«Είσαι αριστερός; Είναι μια ερώτηση που έχω δεχθεί από πολλούς τον τελευταίο καιρό. Τους απαντώ κι από εδώ: Προσπαθώ να γίνω αριστερός!.. Προσπαθώ κάθε μέρα και κάθε ώρα…». Ηταν ο Γιώργος Γεννηματάς εκείνος που έδινε από το βήμα την απάντηση και η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα ενός φοιτητικού ακροατηρίου που στο ξεκίνημα έδειχνε μουδιασμένο. Αναπολώ τη σκηνή κάθε φορά που διαβάζω κάτι ή βρίσκομαι σε μια συζήτηση για τον Γεννηματά.

Αρκετοί, μαζί τους κι εγώ, είχαμε αντιμετωπίσει εκείνη την απάντηση ως πολιτική ντρίπλα, αλλά ο ίδιος, ίσως κι επειδή αντιλαμβανόταν την καχυποψία, προσπάθησε τουλάχιστον για το επόμενο δεκάλεπτο της ομιλίας του να πείσει το κοινό του ότι η αναφορά του έχει ουσία και περιεχόμενο: Ο διαχωρισμός Αριστεράς και Δεξιάς δεν είναι επικοινωνιακός, αλλά αφορά την κοινωνική οργάνωση, την ιστορική πορεία μιας κοινωνίας και, εν τέλει, η προσπάθεια να σκέφτεσαι και να δρας μέσα σε ένα αριστερό πλαίσιο αξιών είναι ένα καθημερινό στοίχημα.

Ηταν Μάρτιος του 1985 και η πολιτική πόλωση κορυφωνόταν. Είχε προηγηθεί η απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου να στηρίξει τον Χρήστο Σαρτζετάκη αντί του Κώστα Καραμανλή για την Προεδρία της Δημοκρατίας – και η κίνηση ήταν από μόνη της αρκετή για να φουντώσουν τα πολιτικά πάθη. Στους κινηματογράφους επανεμφανίστηκε το «Ζ» του Κώστα Γαβρά για να μάθουν και οι νεότεροι για τον ανακριτή που θα μεταπηδούσε σε λίγο στην Ηρώδου του Αττικού. Σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονταν ότι η χώρα όδευε σε πρόωρες εκλογές, που όντως έγιναν τον Ιούνιο αντί για τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Και οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ είχαν ξεκινήσει ανεπισήμως μια προεκλογική εκστρατεία, προετοιμάζοντας το έδαφος.

Ο Γιώργος Γεννηματάς είχε μιλήσει στο Αμφιθέατρο της Νομικής του ΑΠΘ, με αφορμή και τις φοιτητικές εκλογές εκείνων των ημερών – όταν ακόμη οι φοιτητικές εκλογές αποτελούσαν μείζονος σημασίας πολιτικό γεγονός. Σε μία άτυπη μονομαχία, μάλιστα, με τον Κωστή Στεφανόπουλο, κορυφαίο στέλεχος τότε της ΝΔ, που είχε μιλήσει στον ίδιο χώρο δύο μέρες νωρίτερα. Με μια σκληρή αντικομμουνιστική ρητορική, την οποία χρόνια αργότερα ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε διαγράψει, ο Στεφανόπουλος είχε προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη για τη χώρα μια δεξιά πανστρατιά. Με τον δικό του ήπιο λόγο, ο Γεννηματάς – ο υπουργός που είχε αρχίσει να ξεχωρίζει δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου – είχε μιλήσει για την Αριστερά, απολογούμενος ουσιαστικά επειδή το ΠΑΣΟΚ έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης έδειχνε να παρακάμπτει το αριστερό μονοπάτι για την εξουσία.

«Προσπαθώ να γίνω αριστερός!..». Το είχε πει ξανά, με τη βεβαιότητα ότι οι εκλογές που θα ακολουθούσαν μπορεί να κρίνονταν και σε αυτό το πεδίο. Σχεδόν 35 χρόνια από τότε και ένα τέταρτο του αιώνα από τη δική του απώλεια, όσοι βρίσκονται σήμερα στο Μαξίμου θεωρούν ότι οι εκλογές που έπονται, το αργότερο ώς το φθινόπωρο, μπορεί να κριθούν στο ίδιο πεδίο.

Και επιχειρούν να συντηρήσουν το δίπολο Δεξιά – Αριστερά, προβάλλοντας εαυτόν ως εκπρόσωπο μιας αμόλυντης Αριστεράς που δεν παίρνει αντίλογο. Δεν προσπαθούν καν να συντηρήσουν ένα αριστερό προσωπείο, συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες – και φωτεινοί πολεμιστές σε μια μάχη με το σκότος. Είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ίσως κι επειδή έχουν λιγοστέψει τα άλλα επιχειρήματα, θα φτάσει ώς τις κάλπες επενδύοντας σε μια ιδεολογική πόλωση που στοχεύει πρωτίστως το Κίνημα Αλλαγής και την ευρύτερη Κεντροαριστερά.

Είναι μια συνταγή που μπορεί να συγκρατήσει ένα ακροατήριο το οποίο τον είχε ακολουθήσει το 2015. Ακόμη κι αν η απότομη εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία συνδέεται με την αντιμνημονιακή υστερία της περιόδου 2010 – 2015, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα σημαντικό ποσοστό τον ακολούθησε λειτουργώντας με αντιδεξιά αντανακλαστικά. Στη φάση της κυβέρνησης Παπαδήμου και την περίοδο της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, είχαν δει τον Τσίπρα ως μοναδικό αντίδοτο στη Δεξιά. Αν ο Γεννηματάς, ωστόσο, μπορούσε να παρέμβει σήμερα, το πιθανότερο είναι ότι θα έλεγε στον Τσίπρα πως όχι μόνον δεν κυβέρνησε ως αριστερός, αλλά ούτε καν προσπάθησε…