Την περασμένη εβδομάδα ο ΟΟΣΑ με την έκθεσή του για τη φορολόγηση των μισθών στις 35 χώρες-μέλη του ήρθε να επιβεβαιώσει την υπερφορολόγηση του έλληνα μισθωτού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη θέση της λίστας με την υψηλότερη φορολογία για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση ανέρχεται στο 39%, καθώς οι φορολογικές ελαφρύνσεις είναι ασήμαντες σε σύγκριση με άλλες χώρες. Και αυτό αφορά ένα ζευγάρι που λαμβάνει τον μέσο μισθό. Διότι με υψηλότερα εισοδήματα οι επιβαρύνσεις είναι πολύ μεγαλύτερες.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι υπάρχει μια κατηγορία φορολογουμένων, οι μισθωτοί, η οποία σηκώνει τα βάρη για την επίτευξη των υπερπλεονασμάτων. Το ερώτημα βεβαίως που τίθεται είναι αν είναι διατηρήσιμη αυτή η κατάσταση. Αν μπορούν οι μισθωτοί να σηκώνουν όλο και περισσότερα βάρη για την επίτευξη όλο και υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως προβλέπουν οι συμφωνίες που έχει υπογράψει η χώρα με τους πιστωτές. Η απάντηση είναι όχι.
Ποια είναι η λύση λοιπόν; Οι προσδοκίες ότι τα έσοδα του κράτους θα αυξάνονταν από τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόγιαρνς, τα Panama Papers κ.λπ. δεν ευοδώθηκαν. Τα ποσά που έχουν βεβαιωθεί είναι πενιχρά, της τάξεως λίγων δεκάδων εκατομμυρίων. Ούτε από την πάταξη του λαθρεμπορίου στα καύσιμα και στα τσιγάρα έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στα χρόνια της κρίσης. Οι ελπίδες και οι υποσχέσεις ότι θα εισέρρεαν εκατοντάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο στο Δημόσιο Ταμείο αποδείχθηκαν όνειρα απατηλά.
Τι απομένει λοιπόν; Οπως και να το κάνουμε, ρεαλιστικά υπάρχει μόνο μία λύση: η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Για άλλη μια φορά πρόκειται για μια ρεαλιστική πρόταση των πιστωτών που, όπως πολλές άλλες στο παρελθόν, αρνιόμαστε να την εφαρμόσουμε μέχρι… να την αποδεχθούμε στη χειρότερή της μορφή. Επανειλημμένως το ΔΝΤ έχει επισημάνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναθεωρήσει το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθεί και να διαμορφώσει φορολογική πολιτική με αναπτυξιακό πρόσημο.
Δηλαδή να απομακρυνθεί από την υπερφορολόγηση μικρής φορολογικής βάσης και τις περικοπές των δημόσιων δαπανών, συνταγή που δεν οδηγεί σε βιώσιμη ανάπτυξη, και να πάει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την επίσπευση της μείωσης του αφορολογήτου από τις αρχές του 2019. Ομως πριν φθάσουμε εκεί, η προσπάθεια πρέπει να εστιαστεί στη διασταύρωση των στοιχείων των ηλεκτρονικών συναλλαγών, δηλαδή των πληρωμών που γίνονται με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες. Τα δεδομένα υπάρχουν. Αυτό που χρειάζεται είναι η αξιοποίησή τους. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται πολιτική απόφαση.
Δυστυχώς όμως αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν από την αξιοποίηση των δεδομένων δεν βρίσκονται σε λίστες τύπου Λαγκάρντ. Αντίθετα, ανήκουν σε επαγγελματικές ομάδες που συστηματικά φοροδιαφεύγουν και στις οποίες το πολιτικό σύστημα μεθοδικά κλείνει το μάτι.
Πρόκειται για μια άτυπη win-win συμφωνία. Και επειδή τα κόμματα δεν συνηθίζουν να πυροβολούν τα πόδια τους, για ακόμα μια φορά θα αξιοποιήσουν τον «χρήσιμο κακό» που δεν είναι άλλος από το ΔΝΤ. Ομως οι πιστωτές ενδιαφέρονται κυρίως για το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή να επιτευχθεί ο στόχος του πλεονάσματος, ακόμα και με μείωση του αφορολογήτου, και όχι να εδραιωθεί ένα δίκαιο και βιώσιμο φορολογικό σύστημα.
Ετσι, όμως, ένα είναι σίγουρο: ότι ποτέ δεν πρόκειται να αποκτήσουμε το δικό μας μνημόνιο, το δικό μας πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα και θα την κάνει κανονική χώρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