Ο φίλος που κρατούσε το τιμόνι είναι από εκείνους τους απόλυτα νομοταγείς οδηγούς οι οποίοι τηρούν τον οδικό κώδικα με τέτοια σχολαστικότητα που τους λες και σπασίκλες. Το αυτοκίνητο ήταν μια σακαράκα που τσούλαγε οριακά. Σε έναν ελαφρύ ανήφορο, ακριβώς τη στιγμή που ο οδηγός παρατηρούσε «πάλιωσε, δεν τραβάει καθόλου πια» και ενώ η σακαράκα πράγματι αγωνιζόταν να περάσει τα 70 χιλιόμετρα, μας σταμάτησε η Τροχαία. Είχαμε πέσει σε μπλόκο. Απορήσαμε γιατί επέλεξαν εμάς, τη στιγμή που άλλοι οδηγοί μάς προσπερνούσαν με 100 και βάλε. «Το όριο είναι 80 χιλιόμετρα και εσείς πηγαίνατε με 92» μας ενημέρωσαν. «Με 92;» ρώτησε ο φίλος, χωρίς να μπορεί να κρύψει την έκπληξή του. «Μα αυτό το αυτοκίνητο μετά βίας πάει με 80 στον κατήφορο!». «Δηλαδή με αμφισβητείτε;» τον κοίταξε εμφανώς εκνευρισμένος ο αστυνομικός. «Δεν σας αμφισβητώ, απλώς απορώ, γιατί πράγματι δεν αντέχει το αμάξι. Οδηγήστε το και αν καταφέρετε να το πάτε εσείς με 90, να μου πάρετε και το δίπλωμα».
Το όργανο μας κοίταξε ψυχρά και είπε στον συνάδελφό του: «Κόψ’ τους το μικρότερο πρόστιμο». Μας χρέωσαν 20 ευρώ και φύγαμε με τη δυσάρεστη αίσθηση της αδικίας. Αίσθηση που γινόταν ακόμα πιο έντονη όσο βλέπαμε να περνάνε σαν βολίδες άλλα αυτοκίνητα που κανένας δεν τα σταματούσε. Αν με ρωτήσετε γιατί εμάς, απάντηση δεν έχω. Τρελάθηκε το μηχάνημά τους; Επρεπε να μαζέψουν λεφτά, μας έπαιξαν στα ζάρια και ήμασταν οι τυχεροί της ημέρας; Δεν τους άρεσαν οι φάτσες μας; Πάντως δεν τρέχαμε! Εδώ που τα λέμε, αν τρέχαμε ας μας έβαζαν το πρόστιμο το κανονικό. Τι σημαίνει «κόψ’ τους το μικρότερο;». Οτι εκτός από την περιφρόνησή τους είχαμε και τον οίκτο τους; ΄Η ότι γνώριζαν πως κακώς μάς τιμωρούσαν;
Το περιστατικό συνέβη πριν από περίπου δύο μήνες. Το θυμήθηκα κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στην επαρχία, παρατηρώντας τον δολοφονικό τρόπο με τον οποίο οδηγούσαν οι περισσότεροι. Δεν λέω κάτι καινούργιο, απλώς βλέποντας αυτή την απερίγραπτη ανομία –ΙΧ που δεν υπολόγιζαν ούτε σήματα, ούτε φανάρια, ούτε λωρίδες κυκλοφορίας, ούτε καν πεζοδρόμια, φορτηγά που έτρεχαν με τα χίλια και έκαναν αντικανονικές προσπεράσεις, και την Τροχαία απούσα –ένιωσα πάλι την πίκρα της αδικίας που είχαμε βιώσει την ημέρα που φάγαμε το πρόστιμο: Είμαστε άνθρωποι που τηρούμε βλακωδώς τους νόμους (γιατί βλακεία είναι το να είσαι νομοταγής στην Ελλάδα, συνώνυμο του φλούφλης, φλώρος, λαλάκης κ.λπ.) και τιμωρηθήκαμε. Οι άλλοι με τη μαγκιά τους και με το θράσος τους αλωνίζουν. Και αν παρκάρουν και παράνομα και τους πάρουν τις πινακίδες, όταν θα έχουμε εθνική αργία θα τους τις επιστρέψουν, για να μη λείψουν από τους εθνικούς δρόμους.
Αυτά σχολιάζαμε την ώρα που κατεβαίναμε σε έναν παραθαλάσσιο οικισμό της Πελοποννήσου. Βρισκόμασταν στον μοναδικό, εξαιρετικά στενό δρόμο, που τον διασχίζει. Ηταν μονής κυκλοφορίας. Ξαφνικά εμφανίστηκε αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω μας από την αντίθεση κατεύθυνση. Υποθέσαμε πως θα έκανε πίσω όταν θα μας έβλεπε, συνέχισε όμως. Στο τιμόνι καθόταν μια απροσδιορίστου ηλικίας γυναίκα, η οποία πρέπει να ήταν ντόπια ή να σύχναζε στο μέρος –από τη γαϊδουρινή άνεση που είχε φαινόταν πως τη συνήθιζε σε καθημερινή βάση την παρανομία, και όποιος δεν γούσταρε ας έπεφτε στη θάλασσα. Στριμωχτήκαμε στην άκρη για να περάσει, με κίνδυνο να γρατζουνίσουμε το αυτοκίνητό μας. Ο οδηγός μας δεν κρατήθηκε και όταν εκείνη έφτασε δίπλα μας τής είπε: «Συγγνώμη, αλλά πηγαίνετε ανάποδα, το έχετε καταλάβει;».
Δεν καταδέχτηκε ούτε καν να μας κοιτάξει. Σαν να μην υπήρχαμε, σαν ο αέρας να έφερε προς στιγμήν στα αφτιά της κάτι σβησμένες φωνές που δεν την ενδιέφεραν. Βίαιος άνθρωπος δεν είμαι, θα την ομολογήσω όμως τη φαντασίωση της στιγμής: Με είδα να απλώνω το χέρι από το ανοιχτό παράθυρο και να της δίνω τη χαστούκα που έπρεπε να της έχουν δώσει πολλά χρόνια πριν εκείνοι που είχαν αναλάβει να την κάνουν άνθρωπο. Να κάνω κι εγώ αυτό το αποτρόπαιο «πήρε τον νόμο στα χέρια του». Τον νόμο που, αν έχω καταλάβει καλά, τον γράφεις στα παλιά σου τα λάστιχα και είσαι ο καλύτερος του χωριού, τον εφαρμόζεις και τρως πρόστιμο. Μου συνέβη!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