειοψηφία των κομμάτων υπακούει αναγκαστικά σε αυτές τις τέσσερις παραμέτρους. Οι εκτός επικρατείας Ελληνες θα μπορούν μεν να ψηφίζουν στον τόπο τους, η ψήφος τους θα μετρά ισότιμα στο εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά θα ψηφίζουν μόνο αυτοπροσώπως και υπό προϋποθέσεις.

Προφανώς η φόρμουλα έχει σοβαρές αβαρίες – τις επισήμανε με άρθρο του και ο Ευ. Βενιζέλος («ΤΑ ΝΕΑ», 30/10). Είναι όμως μια φόρμουλα που κατά τα φαινόμενα θα μπορέσει να εφαρμοστεί.

Δεν θα πρέπει δηλαδή να παραγνωρίζουμε πως για τα ελληνικά δεδομένα είναι ταυτοχρόνως ένα βήμα και μια αρχή.

Και αυτό επειδή δυστυχώς στη χώρα μας τα αυτονόητα δεν είναι ποτέ αυτονόητα. Ετσι ζητήματα όπως π.χ. η επιστολική ψήφος ή η ψήφος εκ αποστάσεως που εφαρμόζονται σε όλες σχεδόν τις δημοκρατίες του πλανήτη εξακολουθούν να προκαλούν ακατάληπτες αντιρρήσεις.

Από την άλλη πλευρά, αν το βήμα είναι μεγάλο θα κριθεί μόνο στην πράξη και από τον αριθμό των εκτός επικρατείας Ελλήνων που θα πάρουν μέρος στις εκλογές. Είναι θέμα των πολιτικών δυνάμεων να τους πείσουν.

Αν για παράδειγμα η συμμετοχή τους κινηθεί κάτω από τις 150.000 ψήφους, θα είναι πολύ κακό για το τίποτα. Αν ξεπεράσει τις 300.000, θα είναι μια σημαντική εξέλιξη.

Ούτως ή άλλως, η συζήτηση άνοιξε και δεν πρέπει να κλείσει.

Ο εκσυγχρονισμός της εκλογικής διαδικασίας είναι από τα μεγάλα ζητούμενα του πολιτικού μας συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι τα εκλογικά μας ήθη κινούνται ακόμη με όρους 20ού αιώνα – και μάλιστα όχι των τελευταίων δεκαετιών…

Πιθανώς η εξοικείωση με την ιδέα της ψήφου εξ αποστάσεως να επιτρέψει στις πολιτικές δυνάμεις που αντιστέκονται να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να πηγαίνουν κόντρα στην εποχή τους.

Και τότε θα αφήσουμε πίσω τις φοβίες των μακρινών εποχών που ψήφιζαν και τα δέντρα. Για να φτάσουμε επιτέλους στην εποχή όπου θα ψηφίζουν οι ψηφοφόροι. Ολοι οι ψηφοφόροι.