Η δήλωση του αμερικανού υπουργού Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν ότι η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει τρόπους για να εφαρμόσει τις κυρώσεις που σε βάρος της Τουρκίας που έχει αποφασίσει το Κογκρέσο στο πλαίσιο του νόμου CAATSA, την ώρα που ανακοινώθηκε η πραγματοποίηση των πρώτων κοινών αμερικανοτουρκικών περιπολιών στη Βορειοανατολική Συρία, ήρθε να θυμίσει πόσο σύνθετα είναι τα πράγματα όχι μόνο τις διμερείς σχέσεις αλλά και συνολικά σε σχέση με τη συριακή κρίση.

Ο συγκεκριμένος νόμος αποτελεί μία από τις βασικές θεσμικές μορφές με τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες παρεμβαίνουν σε αυτό που ονομάζουμε «Νέο Ψυχρό Πόλεμο». Ουσιαστικά, ορίζει ένα σύνολο κυρώσεων για χώρες που συναλλάσσονται με τις χώρες που οι ΗΠΑ θεωρούν αντιπάλους τους, κυρώσεις που ουσιαστικά επιδιώκουν να κάνουν εξαιρετικά μη συμφέρουσες τις συναλλαγές με χώρες όπως το Ιράν, η Ρωσία και η Βόρεια Κορέα και άρα να ασκήσουν μεγάλη πίεση στις τελευταίες να αλλάξουν στάση.

Ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ εξαρχής είχε εκφράσει τη διαφωνία του με αυτό το νόμο. Παρότι τον υπέγραψε έσπευσε να δηλώσει εξαρχής ότι τον θεωρεί σοβαρά ελαττωματικό γιατί περιορίζει τη δυνατότητα του Προέδρου και συνολικά του εκτελεστικού βραχίονα να ασκεί την εξωτερική πολιτική, να προχωράει σε συμφωνίες με τους συμμάχους και να κάνει διαπραγματεύσεις. Γι’ αυτό και είχε ζητήσει από το Κογκρέσο να μην τον εφαρμόσει αλλά να δώσει στο Πρόεδρο και την κυβέρνηση το διακριτική ευχέρεια.

Γενικευμένη εφαρμογή ή….

Αρκεί να αναλογιστούμε τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει μια γενικευμένη εφαρμογή αυτού του νόμου στις σχέσεις των ΗΠΑ με χώρες που τις θεωρούν σημαντικές. Για παράδειγμα η Ινδία ανακοίνωσε πρόσφατα πολύ μεγάλες αγορές ρωσικού στρατιωτικού υλικού. Ταυτόχρονα είναι μια χώρα κλειδί για την αμερικανική εξωτερική πολιτική ως αντίβαρο απέναντι στην Κίνα αλλά και τη Ρωσία. Για τις ΗΠΑ θα ήταν δύσκολο να εφαρμόσουν κυρώσεις, ενώ το ίδιο ισχύει και για μια άλλη σύμμαχο των ΗΠΑ, την Αίγυπτο, που επίσης προμηθεύεται ρωσικά οπλικά συστήματα.

Όμως, το Κογκρέσο ειδικά για την Τουρκία επιμένει στην εφαρμογή του νόμου και στην ενεργοποίηση των κυρώσεων. Αυτό αντανακλά και την αντίληψη ορισμένων τμημάτων του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου ότι η Τουρκία έχει κάνει επιλογές ρήξης με τη Δύση. Όμως, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι άλλα τμήματα του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου δεν συμμερίζονται αυτή την εκτίμηση και θεωρούν ότι παρ’ όλα τα προβλήματα η Τουρκία πρέπει να παραμείνει σε μια συμμαχική σχέση. Την εκτίμηση αυτή μοιράζεται, από ό,τι φαίνεται και ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ ο οποίος έχει δείξει πολύ μεγαλύτερη διάθεση συνεργασίας με τον πρόεδρο Ερντογάν.

Άλλωστε, το ενδιαφέρον για αναβάθμιση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων επανέλαβε και ο αμερικανός υπουργός Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Τουρκία, που ακολουθεί αυτή που έκανε στην Ελλάδα.

Οι εξελίξεις στη Συρία

Την ίδια ώρα έχουν σημασία οι εξελίξεις στη Συρία. Η εκκίνηση των κοινών περιπολιών αμερικανικών και τουρκικών στρατευμάτων στη Βορειοανατολική Συρία αποτελεί τυπικά την πρώτη πράξη για τη διαμόρφωση της «ασφαλούς ζώνης» που επιδιώκει η Τουρκία απέναντι στις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής και την οποία υποτίθεται ότι είχαν συμφωνήσει η Τουρκία και οι ΗΠΑ στις αρχές Αυγούστου.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα απέχουμε από το να έχουμε συμφωνία. Αυτό αφορά καταρχάς το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη αποφασίσει να εγκαταλείψουν τη Συρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ευθύνη για τις κοινές περιπολίες έχει από την αμερικανική πλευρά η European Command (Eurocom) που έχει την ευθύνη των σχέσεων με τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ τις επιχειρήσεις στην ίδια τη Συρία τη συντονίζει η Central Command (Centcom) που έχει την επιχειρησιακή ευθύνη της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής.

