Η γλώσσα των θεσμών, το υλικό των πολιτικών μας αναμνήσεων, ο άξονας των αναφορών μας αποπνέουν συχνά κάτι παλιό. Μιλώ εδώ για όλες τις γενιές που έζησαν σημαντικές εμπειρίες κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, για τους ανθρώπους που ήταν είκοσι το 1980 ή και το 1990. Οσοι και όσες θυμούνται καλά τον κόσμο πριν από το 2000 (για παράδειγμα) μπορούν να συνεννοηθούν σε κάποια βασικά. Οι αποκλίσεις ανάμεσα στις διαφορετικές «μεταπολιτευτικές» γενιές είναι υπαρκτές και σε κάποια ζητήματα σοβαρές, μπορεί όμως να βρει κανείς κάποια περάσματα, διόδους και συναφείς συναισθηματικούς τόπους. Η εφημερίδα δεν χωρίζεται με τείχος από την τηλεόραση και έχω την αίσθηση πως και οι πρώτες γενιές κινητών τηλεφώνων εντάσσονται σε ένα προηγούμενο παράδειγμα. Με μια έννοια, θεσμοί της μαζικής δημοκρατίας, αναλογικά μέσα, διαχωρισμός δημόσιου και ιδιωτικού, όλα ήταν πτυχώσεις διαφορετικών εμπειριών που έδειχναν, παρ’ όλα αυτά, προς κάποιον κοινό κόσμο.

Αυτό που με απασχολεί κυρίως είναι το θέμα της μετάδοσης της γνώσης στους σημερινούς: σε εκείνες και εκείνους, δηλαδή, που γεννήθηκαν την τελευταία εικοσαετία και μεγαλώνουν σε ένα άλλο παράδειγμα χρόνου και αίσθησης του κόσμου. Νομίζω ότι το πρόβλημα μετάδοσης της γνώσης είναι, κατά κύριο λόγο, ένα εμπόδιο στη μεταβίβαση μιας συγκίνησης. Για παράδειγμα, πολύ μεγάλο μέρος της δικής μου παιδείας είναι προφορικές αφηγήσεις γενεών που έζησαν τον πόλεμο. Είναι, όμως, και η μεγάλη ευρωπαϊκή και αμερικανική λογοτεχνία, η ελληνική ποίηση και ένα σύνολο άλλων αναφορών από τον κινηματογράφο, τα διεθνή πολιτικά γεγονότα, ονόματα της πολιτικής, της ιδεολογίας, ιστοριών της Αριστεράς και της Δεξιάς. Πέρα όμως από αναγνώσματα και θεάματα, έχω κατά νου έναν προσανατολισμό σε ερωτήματα, μια περιέργεια για τα πράγματα. Αυτή η όρεξις νομίζω ότι ένωνε εμάς, τα «μορφωμένα παιδιά» της μεσαίας τάξης, με φίλους που δεν έπαιρναν τα γράμματα, όπως έλεγαν οι μανάδες μας. Και αυτοί είχαν όρεξη, τους έτρωγε η περιέργεια για αυτό που μπορεί να φαινόταν ακατανόητο, εξωτικό και παράξενο.

Συναντώ όλο και λιγότερο αυτή τη στάση. Οι σημερινοί φαίνεται να συνδέουν απολύτως την ταυτότητά τους με την επιβεβαίωση του οικείου, με ένα chat που τους ανακουφίζει κάθε πρωί διαβεβαιώνοντάς τους πως όλα βρίσκονται στη θέση τους, οι «δικοί τους» απαντούν, το αστείο απαντά στο δικό τους αστείο κ.λπ. Οποιοσδήποτε δάσκαλος σε μια τάξη διαπιστώνει ότι ονόματα πασίγνωστων έργων, τόποι της πολιτικής, πολιτισμικά σύμβολα, τοπία ή λόγια που θα μπορούσαν να αγγίξουν τις χορδές των νέων περνούν έτσι, με απάθεια ή έστω με μια ράθυμη συγκατάβαση. Σαν να πέφτουν κάτω και κανένας (ή μάλλον ελάχιστοι) να μην έχει διάθεση να τα σηκώσει.

Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω εδώ να πω εκείνο το «ήταν καλύτερα τότε» – στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για πλάνη των νοσταλγικών μας εξωραϊσμών. Υπήρχαν πάντοτε μεγάλα ποσοστά αδιαφορίας, απροθυμίας και βαρεμάρας. Σε όλους μας. Βασίλευε και άγνοια και βέβαια μια άρνηση, μια επιθετική άρνηση που μετά το 1974 πολιτικοποιήθηκε κι έγινε, συχνά, πρόφαση για «ανατρεπτικές» καριέρες.

