Το παράδειγμα είναι μεν σχολικό αλλά διδακτικό: Η Δήμητρα έχει δύο εισιτήρια για τη συναυλία ενός αγαπημένου της συγκροτήματος. Tο συγκρότημα αρέσει εξίσου στον μικρότερο αδερφό της Γιάννη, γι’ αυτό και η Δήμητρα του υπόσχεται ότι θα πάνε μαζί. Λίγες ημέρες όμως πριν από τη συναυλία, η Δήμητρα μαθαίνει ότι το συγκρότημα αρέσει πολύ και στην αγαπημένη της φίλη από το σχολείο. Ετσι, αποφασίζει να αθετήσει την υπόσχεσή της έναντι του αδερφού της και να πάει στη συναυλία με τη φίλη της. Οπως όλοι φανταζόμαστε, στην οικογένεια ξεσπά κρίση. Τα αδέρφια καταφεύγουν πλέον στους γονείς, ζητώντας τη διαιτητική παρέμβασή τους.

Η απόφαση, ο κανόνας και η πειθώ

Οπως επισημαίνει ο μεγάλος φιλόσοφος του δικαίου Ρόναλντ Ντουόρκιν, από τον οποίο και προέρχεται το παράδειγμα (Justice for Hedgehogs, 2011, σ. 407 επ.), οι γονείς μπορούν να ιδωθούν εδώ σαν μια αρχή-εξουσία που καλείται να θέσει έναν κανόνα. Από μια αυστηρά θετικιστική σκοπιά, θα μπορούσαν να εκφέρουν όποια κρίση θέλουν: αυτή θα ισχύσει άνευ ετέρου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της.

Ωστόσο, σύμφωνα με μια διαφορετική, ηθική θεώρηση του δικαίου, μόνη η προέλευση ενός κανόνα από μια νομοθετούσα αρχή δεν αρκεί. Θα πρέπει και ο ίδιος ο κανόνας να είναι φορέας ουσιαστικής δικαιοσύνης, να έχει την ικανότητα να πείθει. Και για να συμβαίνει το τελευταίο, θα πρέπει να είναι σύμφωνος με κάποιες θεμελιώδεις αρχές. Μπορεί λ.χ. οι γονείς να ταχθούν στο πλευρό του Γιάννη, θεωρώντας ότι η πιστή τήρηση των υπεσχημένων είναι ιδιαίτερα σημαντική για την οικογενειακή κοινότητα, διαβεβαιώνοντας μάλιστα ότι το ίδιο θα πράξουν και σε αντίστοιχες μελλοντικές περιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, θα μπορούσαν να δεχθούν εδώ μια κατ’ εξαίρεση απόκλιση από την αρχή της πιστής τήρησης των συμφωνιών, δικαιολογώντας όμως αυτήν επαρκώς (λ.χ. με επίκληση της ανάγκης κοινωνικοποίησης της Δήμητρας).

Οπως ίσως ήδη διαφαίνεται, για να έχει η κρίση των γονέων πειθώ και ισχύ ουσιαστική – όχι μόνον τυπική -, είναι απαραίτητο πρωτίστως να εμφανίζεται συνεπής με προηγούμενες αντίστοιχες κρίσεις τους («οικογενειακό ιστορικό») και ιδίως να μη συνεπάγεται αδικαιολόγητη μεταβολή στάσης επί ενός ζητήματος ή ανόμοια μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων. Η συνέπεια, εξάλλου, διασφαλίζει την προβλεπτικότητα των «διαιτητικών» παρεμβάσεων των γονέων, έτσι ώστε να ξέρουν και τα παιδιά τι να αναμένουν και να διαμορφώνουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους.

Ουσιαστική δικαιοσύνη και θεσμική ηθική

Νομίζω ότι το γενικότερο συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι μάλλον εύδηλο: Εξουσία γυμνή, χωρίς ουσιαστικά κριτήρια δικαιοσύνης, χωρίς θεσμική ηθική, αδυνατεί να πείσει, χάνει τη νομιμοποίησή της και μπορεί εν τέλει να γίνει τυραννική. Και αυτό ισχύει για κάθε μορφή εξουσίας, προεχόντως δε για την πολιτική. Στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες είναι πλέον ευνόητο ότι δεν αρκεί μόνη η θέσπιση ενός κανόνα από τη νομοθετούσα αρχή, αλλά θα πρέπει ο κανόνας αυτός να πείθει συγχρόνως και για το δίκαιο περιεχόμενό του. Το τελευταίο σημαίνει πρωτίστως τήρηση ορισμένων καταστατικών αρχών, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν (ίση μεταχείριση κ.λπ.). Οι αρχές αυτές έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα για τη δημοκρατία.