Γι’ αυτό το λόγο και ο Ερντογάν επανέλαβε την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου πάλι τις διαφωνίες του για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται το θέμα οι αμερικανοί. «Διαπραγματευόμαστε με τις ΗΠΑ για την ασφαλή ζώνη, αλλά βλέπουμε σε κάθε βήμα ότι αυτό που θέλουμε και αυτό που έχουν στο μυαλό του δεν είναι το ίδιο», είπε χαρακτηριστικά για να συμπληρώσει ότι «φαίνεται ότι ο σύμμαχός μας αναζητά μια ασφαλή ζώνη για τις τρομοκρατικές οργανώσεις, όχι για εμάς».

Η τοποθέτηση αυτή του Ερντογάν αντανακλά την πραγματική πηγή της έντασης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Ο τρόπος που οι ΗΠΑ στηρίζονται στις κουρδικές δυνάμεις και για την πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους και ως μοχλό παρέμβασης στις μεταπολεμικές συριακές εξελίξεις, οξύνει τον «υπαρξιακό» φόβο της Τουρκίας για μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα που θα ενίσχυε τις αποσχιστικές τάσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Η αντιπαράθεση γύρω από την Ιντλίμπ

Οι αντιθέσεις αυτές γίνονται ακόμη πιο έντονες επειδή συνδυάζονται με το άλλο ανοιχτό μέτωπο της Τουρκίας στη Συρία που αφορά την περιοχή της Ιντλίμπ.

Η συγκεκριμένη αυτή περιοχή αποτελεί τον τελευταίο ισχυρό θύλακα της συριακής αντιπολίτευσης και περιλαμβάνει τόσο ένοπλες οργανώσεις όσο και αμάχους. Οι βασικές ένοπλες οργανώσεις είναι ισλαμιστικές με πιο βασική τη μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα στη Συρία. Όμως, εκεί δρουν και οι ένοπλες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που στηρίζονται από την Τουρκία – που τις παρουσιάζει ως «μετριοπαθείς». Την ίδια ώρα η συριακή κυβέρνηση, με τη στήριξη της Ρωσίας πιέζει για την εκκαθάριση της περιοχής από τις ένοπλες οργανώσεις. Η Τουρκία είχε πέρσι δεσμευτεί στο να εγγυηθεί τη διαδικασία της «αποκλιμάκωσης», όμως κυρίως προσπάθησε να καθυστερήσει την εκκαθάρισης της περιοχής. Τώρα φοβάται ότι αφενός θα δει να έρχονται στο στόχαστρο των κυβερνητικών δυνάμεων και οι δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται για την «επόμενη μέρα» στη Συρία, αλλά και ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα νέο προσφυγικό κύμα. Ειδικά το τελευταίο προκαλεί μεγάλο άγχος στην Τουρκία, ιδίως από τη στιγμή που μέσα και σε μια συγκυρία οικονομικής κρίσης έχει αρχίσει να αλλάζει το κλίμα μέσα στην τουρκική κοινωνία απέναντι στους πρόσφυγες.

Οι απειλές του Ερντογάν

Οι παραπάνω εξελίξεις μπορούν να εξηγήσουν, εν μέρει τουλάχιστον, και τις ρητορικές απειλές του Ερντογάν ότι η Τουρκία θα αφήσει ελεύθερες τις ροές προσφύγων προς την Ευρώπη, εάν δεν τους βοηθήσουν οι σύμμαχοι.

Είναι προφανές ότι τέτοιες δηλώσεις, ανεξαρτήτως του τόνου υπερβολής που έχουν (ούτως ή άλλως όσο είναι κλειστός ο «Βαλκανικός Διάδρομος» ένα μέρος τουλάχιστον των προσφύγων δεν επιδιώκει τη μετακίνηση) δείχνουν την πίεση που αισθάνεται η Τουρκία όσο περισσότερο οδεύουμε προς την τελική πολιτική διευθέτηση της συριακής κρίσης αλλά και την προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να διεκδικήσει ευνοϊκότερη μεταχείριση προβάλλοντας ακριβώς τις επιπτώσεις αυτής της κρίσης και θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να έχει αν όχι ικανοποίηση τουλάχιστον πολιτική αναγνώριση των αιτημάτων της.

Κρίσιμες πλευρές όλων αυτών θα συζητηθούν και στην επόμενη συνάντηση κορυφής των χωρών που συμμετέχουν στη «διαδικασία της Αστάνα», δηλαδή της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας, που θα γίνει στις 16 Σεπτεμβρίου στην Άγκυρα, με αντικείμενο και τη διαμόρφωση της «Συνταγματικής Επιτροπής» στην οποία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της συριακής κυβέρνησης, της συριακής αντιπολίτευσης και της συριακής κοινωνίας των πολιτών και που θα διαμορφώσει το σύνταγμα της μεταπολεμικής Συρίας. Τα θέματα αυτά συζητήθηκαν και σε τηλεφωνική επικοινωνία του Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ τη Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου.