Κατάγεστε από την Αργεντινή, όπου ξεκινήσατε την ψυχαναλυτική σας εκπαίδευση, την οποία συνεχίσατε στη Γαλλία, στη Σχολή του Ζακ Λακάν, με τον οποίο κάνατε την προσωπική σας ψυχανάλυση. Τι αποκομίσατε από αυτή τη συνάντηση με το πρόσωπο και με τη διδασκαλία του Λακάν;
«Η συνάντηση με τον ίδιο τον Λακάν ως ψυχαναλυτή, καθώς και η ψυχαναλυτική διαδικασία μαζί του, αποτέλεσε για μένα ένα γεγονός που σηματοδότησε για τη ζωή μου ένα πριν και ένα μετά. Μολονότι ο Λακάν έβλεπε πολυάριθμους αναλυομένους στο γραφείο του, δεν ήταν απρόσιτος αλλά δεχόταν αυτούς που επιθυμούσαν να τον συναντήσουν. Αν και είχα ήδη κάνει μακροχρόνια ανάλυση στην Αργεντινή, η πρώτη συνεδρία μαζί του υπήρξε ένα εξαιρετικό μάθημα κλινικής πρακτικής, λόγω ακριβώς του ενδιαφέροντος που έδειξε για τις λεπτομέρειες της προσωπικής μου διαδρομής, για τα κριτήρια επιλογής ψυχαναλυτή, για το ενδιαφέρον μου προς την ψυχανάλυση, για το αρχικό αίτημά μου για θεραπεία, και όλα αυτά προκειμένου να συλλάβει με εξατομικευμένο και ακριβή τρόπο το σύμπτωμα που θα δικαιολογούσε ένα αίτημα ανάλυσης. Και έτσι κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι δεν κάνει κάποιος ψυχανάλυση για να εκπαιδευθεί ως ψυχαναλυτής, ούτε για να ικανοποιήσει μια διανοητική περιέργεια, αλλά επειδή υποφέρει από ένα σύμπτωμα. Μια ανάλυση περιστρέφεται γύρω από την ανάγνωση του συμπτώματος.
Οταν δεχόταν, ο Λακάν είχε μια παρουσία πλήρη, ολόσωμη, αλλά και εντυπωσιακή. Ηταν στον αντίποδα του «απονεκρωμένου» και σιωπηλού ψυχαναλυτή. Αναπηδούσε, αντιμετώπιζε τις λέξεις σαν να ήταν από στόφα, σαν ένα υλικό που το κόβεις για να κάνεις να ακουστεί κάτι άλλο από αυτό που είχες την πρόθεση να πεις. Στο γραφείο του επικρατούσε όχι η ρουτίνα αλλά η έκπληξη, ένας λόγος που δεν αποκοιμίζει διότι αναδεικνύει το ασυνείδητο σαν κάτι που εντοπίζεται σε κάτι άλλο από το τρέχον νόημα των λέξεων. Ηταν απαιτητικός αναλυτής, έπρεπε να προσαρμοστείς στις σύντομες συνεδρίες, στις καθημερινές συνεδρίες ή και στις επανειλημμένες συνεδρίες την ίδια ημέρα. Παράλληλα ήταν εξαιρετικά λεπτός και ευαίσθητος, χειριζόμενος θαυμάσια την επίπτωση των λέξεων στο σώμα. Υλοποιούσε μέσα στην ανάλυση τη διάσταση του «ομιλούντος σώματος» ανακόπτοντας κάθε τάση για μια επ’ άπειρον αναζήτηση νοήματος, στοχεύοντας με την ψυχαναλυτική πράξη τα ίχνη της γλώσσας πάνω στο σώμα. Ουσιαστικά, αυτά τα ίχνη δεν είναι τίποτε άλλο από το σύμπτωμα.
Εμαθα να διαβάζω το βιβλίο του δικού μου ασυνειδήτου και βρήκα όχι την ευτυχία και τη σοφία, αλλά μια νέα συμφωνία με αυτό που με έκανε να υποφέρω και που δεν ήταν τελικά παρά ένας τρόπος να απολαμβάνω. Η ανάλυση ανοίγει τον δρόμο για μια χρήση του συμπτώματος απαλλαγμένη από «πάθος», που το μετασχηματίζει σε δύναμη για ζωή. Από τότε δεν έχω σταματήσει την εκπαίδευσή μου. Η διδασκαλία είναι κι αυτή ένας τρόπος εκπαίδευσης, όπου ο αναλυτής δοκιμάζει διαρκώς τον εαυτό του ως αναλυόμενο».

