Ο διαχωρισμός των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας επανέρχεται στο προσκήνιο όχι προκειμένου να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα ένα πολυσυζητημένο θέμα που αφορά την εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου με τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, αλλά για λόγους εκλογικού τακτικισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι ανοίγοντας αυτό το ζήτημα διευκολύνεται στη δημιουργία νέων διαχωριστικών γραμμών και στην ενίσχυση του δίπολου «προοδευτικοί – συντηρητικοί», με τον ίδιο να ηγείται της μίας πλευράς και η ΝΔ της άλλης. Τι σημαίνει όμως διαχωρισμός; Το ζήτημα συζητήθηκε και στο πλαίσιο του συνεδρίου του Κινήματος Αλλαγής και διαπιστώθηκε η πολυπλοκότητά του. Γιατί ο διαχωρισμός είναι πράγματι μια ριζοσπαστική θέση, όμως όταν γίνεται συζήτηση επί της ουσίας τα πράγματα μπερδεύονται.
Διαχωρισμός σημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής: Σε συνταγματικό επίπεδο, απάλειψη από το προοίμιό του της φράσης «Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς». Επαναδιατύπωση του άρθρου 13 και κατάργηση του άρθρου 3 όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδος, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις…».
Διαχωρισμός σημαίνει παράλληλα την αντιμετώπιση πολύ περισσότερων και ακόμη πιο δύσκολων θεμάτων. Περίπου 10.000 κληρικοί σε περίπτωση διαχωρισμού παύουν να μισθοδοτούνται από το κράτος. Τα θρησκευτικά σύμβολα απομακρύνονται από τα δημόσια κτίρια. Καταργείται ο θρησκευτικός όρκος πολιτειακών οργάνων και ο θρησκευτικός όρκος στα δικαστήρια. Δεν υπάρχουν επίσημες δοξολογίες. Η Εκκλησία δεν έχει κανέναν λόγο στον τρόπο λειτουργίας των Θρησκευτικών στα σχολεία. Τα εκκλησιαστικά ιδρύματα γίνονται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Επίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν ζητήματα με άλλου είδους συνέπειες, όπως το θέμα των σχέσεων του Κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η κυβέρνηση δεν θα έχει λόγο στον τρόπο επιλογής των μουφτήδων της Θράκης, που σήμερα επιλέγονται από το ελληνικό κράτος, και στη διοίκηση του μουσουλμανικού τεμένους που θα δημιουργηθεί στον Ελαιώνα, το οποίο προβλέπεται πως θα τελεί υπό κρατική διοίκηση.
Δύσκολα θέματα που δεν απαντιούνται με ένα σύνθημα περί διαχωρισμού. Απαιτούν ουσιαστικό διάλογο και μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και με την Εκκλησία, ψύχραιμη στάση και ευρύτερες συναινέσεις. Πλήρης διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας στην Ευρώπη υπάρχει μόνο στη Γαλλία. Σε Ισπανία και Ιταλία Κράτος και Εκκλησία διατηρούν ειδικές σχέσεις. Στην Αγγλία επικεφαλής της Εκκλησίας είναι ο βασιλιάς, ενώ στις ΗΠΑ οι πρόεδροι συχνά επικαλούνται τον Θεό και στο αμερικανικό δολάριο διαβάζεις τη φράση «In God we Trust». Τα παραπάνω ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι κοσμικά κράτη.
Είναι σαφές ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές ώστε να κατοχυρωθούν πλήρως η θρησκευτική ελευθερία και η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Η πραγματικότητα είναι πως μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το ελληνικό έθνος προσδιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και από την ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα, παρότι η πολιτική και πολιτισμική έννοια του ελληνικού έθνους δεν ταυτίζεται με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Μετά την ανεξαρτησία, η Εκκλησία οργανώθηκε ως δημόσια αρχή, ουσιαστικά ως προέκταση της κρατικής εξουσίας.
Μια νέα οριοθέτηση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας είναι απαραίτητη. Με αυτή δεν θα απεμπλακεί μόνο το κράτος από τις παρεμβάσεις της Εκκλησίας, αλλά και η Εκκλησία από τον παρεμβατικό ρόλο του Κράτους στα δικά της ζητήματα, ώστε το Κράτος να επιτελεί τον δικό του ρόλο και η Εκκλησία να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην πνευματική και κοινωνική της αποστολή. Οι όποιες αλλαγές είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της Εκκλησίας, αλλά σε πολιτικό επίπεδο.
Η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία να λυθεί το πρόβλημα με σεβασμό στην Ιστορία, στις παραδόσεις και στο φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας, χωρίς άγονες αντιπαλότητες. Οι αναμενόμενες αντιδράσεις δυστυχώς επιχειρείται να χρησιμοποιηθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ ως άλλη μια ευκαιρία να ανεμίσουν ξανά σε δρόμους και πλατείες διχαστικά λάβαρα.
Ο κ. Δημήτρης Τσιόδρας είναι δημοσιογράφος, εκπρόσωπος Τύπου του Ποταμιού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