Η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια, έχει αποκτήσει νέα ισχύ οικονομική, στρατιωτική, πληθυσμιακή και θρησκευτικό-πολιτιστική και δείχνει να μην χωράει στα στενά κουστούμια της συνθήκης της Λοζάνης και του ψυχρού πολέμου.

Προβάλει επιθετικά την αναθεωρητική της στρατηγική με κάθε τρόπο, ακόμη και με στρατιωτικές εισβολές, όπως στην βόρεια Συρία.

Προβάλει με κάθε τρόπο την πολιτική της ισχύος απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, απειλώντας τελευταία, ότι δεν θα επιτρέψει καμία εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, αν δεν είναι και αυτή μέτοχος.

Οι αξιωματούχοι της προβάλλουν την αναθεωρητική πολιτική τους και στις επισκέψεις τους στην Ελλάδα και μάλιστα στις κοινές δηλώσεις με τους Έλληνες αξιωματούχους, με χαρακτηριστικότερη τη δήλωση Ερντογάν, στο Προεδρικό Μέγαρο στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017, όπου έθεσε, σε απευθείας μετάδοση, την ανάγκη αναθεώρησης της συνθήκης της Λοζάνης. Όσο ήταν ο Καμμένος στην κυβέρνηση, με τα υπερφίαλα twits του, ακολουθούσε την επιθετική ρητορική της Άγκυρας. Όμως ούτε τότε ούτε και τώρα η κυβέρνηση πρόβαλε και δεν προβάλλει με πειστικότητα τα ελληνικά συμφέροντα. Ακόμη χειρότερα, όμως, οι Έλληνες κυβερνητικοί εκπρόσωποι αποδέχονται αντικειμενικά τη νέα τουρκική πολιτική, όταν αρκούνται να απαντούν μόνο με την παραδοσιακή θέση της χώρας μας, ενώ η Άγκυρα μεταβάλλει τα δεδομένα. Σήμερα δεν αρκεί η παλιά απάντηση πως «η επίλυση των διμερών προβλημάτων πρέπει να γίνει με βάση το διεθνές δίκαιο».

Η Ελλάδα πρέπει να υπερασπιστεί την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, αποκαλύπτοντας όμως και τους κινδύνους της αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας, χωρίς να εμπλακεί στην στρατηγική της έντασης.

Διαπράττει όμως μεγάλο λάθος με τη στάση και την ηττοπάθεια που δείχνει, γιατί επιτρέπει στην Άγκυρα να δημιουργεί de facto κλίμα αποδοχής των αναθεωρητικών επιλογών της στη διεθνή κοινότητα και στρεβλώνει το πλαίσιο των διμερών σχέσεων και γεωπολιτικών συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή.

Η χώρα μας έχει υποχωρήσει, λόγω της πολύπλευρης και μακροχρόνιας κρίσης, όμως και τώρα δεν έχει χάσει την ισχύ της, ιδιαίτερα με τις ισχυρές συμμαχίες της τόσο στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, όσο και στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μετά το 2010.

Συνεπώς πρέπει και μπορεί με εθνική συνεννόηση να αλλάξει τη στρατηγική της, διαφορετικά θα συνεχίσουμε να στέλνουμε λάθος μηνύματα τόσο προς την Άγκυρα όσο και προς τους φίλους και συμμάχους μας, αλλά και τη διεθνή κοινότητα και κάποια στιγμή μπορεί να μας κοστίσει.

Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν οι προϋποθέσεις για λύσεις συμβατές με το διεθνές δίκαιο των προβλημάτων με την Τουρκία, δεν πρέπει όμως να έχουμε απώλειες λόγω λανθασμένων εκτιμήσεων στο διπλωματικό πεδίο που αύριο μπορεί να οδηγήσουν σε νέες εθνικές περιπέτειες.

Η Ελλάδα μπορεί σε βάθος δεκαετίας και αν υπάρξει εθνική συνεννόηση και σωστές επιλογές να είναι σε πολύ πιο ισχυρή θέση, ικανή να επιβάλει τις σωστές λύσεις.