Η σύγχρονη ζωή στις δυτικές χώρες διέπεται πλέον από νέες μορφές κοινωνικού δεσμού, όπου υπερισχύει η διαμεσολάβηση του Διαδικτύου. Αυτό είναι κάτι που αλλάζει το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται η ψυχανάλυση; Με δυο λόγια, η ψυχαναλυτική πρακτική σήμερα διαφέρει από εκείνη που ίσχυε πριν από τριάντα χρόνια;
«Είναι βέβαιο ότι παρακολουθούμε από τα τέλη του 20ού αιώνα μια μεγάλη ανατροπή, ως συνέπεια της ψηφιακής επανάστασης και των νέων τεχνολογιών. Ομως αυτή η κίνηση είναι απόρροια του λόγου της επιστήμης, ο οποίος γεννήθηκε τον 17ο αιώνα πάνω στον δρόμο που είχαν ανοίξει οι αρχαίοι Ελληνες και που καταλήγει στον Γαλιλαίο και στη δική του διατύπωση ότι το μεγάλο βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο σε μαθηματική γλώσσα. Εκτοτε, η επιστήμη και η τεχνολογική παραγωγή που απορρέει δεν έπαψαν να γεμίζουν τον κόσμο μας με νέα αντικείμενα, επιφέροντας έτσι ανατρεπτικά αποτελέσματα στο επίπεδο της υποκειμενικότητας.
Μπορούμε να διαπιστώσουμε σήμερα την ανάδυση νέων συμπτωμάτων στο πεδίο της κλινικής, όπως είναι για παράδειγμα οι νέες μορφές εθισμού στις οθόνες, καθώς επίσης μια παρακμή των τυπικών συμπτωμάτων του πεδίου της νεύρωσης, τα οποία υποκαθίστανται από νέες μορφές συμπτωματολογίας που δεν ανταποκρίνονται πλέον σε μια σαφή διάκριση προς τις ψυχώσεις.
Εν τούτοις, το ψυχαναλυτικό πλαίσιο παραμένει θεμελιωμένο στη συνάντηση ανάμεσα σε έναν ψυχαναλυτή και σε κάποιον που υποφέρει και του απευθύνει το αίτημά του. Πρόκειται για μια συνάντηση στο επίπεδο της ομιλίας, μια συνάντηση με σάρκα και οστά, η οποία αποκλείει το εικονικό πλαίσιο, όπως είναι η επικοινωνία μέσω Skype. Διότι η ψυχανάλυση δεν είναι μια πρακτική βασισμένη στην φλυαρία, ούτε στο coaching, είναι μια πρακτική που χρησιμοποιεί την ομιλία για να έχει επίπτωση στη ζώσα υπόσταση του σώματος που υποφέρει. Αυτό με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι ως ψυχαναλυτές σήμερα είναι η μοναδική ιδιαιτερότητα του ομιλούντος σώματος, με όλες τις παραλλαγές που εισάγει η εποχή μας. Ωστόσο, ο ουσιαστικός πυρήνας του ψυχαναλυτικού πλαισίου παραμένει έγκυρος, και μάλιστα διαπιστώνουμε όλο και περισσότερο μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ο λόγος είναι ανυπόστατος το ανατρεπτικό αποτέλεσμα ενός αληθινού λόγου. Είναι κάτι που μπορεί να μετασχηματίσει ένα πεπρωμένο».

Ακολουθώντας το ίδιο νήμα, ποια είναι η επίπτωση της εμπλοκής του Διαδικτύου στις σχέσεις των δύο φύλων εν γένει;
«Το Διαδίκτυο διευκολύνει τις ανταλλαγές και καταλύει τις γεωγραφικές αποστάσεις και από αυτή την άποψη αποτελεί πολύτιμο εργαλείο. Εχει τεθεί στην υπηρεσία των ερωτικών συναντήσεων ή και των καθαρά σεξουαλικών συναντήσεων. Εχει διαμορφωθεί μια τεράστια αγορά της επιθυμίας, για κάθε είδους σεξουαλική προτίμηση. Νομίζω ότι πρόκειται για μια συναλλαγή αμοιβαίας εξαπάτησης, σύμφωνα με όσα διαπιστώνω με βάση τα λεγόμενα των αναλυομένων μου. Σε κάποιες σπάνιες και ευτυχείς περιπτώσεις προκύπτει η καλή συνάντηση που οδηγεί σε γάμο ή σε κοινή ζωή, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων κυριαρχεί η απογοήτευση, αφού το πράγμα αποτυγχάνει. Ουσιαστικά, αυτό που γίνεται γρήγορα εμφανές με τη διαμεσολάβηση του Διαδικτύου είναι η πλευρά της αποτυχίας, πόσω μάλλον που κινητοποιεί ένα πλήθος ερωτικών συντρόφων. Αλλά γι’ αυτό δεν ευθύνεται το Διαδίκτυο, ούτε οι αλγόριθμοι του έρωτα. Η αποτυχία οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι για τα ομιλούντα πλάσματα ο αλγόριθμος του έρωτα «δεν παύει να μη γράφεται». Υπεισέρχεται εδώ κάτι της τάξεως του αδυνάτου –ένα αδύνατο που μπορεί ενδεχομένως να το αναιρέσει η τυχαιότητα, εφόσον η συνάντηση ενεργοποιεί στους ερωτικούς συντρόφους, κάτι που συνάδει με την ασυνείδητη φαντασίωση. Και αυτό έχει δομικό χαρακτήρα.
