Στο πρώτο crash test της κυβέρνησης με τα συνδικάτα και τον κορμό της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ) οδηγούν οι αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και στην κήρυξη απεργίας.

Από το πακέτο μέτρων που εντάχθηκε στο αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο τις περισσότερες αντιδράσεις συγκεντρώνει η δυνατότητα που θα παρέχεται με το νέο καθεστώς να εξαιρούνται ορισμένες επιχειρήσεις με οικονομικά προβλήματα από την εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων. Αυτό δύναται να ισχύσει και σε τοπικό επίπεδο (τοπικά σύμφωνα απασχόλησης). Επίσης, δίνεται η δυνατότητα στους κοινωνικούς εταίρους να συμφωνήσουν ώστε να εξαιρούνται επιχειρήσεις από την εφαρμογή μιας κλαδικής σύμβασης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Ηδη η πρώην υπουργός Εργασίας, κυρία Εφη Αχτσιόγλου δήλωσε ότι «μετά την υποβάθμιση του ΣΕΠΕ και την κατάργηση της αιτιολογημένης απόλυσης και της συνευθύνης αρχικού εργοδότη – εργολάβου, η κυβέρνηση, εναρμονιζόμενη πλήρως με τις προτάσεις ΣΕΒ – ΔΝΤ, δίνει τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις να εξαιρούνται από τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας και να υπερισχύει η επιχειρησιακή, ακόμα και αν έχει δυσμενέστερους όρους για τους εργαζομένους».

Προειδοποιεί δε ότι «με την υπογραφή τοπικών συμβάσεων θα μπορούν να μειώνονται τοπικά οι μισθοί των εθνικών κλαδικών συμβάσεων».

Από την πλευρά του ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης προβάλλει τις αλλαγές εκείνες που προστατεύουν τον εργαζόμενο από τη μερική απασχόληση και τις ευέλικτες μορφές εργασίας που κυριάρχησαν τα τελευταία οκτώ χρόνια, όπως το αυξημένο κόστος υπερωριών για τους εργοδότες, ενώ προαναγγέλλει αυστηρούς ελέγχους για να περιοριστεί η ανασφάλιστη εργασία.

Τομή θεωρεί τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο που αφορούν την κήρυξη απεργιών και ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τους εργοδότες.

Τι αλλάζει

Οπως σημειώνει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, η σημαντικότερη ίσως αλλαγή που προωθεί με τη νομοθετική ρύθμιση η κυβέρνηση είναι ότι επανέρχεται στο προσκήνιο ο θεσμός των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων.

Ειδικότερα, προβλέπεται εξαίρεση από την αρχή της εύνοιας σε περίπτωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων αυτών δηλαδή η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση θα υπερισχύει έναντι της κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής.

Ζήτημα τίθεται εν προκειμένω σχετικά με το ποιος θα είναι αρμόδιος να κρίνει αν μία επιχείρηση υπάγεται ή μη στην εν λόγω εξαίρεση. Τούτο διότι ναι μεν θα προβλέπονται βάσει υπουργικής απόφασης συγκεκριμένα κριτήρια με τα οποία θα προσδιορίζεται ποια επιχείρηση θεωρείται ότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ουδέν όμως αναφέρεται αναφορικά με το ποιος θα είναι αρμόδιος να προβεί στην εν λόγω υπαγωγή.

Ο κ. Καρούζος σημειώνει ότι «με τις αλλαγές καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων».

Οπως εξηγεί, προκειμένου να κηρυχτεί μια κλαδική συλλογική σύμβαση ως γενικώς υποχρεωτική, απαιτείται εκτός από αίτηση του συνδικάτου προς τον υπουργό και τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και στην απασχόληση και κοινοποίηση αυτής στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας. Ακολούθως το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδοτεί αιτιολογημένα προς τον υπουργό Εργασίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την τεκμηριωμένη βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του υπουργείου ότι η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος, αλλά και το πόρισμα διαβούλευσης των δεσμευόμενων μερών ενώπιον του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας για την αναγκαιότητα της επέκτασης και τις επιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση.