Νιώθω όμως ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη φυσιολογική βαρεμάρα ή στην εξεγερμένη άρνηση (την οποία κληρονομήσαμε) και στη νέου τύπου ατονία. Ισως η λέξη να είναι ατυχής, όμως κάτι άτονο μου έρχεται στον νου κάθε φορά που συνειδητοποιώ πως ολόκληροι κόσμοι Ιστορίας, βιώματος και αισθήσεων δεν έχουν να πουν κάτι στους επόμενους. Οι σημερινοί σηκώνουν τους ώμους. Οχι όμως από τον φυγόπονο ηδονισμό του αιώνιου λουφαδόρου – αυτό ίσχυε παλιότερα – αλλά από έναν κορεσμό που συνδυάζεται με αίσθημα κενού.

Προφανώς και πριν από είκοσι χρόνια κάποιες ελίτ δασκάλων και άλλων εκπροσώπων παρακινούσαν εν χορώ: συμμετέχετε, σηκωθείτε από τον καναπέ, διαβάστε, δείτε αυτό ή το άλλο. Δεκαετίες πριν ο Μποντριγιάρ μιλούσε για τη σκιά των σιωπηλών πλειοψηφιών και για μια ορισμένη παθητικότητα που έφερνε σε απόγνωση ειδικά τη «θεϊκή Αριστερά» που πιστεύει στη διαρκή συμμετοχή και κινητοποίηση των πολιτών. Ομως ακόμα και αυτή η καταγγελία της παθητικότητας ανήκει στα παλιά κειμήλια των δημοκρατικών ανησυχιών. Εδώ και λίγα χρόνια, σε συνάφεια με ένα νέο τεχνολογικό παράδειγμα που διεισδύει στη ζωή, κλονίζεται, όπως λένε οι ειδικοί, η οικονομία της προσοχής. Η δυσκολία να σταθείς κάπου παραπάνω, να εμβαθύνεις σε ένα πάθος, να σκάψεις μια περιοχή περισσότερο από μια άλλη, αυτή η δυσκολία έχει εν τέλει μια παράδοξη συνέπεια: κάνει τους, έτσι κι αλλιώς, γερασμένους θεσμούς και τα επίσημα πρωτόκολλα μετάδοσης της γνώσης και του πολιτισμού πιο αδρανή και αδύναμα. Οι νεότεροι φαίνεται να τρέμουν στο ενδεχόμενο να φανούν εκτός ομάδας, εκτός φάσης, φοβούνται πάνω από όλα την έξωσή τους από την επιδοκιμασία μικρών κοινοτήτων που έχουν αποκτήσει μια πολλαπλάσια ισχύ μέσα στα τεχνολογικά δίκτυα. Με μια έννοια, οι σημερινοί είναι λιγότερο ατομικιστές και περισσότερο ευάλωτοι στην πίεση των κύκλων τους, των συνομηλίκων τους.

Ποιες συνέπειες μπορεί να έχουν αυτά για τη σχέση με τους θεσμούς, για την πολιτική ζωή και τις πολιτισμικές πρακτικές; Υποθέτω ότι θα βρεθούν κάποιες νέες ισορροπίες ανάμεσα στη συγκέντρωση και στην πολυδιάσπαση, στην ατομική αυτονομία και στο άγχος για διαρκή προσαρμογή, στα σαρωτικά ερεθίσματα και στην απόκριση των ατόμων. Η ατονία μπορεί να είναι μια άλλη μορφή της αμηχανίας, της ύπαρξης που νιώθει αποσβολωμένη μέσα στον όγκο των πληροφοριών. Οπως κάποιος που κλείνουν τα μάτια του σαν αντανακλαστική αυτοπροστασία από το έντονο φως. Το ζήτημα είναι όμως πως για να μεταδοθεί η γνώση (είτε για μεγάλα ιστορικά γεγονότα είτε για έργα τέχνης και πολιτισμού) πρέπει να υπάρχουν κώδικες συνεννόησης και κάποιες κοινές αναφορές. Να υπάρχει μια διαγενεακή και διαταξική (όσο το δυνατόν) επαφή. Και νομίζω πως η χειρότερη στιγμή είναι όταν, κάποια φορά, ένας δάσκαλος θα αναφέρει πέντε ονόματα στην τάξη και δεν θα βρεθεί κανένας να γνωρίζει ή να έχει καν ακουστά αυτά τα ονόματα. Οταν αυτό που ήταν καθοριστικό και εμβληματικό για αιώνες θα φανεί εξόχως αδιάφορο για τους ακροατές του παρόντος. Οταν, με άλλα λόγια, ο δάσκαλος θα γνωρίζει γλώσσες που δεν λένε τίποτα στους μαθητές.
Μπορεί να αποτραπεί αυτή η ριζική αποσύνδεση και αποκοπή ή το πρόβλημα θα το λύσουν απλώς ο χρόνος και το πέρασμα των γενεών; Ανεξάρτητα από τη δύσκολη επικοινωνία με τους σημερινούς και τους επόμενους, φοβάμαι το κόστος της αποξένωσης από ένα τεράστιο απόθεμα πολιτισμικών αναφορών.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.