Τρεις απλούς παράγοντες που προβλέπουν αν ένα μικρό παιδί με υγιές βάρος θα γίνει υπέρβαρος ή παχύσαρκος έφηβος αποκαλύπτει μια νέα μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Παιδιατρικού Ερευνητικού Ινστιτούτου Murdoch (MCRI).

Οι τρεις παράγοντες

Συγκεκριμένα η μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «International Journal of Obesity» έδειξε ότι ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ- ορίζεται ως το βάρος ενός ατόμου σε κιλά, διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους του σε μέτρα) τόσο του ίδιου του παιδιού όσο και της μητέρας του καθώς και το επίπεδο μόρφωσης της μητέρας μπορούν να προβλέψουν την εμφάνιση προβλημάτων βάρους στο παιδί – κυρίως μετά την ηλικία των έξι ως επτά ετών – ώσπου να φθάσει στην εφηβεία.

Κάθε επιπλέον μονάδα στον ΔΜΣ όταν το παιδί ήταν έξι-επτά ετών φάνηκε να τριπλασιάζει τις πιθανότητες εμφάνισης προβλημάτων στο βάρος όταν έφθανε τα 14-15 έτη ενώ παράλληλα μείωνε κατά 50% τις πιθανότητες να λυθεί το πρόβλημα αύξησης του βάρους στην εφηβεία.

Επιπλέον, για κάθε αύξηση κατά μία μονάδα στον ΔΜΣ της μητέρας όταν το παιδί ήταν έξι-επτά ετών οι πιθανότητες εμφάνισης προβλημάτων βάρους στο παιδί στα 14-15 χρόνια του αυξάνονταν κατά 5% ενώ οι πιθανότητες να βρεθεί λύση στο πρόβλημα του βάρους του μειώνονταν κατά περίπου 10%.

Σημαντικό ρόλο αποδείχθηκε, κατά τα ευρήματα, ότι έπαιζε και το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας σε ό,τι αφορούσε το βάρος του παιδιού της. Συγκεκριμένα τα παιδιά των μητέρων που είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση αντιμετώπιζαν μικρότερο κίνδυνο να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα στα δύο ως πέντε έτη τους ενώ παράλληλα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να λύσουν προβλήματα βάρους που πιθανόν να τους παρουσιάζονταν ως την εφηβεία.

Πρόβλεψη με σχετικά μεγάλη ακρίβεια

Σύμφωνα με τη δρα Κέιτ Λίσετ από το ΜCRI, κύρια συγγραφέα της νέας μελέτης, η συχνότητα εμφάνισης περιττών κιλών στην ηλικία των 14-15 ετών, ήταν της τάξεως του 13% στα παιδιά που δεν είχαν κανέναν από τους τρεις παράγοντες κινδύνου που προαναφέρθηκαν στις ηλικίες έξι ως επτά ετών και 71% στα παιδιά που είχαν και τους τρεις παράγοντες κινδύνου. Όπως επεσήμανε η ερευνήτρια, ο εντοπισμός των τριών αυτών παραγόντων από τους ειδικούς μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη του ποιο παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο με ακρίβεια της τάξεως του περίπου 70%.

Η μελέτη έδειξε επίσης ότι τα παιδιά που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα στα δύο ως πέντε έτη τους είχαν μικρές πιθανότητες να λύσουν τα προβλήματα του βάρους τους ως την εφηβεία όταν διέθεταν και τους τρεις παράγοντες κινδύνου.

Τα δεδομένα προέκυψαν μετά από μελέτη 3.469 παιδιών που παρακολουθήθηκαν από τη γέννηση και 3.276 παιδιών των οποίων η παρακολούθηση ξεκίνησε όταν πήγαιναν στον παιδικό σταθμό (όλοι οι εθελοντές συμμετείχαν στη Longitudinal Study of Australian Children). Το βάρος και το ύψος των παιδιών καταγράφονταν κάθε δύο χρόνια. Οι ερευνητές εξέτασαν πώς συνδυασμοί 25 κλινικών δεικτών όπως το πόσο θήλασε το κάθε παιδί καθώς και πόση σωματική δραστηριότητα έκανε σε διαφορετικές ηλικίες προέλβεπαν το βάρος του παιδιού στις ηλικίες 10-11 ετών καθώς και 14-15 ετών.

Μοντέλο εκτίμησης του κινδύνου

Ο πρώτος συγγραφέας της νέας μελέτης καθηγητής Μάρκους Γιουονάλα από το Πανεπιστήμιο του Τουρκού στη Φινλανδία ανέφερε ότι με βάση τα νέα ευρήματα μπορεί να αναπτυχθεί ένα απλό μοντέλο εκτίμησης του κινδύνου παχυσαρκίας το οποίο θα είναι εύκολα διαθέσιμο στους παιδιάτρους και θα βοηθά στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας. «Συνδυάζοντας δεδομένα σχετικά με τους τρεις παράγοντες κινδύνου οι γιατροί θα μπορούν να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις στοχεύοντας τα παιδιά που κινδυνεύουν περισσότερο από παχυσαρκία στην εφηβεία» σημείωσε ο καθηγητής Γιουονάλα.