Πλήρης ανατροπή

Ολα αυτά προκαλούν ήδη πλήθος αντιδράσεων, κυρίως στην πλευρά των εργαζομένων – τη ΓΣΕΕ, την ΟΤΟΕ και το ΠΑΜΕ – που με ανακοινώσεις τους σημειώνουν ότι θα οδηγήσουν σε πλήρη ανατροπή των συμβάσεων, οι οποίες, σημειωτέον, δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί μετά τις ανατροπές που υπέστησαν κατά τη μνημονιακή περίοδο.

Σε μια προσπάθεια να προλάβει τις αντιδράσεις, ο υφυπουργός Νότης Μηταράκης δήλωσε πρόσφατα ότι «στις κυβερνητικές προθέσεις είναι να νομοθετηθεί μια πολύ μικρή εξαίρεση για εταιρείες που βρίσκονται σε οργανωμένη αναδιάρθρωση και χρειάζονται στήριξη. Δεν υπάρχει πρόθεση γενικευμένης εξαίρεσης που να αλλάζει το πλαίσιο των κλαδικών συμβάσεων».

Μειώσεις εισφορών μόνο για την πλήρη απασχόληση

Μόνο τους εργαζομένους-μισθωτούς πλήρους απασχόλησης θα αφορά η σταδιακή μείωση των εισφορών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες που αναμένεται να εφαρμόσει σταδιακά από το 2020 η κυβέρνηση. Η μείωση για το 2020 αναμένεται να φθάσει το 1% και το 2021 το 1,3%. Το μέτρο θα ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2020 και θα ολοκληρωθεί το 2023. Η κυβέρνηση, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο μείωσης της επιβάρυνσης, κατά κύριο λόγο για τα υψηλά εισοδήματα.

Τι προβλέπει το νομοσχέδιο

Η κυβέρνηση περιμένει τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ κ.λπ.) για όλες τις αλλαγές στην εργασία που περιλήφθηκαν στο αναπτυξιακό νομοσχέδιο. Τα κύρια ζητήματα είναι:

1. Αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου και καθιέρωση ηλεκτρονικής ψηφοφορίας σε ό,τι αφορά τον τρόπο λήψης απόφασης για απεργία οι οποίες θα προβλέπονται σε νομοσχέδιο που θα έλθει σύντομα στη Βουλή. Η απόφαση για απεργία θα λαμβάνεται απευθείας από τους εργαζομένους με ηλεκτρονική ψηφοφορία ώστε να υπάρχει «ανεμπόδιστη καθολική συμμετοχή των εργαζομένων στις αρχαιρεσίες και στην άσκηση του σχετικού δικαιώματός τους». Επίσης διατηρείται η υποχρεωτικότητα παρουσίας 50%+1 στη λήψη των οικονομικών ενεργών μελών μιας πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης στη γενική συνέλευση προκειμένου να ληφθεί έγκυρη απόφαση.

2. Δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων και στελεχών με στόχο την καταγραφή του ακριβούς αριθμού συμμετεχόντων σε κάθε οργάνωση και τη διαφάνεια. Ετσι ώστε να απεμπλακούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις από παθογόνες καταστάσεις που δημιούργησαν την πρόσφατη κρίση ηγεσίας σε μια σειρά οργανώσεων και στη ΓΣΕΕ.

3. Μητρώο επιχειρήσεων όπου θα παρακολουθείται η τήρηση της εργατικής νομοθεσίας και θα επιβραβεύονται οι συνεπείς επιχειρήσεις με φορολογικά κίνητρα, με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και με επιδοτήσεις και συμμετοχή σε προγράμματα κατάρτισης κ.ά.

4. Διάταξη που θα καθιστά ακριβότερη τη μερική απασχόληση και θα πριμοδοτεί την πλήρη εργασία..

5. Διάταξη που θα ορίζει ότι η καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων για περισσότερους από δύο μήνες θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.