Διαπιστώνουμε ωστόσο ότι η εύκολη πρόσβαση στα μέσα συνάντησης που προσφέρει το Διαδίκτυο βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευρύτητα της μοναξιάς που μας αναφέρουν τα αναλυόμενα υποκείμενα. Και αυτό δεν εκπλήσσει, αφού οι δεσμοί που συνάπτονται με τη διαμεσολάβηση της οθόνης φαίνεται να εγκλωβίζουν τους μεν και τους δε σε ένα είδος γενικευμένου αυτισμού».
Ο Φρόιντ, αρκετά απαισιόδοξος, θεωρούσε ότι το να ζει κανείς στη δυσφορία του πολιτισμού συνιστά το μοιραίο πεπρωμένο της ανθρώπινης κατάστασης. Ως προς αυτό το σημείο, η λακανική ψυχανάλυση είναι άραγε πιο αισιόδοξη; Θα μπορέσει ποτέ κανείς να υποσχεθεί την ευτυχία σε όποιον υποβάλλεται σε ψυχαναλυτική θεραπεία;
«Ο Φρόιντ τόνιζε για τα ανθρώπινα όντα πως είναι αδύνατον να εφαρμόσουν την εντολή της αγάπης για τον πλησίον. Ποιος είναι ο λόγος αυτής της αδυνατότητας; Η κακία που ενδημεί μέσα μας, θα πούμε. Πράγματι, η αγάπη συμβαδίζει με το μίσος, και στη σχέση με τον συνάνθρωπό μου, όπως έλεγε ο Φρόιντ, έχω περισσότερο την τάση να αρπάξω την περιουσία του, να τον εκμεταλλευθώ, να τον σκοτώσω. Ακόμα κι αν δεν το κάνω πράξη, πάντως τρέφω τέτοιους σκοτεινούς πόθους και στοχασμούς. Κατά συνέπεια, ο πολιτισμός, που λειτουργεί σαν ανάχωμα στην αγριότητα, δεν κατορθώνει να την απαλείψει, να την εξαφανίσει τελείως. Ο πολιτισμός προάγει την οδό της μετουσίωσης που μας βοηθάει να καλλιεργήσουμε τις ευγενικές μας κλίσεις. Η τέχνη διαπρέπει σ’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, στον άνθρωπο παραμένει πάντοτε ένας εσώτερος πυρήνας μοχθηρής απόλαυσης, που τις περισσότερες φορές είναι παραγνωρισμένος. Και έτσι, όσο περισσότερο προσπαθούμε να τον κρατήσουμε σε κάποια απόσταση από τη συνείδησή μας τόσο περισσότερο αγριεύουν οι επιταγές του υπερεγώ, δηλαδή οι επιπλήξεις και οι μομφές προς τον εαυτό μας, και αποβαίνουν πηγή δυσφορίας. Υπάρχει λοιπόν παραγνώριση του πιο ενδόμυχου πυρήνα του εαυτού μας, καθώς και μια τάση να τον συναντήσουμε έξω από εμάς, ενσαρκωμένο στον άλλο που μισούμε: τον ξένο, τον διαφορετικό, τις γυναίκες, τους αποκλεισμένους, κ.λπ.
Ως προς αυτό το σημείο η λακανική ψυχανάλυση δεν αντιβαίνει στον Φρόιντ και δεν υπόσχεται καμία ευτυχία. Από τη στιγμή που κάνουμε ψυχανάλυση, το ζητούμενο για τον καθένα μας είναι να γνωρίσει, να εντοπίσει, να εξορύξει αυτόν τον πυρήνα μοχθηρίας ώστε να δώσει αξιοσύνη στην αγάπη, να την καθαρίσει από το πρωταρχικό μίσος, έχοντας ωστόσο επίγνωση ότι πρέπει ακατάπαυστα να ξαναρχίζει».
l Η συνέντευξη δόθηκε σε μέλη του Κέντρου Ψυχαναλυτικών Ερευνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