Πριν από κάποιον καιρό κυκλοφόρησε και στη χώρα μας το πολιτικό δοκίμιο του αμερικανού καθηγητή Μαρκ Λίλα με τον τίτλο Κάποτε Φιλελεύθερος και Πάλι Φιλελεύθερος (εκδόσεις Επίκεντρο, μετάφραση Ελένη Κοτσυφού). Το κείμενο αυτό σχολιάστηκε κυρίως για την κριτική που ασκεί στη λεγόμενη πολιτική των ταυτοτήτων και για το πώς ελέγχει την επίδραση που έχει αυτή η πολιτική στην Αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Πολύ λιγότερο απασχόλησε το σχόλιό μας η άλλη κεντρική ιδέα στο επιχείρημα του Λίλα: η άποψη πως η πολιτική – και η συναφής με αυτή διανοητική δραστηριότητα – πρέπει να απαντά κυρίως στο ερώτημα πώς κατακτάμε την εξουσία και πώς νικάμε τον εκάστοτε αντίπαλο. Σύμφωνα με έναν άλλον στοχαστή, μάλλον πιο ριζοσπάστη από τον Λίλα, μα επίσης ρεαλιστή στη συλλογιστική του, τον Ρέιμοντ Γκόις, το κεντρικό ζητούμενο της πολιτικής θεωρίας δεν είναι η ιδέα της δικαιοσύνης αλλά η εξουσία και η νομή της.

Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η πιο πάνω οπτική είναι ο «τάφος» μιας ορισμένης αντίληψης για τους διανοουμένους και τη σχέση τους με την πρακτική πολιτική. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα κατά την ύστερη μνημονιακή περίοδο, πολλοί επιλέγουν να δανειστούν το παραπάνω σχήμα. Λένε, ή μάλλον αφήνουν να εννοηθεί, πως η όποια χρησιμότητα και αξία των διανοουμένων αποδεικνύεται με την ενσωμάτωσή τους σε ένα από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά υποκείμενα της συγκυρίας. Οι διανοούμενοι καλούνται να υπάρξουν είτε ως προοδευτικοί/αριστεροί γύρω από τον μετεξελισσόμενο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως μεταρρυθμιστές ή εκσυγχρονιστές εντός της καινούργιας πλειοψηφίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν λοιπόν ισχύει η υπόθεση ότι η ουσία της πολιτικής είναι κατά βάση ο ανταγωνισμός των κομμάτων για την εξουσία ή, πιο πεζά, η μάχη για την κατάκτηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, τότε, υποθέτει κανείς, πως κάθε διανοούμενος ο οποίος δεν στοιχίζεται στην υπάρχουσα κομματική διάταξη βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου. Με μια έννοια, ανήκει στη «διανόηση», έννοια που στο τρέχον λεξιλόγιο αντιμετωπίζεται με πρόδηλη καχυποψία. Με άλλα λόγια, δεν έχει ιδέα από πραγματική πολιτική. Ακόμα και αν σε αυτή τη «διανόηση» πιστώνονται ενδιαφέρουσες σκέψεις, πρόκειται, λένε, για σκέψεις πολυτελείας εφόσον δεν σταθμεύουν, με καθαρό τρόπο, στα ερείσματα της υπαρκτής πολιτικής διαμάχης.

Πρέπει να πω ότι όλα αυτά τα ξανασκέφτηκα διαβάζοντας ορισμένα ξινά σχόλια με αφορμή την παρουσίαση του σπουδαίου βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη στο Κορακοχώρι Ηλείας, συνάντηση που για κάποιες ημέρες συζητήθηκε και ως εν δυνάμει «πολιτικό γεγονός». Οταν έγινε αντιληπτό από τη δημοσιογραφική πιάτσα ότι η εκδήλωση αυτή δεν θα έβγαζε «πολιτική είδηση» (με τον τρόπο που καταλαβαίνουν τον όρο στο κομματικό πεδίο), τότε ανασύρθηκε ξανά στην επιφάνεια ο περιφρονητικός λόγος περί διανόησης: η πεποίθηση ότι αν ένας στοχασμός δεν λύνει το πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης ή δεν προσχωρεί καθαρά στην κυβερνητική πράξη στερείται πολιτικού νοήματος. Ο πολιτικός χαρακτήρας της διανόησης θα συνδεθεί έτσι ασφυκτικά με την έννοια της συστράτευσης και τη δηλωμένη συνοδοιπορία. Και αυτό ιδιαίτερα απευθύνεται σε διανοουμένους που κινούνται στον χώρο του Κέντρου, χώρος που άλλοτε στιγματίζεται ως ανύπαρκτος πολιτικά και την ίδια στιγμή διεκδικείται από δεξιά και αριστερά.

