Εντεκα μέλη της οικογένειας Μίρζα Γκουλ, ανάμεσά τους 10 παιδιά, συγκεντρώθηκαν γύρω από ένα άγνωστο για αυτά αντικείμενο έξω από το σπίτι τους. Ηταν στις 6 μ.μ. στις 29 Απριλίου και το προηγούμενο βράδυ οι Ταλιμπάν είχαν πολεμήσει με αφγανούς στρατιώτες εκεί κοντά.
Δύο από τα μικρότερα παιδιά σήκωσαν το αντικείμενο αυτό από το χώμα και ο 16χρονος Τζαλίλ πήγε να το πάρει από τα χέρια τους, αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν κάτι επικίνδυνο: μια ρουκέτα που δεν είχε εκραγεί από τη μάχη. Προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά η ρουκέτα τού ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κάτω και εξερράγη.
Ηταν μια σκληρή μέρα, ακόμα και με τα δεδομένα αυτού του μακροχρόνιου πολέμου στο Αφγανιστάν. Οι «New York Times» επισκέφθηκαν την οικογένεια και διηγήθηκαν την τραγική ιστορία της.
Οταν έπεσε εκείνη η νύχτα, τέσσερα από τα παιδιά της μοιραίας οικογένειας ήταν νεκρά, συμπεριλαμβανομένου του Τζαλίλ, ο οποίος είχε προσπαθήσει να τους σώσει όλους και πέθανε στο νοσοκομείο εκείνο το βράδυ. Ενα τετράχρονο κορίτσι, η Μάρουα, έχασε την δίδυμη αδελφή του, Σάφουα. Σκοτώθηκε και η μητέρα τους, η Μπρέχνα, η οποία ήταν εκεί κοντά. Μία από τις ανιψιές της Μπρέχνα, ηλικίας 6 ετών, σκοτώθηκε επίσης στην έκρηξη.

Η μάχη των γιατρών

Επτά επιζώντες –τρεις αδελφοί και τέσσερα από τα πρώτα εξαδέλφια τους –έμειναν ζωντανοί να σηκώσουν το βάρος του πένθους, και χειρότερα: ο καθένας τους είχε χάσει από ένα πόδι, και δύο έχασαν και τα δύο κάτω άκρα τους.
Τις επόμενες δύο ημέρες, οι γιατροί στο Περιφερειακό Νοσοκομείο του Νανγκαρχάρ στην πόλη Τζαλαλαμπάντ εργάστηκαν όλο το εικοσιτετράωρο προσπαθώντας να αποκαταστήσουν τα παραμορφωμένα άκρα, και στη συνέχεια τα ακρωτηρίασαν, αφού διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να σώσουν τα πόδια των παιδιών.
«Ηθελα να κλάψω στο χειρουργείο» είπε ο επικεφαλής του ορθοπαιδικού τμήματος, δρ Σαγέντ Μπιλάλ Μιάχελ. «Εχουμε πολλούς ακρωτηριασμούς εδώ, αλλά αυτά ήταν παιδιά, και όλα από την ίδια οικογένεια».

Ο Αμπντούλ Ρασίντ, 12 ετών, θυμήθηκε πώς ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά την έκρηξη. «Προσπάθησα να σηκωθώ και τα πόδια μου δεν υπήρχαν πια» είπε. Ο νεότερος αδελφός του Μανγκάλ, 11 ετών, είπε ότι προσπάθησε να πάει, κουτσαίνοντας, στα γόνατα, προς το σπίτι τους μετά την έκρηξη αλλά λιποθύμησε και ξύπνησε στο νοσοκομείο.
Κανείς από τους επιζώντες δεν έχασε μπράτσα ή χέρια, ούτε έφερε τραύματα στο κεφάλι. Οι περισσότεροι, με ακρωτηριασμούς κάτω από το γόνατο, θα είναι καλοί υποψήφιοι για τεχνητά άκρα. Αλλά κανένας δεν μπορεί να αποκτήσει τεχνητά άκρα αν δεν περάσουν ακόμα αρκετοί μήνες επούλωσης των τραυμάτων.
Τα παιδιά έκαναν επανειλημμένες εγχειρήσεις για επιπλοκές από τα τραύματά τους. Κάποια είναι αρκετά καλά για να επιστρέφουν το βράδυ στο χωριό τους, αλλά τρία χρειάζονται μακροχρόνια νοσηλεία. Για να τα ξεχωρίσουν, οι γιατροί έχουν γράψει τα ονόματά τους με μαρκαδόρο στα στήθη τους.
«Μπορούμε να σώσουμε τις ζωές τους, αλλά για αποκατάσταση και θεραπεία θα ήταν καλύτερα να μεταφερθούν σε ένα κέντρο με καλό εξοπλισμό» δήλωσε ο δρ Νατζιμπουλάχ Καμαουάλ, επικεφαλής της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας του Νανγκαρχάρ. «Μάλλον σε μια άλλη χώρα. Το καθένα από αυτά τα παιδιά χρειάζεται εξατομικευμένη βοήθεια. Και αυτοί είναι τόσο φτωχοί άνθρωποι».