Η ελληνική πολιτεία

Δυστυχώς στη χώρα μας δεν σπανίζει, κατά τη θέσπιση κανόνων, η παραβίαση τέτοιων θεμελιακών αρχών. Υπάρχουν, διαχρονικώς, πολλά παραδείγματα ασυνεπών-αντιφατικών ρυθμίσεων ή φανερά άνισης μεταχείρισης των πολιτών (βλ. και άρ. 4 Συντ. για την αρχή της ισότητας). Ιδίως κατά τις προεκλογικές περιόδους εντείνεται το φαινόμενο της θέσπισης χαριστικών-«φωτογραφικών» ρυθμίσεων υπέρ συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδων προσώπων-συμφερόντων. Ειδικός αποχρών λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διακριτική μεταχείριση, απουσιάζει. Τέτοιες ρυθμίσεις πλήττουν καίρια την αρχή της ισότητας.

Οι υπόλοιποι δε πολίτες – λ.χ. συνεπείς φορολογούμενοι, καλοπληρωτές πάσης φύσεως εισφορών, λογαριασμών (βλ. ΔΕΗ), διοδίων κ.ο.κ. – αισθάνονται αδικημένοι από τις επιλεκτικές κρατικές χάρες, και ευλόγως. Αλλωστε, αυτοί όχι μόνον δεν απολαμβάνουν τα οφέλη μιας ευνοϊκής διευθέτησης, αλλά πληρώνουν εν τέλει τον αυξημένο λογαριασμό μέσω της φορολογίας.

Γενικότερα, τέτοιου είδους κρατικές παρεμβάσεις δημιουργούν συνθήκες απονομιμοποίησης και αποσταθεροποίησης της πολιτικής εξουσίας. Κι αυτό αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή. Ιδίως δε όταν μεταξύ των πολιτών διαδίδεται η αντίληψη ότι «όλα γίνονται», αρκεί να υπάρχουν οι «σωστές» προσβάσεις στην εξουσία ή να ασκούνται αποτελεσματικές πιέσεις σ’ αυτήν.

Θετικά μηνύματα από τη συνταγματική αναθεώρηση

Παρά τα ανωτέρω υπάρχουν και κάποιες πρόσφατες θετικές εξελίξεις όσον αφορά στην πραγμάτωση των επιταγών της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Τον δρόμο άνοιξε η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων: Αναφέρομαι εδώ αφενός μεν στην υπερψήφιση (με 237 ψήφους) της πρότασης αναθεώρησης του άρ. 62 Συντ. προς την κατεύθυνση περιορισμού της λεγόμενης «βουλευτικής ασυλίας» μόνον στα αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Αφετέρου δε, στην υπερψήφιση (με 255 ψήφους) της πρότασης αναθεώρησης του άρ. 86 § 3 Συντ. περί ποινικής ευθύνης των υπουργών προς την κατεύθυνση της κατάργησης της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας της εν λόγω διατάξεως (: η ποινική δίωξη κατά υπουργού δεν μπορεί να ασκηθεί μετά το πέρας της δεύτερης συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ακολουθεί μετά την τέλεση του αδικήματος).

Τέτοιες μεταβολές – όσο ατελής κι αν υπήρξε η πρόσφατη αναθεωρητική διαδικασία – αποτελούν πράγματι δείγματα προόδου, καθώς συμβάλλουν στην αποκατάσταση του αισθήματος δικαιοσύνης και ισότητας μεταξύ των πολιτών. Σε μια σύγχρονη δίκαιη πολιτεία η κάθε Δήμητρα και ο κάθε Γιάννης έχουν αξίωση έναντι της εκάστοτε κρατικής εξουσίας να μην αυθαιρετεί, να τους μεταχειρίζεται δίκαια, με ίση φροντίδα και ίσο σεβασμό.

Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.