Εχω τη γνώμη ότι αυτή η αλαζονική προγραφή της διανόησης είναι, δυστυχώς, μία από τις πολλές κακές κληρονομιές με ρίζες στην κομμουνιστική Αριστερά και μεταφυτεύτηκε (επιτυχώς, όπως φαίνεται) και σε όλον σχεδόν τον «αστικό χώρο». Είναι η κληρονομιά που θέλει κάθε ατομικό διανοούμενο προσκολλημένο στα κόμματα ως υποτιθέμενους συλλογικούς διανοουμένους. Αυτά τα χρόνια, ας πούμε, η στρεβλή και κάπως κωμικοτραγική εκδοχή αυτής της ιστορίας φάνηκε στις αγχωμένες προσπάθειες αριστερών ακαδημαϊκών να δικαιολογήσουν σχεδόν τα πάντα στον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και στη διαφαινόμενη τάση ορισμένων στο Κέντρο τους τελευταίους μήνες να βρουν ελαφρυντικά για κάθε πράξη ή λόγο που εκπέμπεται από τη σημερινή κυβέρνηση. Προφανώς, υπάρχουν εξαιρέσεις και σε κάποια θέματα, όπως για παράδειγμα σε αυτό με τις νέες ρυθμίσεις για τον αιγιαλό, οι οποίες και ευτυχώς αποσύρθηκαν, στάθηκαν αξιοσημείωτες οι κριτικές φωνές διαμαρτυρίας από ανθρώπους του φιλελεύθερου χώρου.

Το πρόβλημα πάντως σχετίζεται με κακή κατανόηση του τι σημαίνει ρεαλισμός και γείωση στην κριτική των διανοουμένων. Από τη μια μπορούμε ίσως να συμφωνήσουμε ότι δεν μπορεί να σταθεί πλέον το πορτρέτο του διανοουμένου ως ανεξάρτητης φωνής που «καταγγέλλει την εξουσία», το σχήμα μιας εξωτερικής ηθικής συνείδησης. Σε μεγάλο βαθμό ένα τέτοιο ήθος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν μια εξιδανίκευση, αν όχι μια προβολή, ευσεβών πόθων. Συχνά, μάλιστα, το στερεότυπο του διανοουμένου της κριτικής εναντίωσης συσκότιζε το γεγονός της γοητείας την οποία άσκησαν οι αυλές των ηγεμόνων στους ανθρώπους των γραμμάτων. Ούτε είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει πια θέση για τον δημόσιο πολιτικό στοχασμό επειδή, τάχα, όλα τα έχουν σφετεριστεί η τεχνοκρατία και οι ειδικοί. Θα έλεγε κανείς ότι τέτοιες γενικές αποφάνσεις και τα αντίστοιχα αγγελτήρια θανάτου που τις συνοδεύουν μοιάζουν απλώς με υπεκφυγές. Απεναντίας, νομίζω πως αυτή ειδικά η συγκυρία επιβάλλει να δούμε ξανά τον πλούτο της πολιτικής κριτικής ως κατ’ εξοχήν παραγωγικής υπόθεσης. Να μην αποδεχτούμε, δηλαδή, την κάπως πένθιμη – και κατά βάθος ελάχιστα δημοκρατική – ιδέα πως η διανόηση πρέπει να λειτουργεί ως εμψυχωτής του φρονήματος για τα φιλοκυβερνητικά ή αντικυβερνητικά πάθη της ημέρας. Και να παραδεχτούμε πως πολιτική δεν σημαίνει, απαραίτητα, τη δικαιολόγηση προσώπων, πρακτικών ή απίθανων αποφάσεων, αρκεί να προέρχονται από τον «δικό μας χώρο». Η πολιτική ζει – όσο ζει ακόμα – και στις υποθέσεις εργασίας και στους συλλογισμούς που ενδεχομένως δεν ικανοποιούν τις κυβερνητικές προτεραιότητες, ούτε «βολεύουν» τα αντιπολιτευτικά σχέδια. Ετσι, άλλωστε, μπορεί να χτιστεί κάποια αξιοπιστία στη δημόσια σκηνή της πολιτικής: όταν συνειδητοποιούμε ότι χρειάζεται να πάμε πέρα από το αιώνιο δίπολο της καταγγελίας και της απολογητικής για να κατακτήσουμε μια πιο απλή και γι’ αυτό περισσότερο πολύτιμη δυνατότητα: τη δυνατότητα να κατονομάζουμε ένα κακό, μια λάθος απόφαση, μια προγραμματική ανοησία, έστω κι αν έχει φυτρώσει στο προσφιλές μας πολιτικό γήπεδο.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου η μικρή κλίμακα και οι γνωριμίες όλων με όλους εμποδίζουν την ψυχρή αποτίμηση έργων, πολιτικών και πράξεων. Η μικρή κλίμακα τρέφει κατά κανόνα στενές κοινότητες πολιτικής συμπάθειας ή πολιτικής εχθροπάθειας. Αν αυτό όμως δεν σπάσει και δεν αναγνωρίσουμε τους πολλούς τρόπους της πολιτικής και διανοητικής δράσης, θα κινούμαστε είτε γύρω από μια εύκολη αντιπολίτευση, είτε γύρω από μια απολογητική συμπολίτευση. Το θέλουμε άραγε αυτό; Και κυρίως, είναι αυτό που απαιτεί η δημοκρατία από τους διανοουμένους;

 

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.