Δεν ήθελε να χάσει τις εξετάσεις

Ο Σαφικουλάχ, 13 ετών, υπέστη ακρωτηριασμούς πάνω από το γόνατο και στα δύο πόδια και ικέτευε τους γιατρούς να τον αφήσουν να πάει πίσω στο σπίτι του. Οι γιατροί είπαν ότι μπορεί να χρειαστούν άλλες δύο εγχειρήσεις προτού γίνει αυτό.
Ο έφηβος ανησυχούσε ιδιαίτερα για τα μαθήματά του στο σχολείο. Οι εξετάσεις επρόκειτο να ξεκινήσουν και εκείνος επέμεινε να φέρει η οικογένειά του βιβλία και μαθήματα, τα οποία έβαλε σε πλαστικές σακούλες κάτω από το μαξιλάρι του, ώστε να μπορεί να μελετήσει. «Δεν θέλω να χάσω τις εξετάσεις μου» είπε.
Ο 65χρονος Χαμισά Γκουλ είναι ο πατέρας του Τζαλίλ, ο οποίος σκοτώθηκε, και των τριών αδελφών με τα ακρωτηριασμένα άκρα. Η Μπρέχνα, η ενήλικη γυναίκα που σκοτώθηκε στην έκρηξη, ήταν αδελφή του.
Στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ο Μπασίρ, που έχασε το αριστερό πόδι κάτω από το γόνατο, είχε ένα τετράδιο. Ενα απόσπασμα έγραφε: «Είθε ο Θεός να δείξει έλεος για μένα και να μου φέρει καλύτερη υγεία».

Ο δίδυμος αδελφός του, Αμπντούλ Ρασίντ, που έχασε και τα δύο πόδια κάτω από το γόνατο, είπε ότι ελπίζει να γίνει γιατρός όταν τελειώσει το σχολείο. Ο Μανγκάλ, ο οποίος έχασε το δεξί πόδι κάτω από το γόνατο, έχει ως στόχο να γίνει μηχανικός, είπε.
Τα μάτια του Γκουλ γεμίζουν δάκρυα όταν ακούει τα παιδιά. «Δεν έχουν καταλάβει ακόμη ότι δεν μπορούν να περπατήσουν. Δεν θέλουν να μιλάνε γι’ αυτό» λέει.
Το μέλλον τους είναι γεμάτο αποθαρρυντικά εμπόδια, σε μια χώρα όπου μεγάλο μέρος των θυμάτων του πολέμου είναι άμαχοι, πολλοί παιδιά, ενώ κυβέρνηση και οργανώσεις αρωγής πασχίζουν να βοηθήσουν.

Στην πρώτη γραμμή του πυρός

Πολλές ομάδες βοήθειας έχουν μειώσει δραματικά τις επιχειρήσεις στο Τζαλαλαμπάντ ύστερα από μια βίαιη επίθεση τον περασμένο Ιανουάριο στο γραφείο της οργάνωσης Save the Children, αν και η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού διαθέτει ένα ορθοπαιδικό κέντρο στην πόλη, που φτιάχνει προσθετικά μέλη.
Το χωριό της οικογένειας των παιδιών με τα κομμένα πόδια παραμένει στην πρώτη γραμμή του πυρός, στο μέτωπο μεταξύ των ανταρτών και της κυβέρνησης. Ο επικεφαλής της περιφερειακής αστυνομίας δήλωσε ότι τη ρουκέτα που τραυμάτισε τα παιδιά την έριξαν Ταλιμπάν σε σύγκρουση με τον Εθνικό Στρατό του Αφγανιστάν.
Εκπρόσωπος των Ταλιμπάν κατηγόρησε την αφγανική αστυνομία. «Αυτό το περιστατικό δεν είχε καμία σχέση με εμάς» είπε. Η οικογένεια των παιδιών είναι επιφυλακτική για το ποιος ευθύνεται. «Ο πόλεμος συνεχίζεται. Δεν ξέρουμε ποιον να κατηγορήσουμε» είπε ο Χαμίσα Γκουλ στους «New York Times».

HeliosPlus