Στον φάκελο που διαβίβασε υποχρεωτικά η Εισαγγελία στη Βουλή για την υπόθεση Novartis περιλαμβάνονται, όπως έχει κατά κόρον ειπωθεί, οι καταθέσεις τριών ανώνυμων μαρτύρων.
Ανακύπτει συνεπώς το ζήτημα ποιος, με ποια νομική βάση και ποιες έννομες συνέπειες υπήγαγε τους τρεις αυτούς μάρτυρες σε καθεστώς προστασίας. Πιο συγκεκριμένα, ανακύπτει το ερώτημα αν οι τρεις μάρτυρες έχουν χαρακτηριστεί ως «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» σύμφωνα με το άρθρο 45Β του ΚΠΔ, στο οποίο προβλέπεται σχετική αρμοδιότητα του εισαγγελέα Διαφθοράς με έγκριση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που τον εποπτεύει, ή αν υπήχθησαν σε άλλο καθεστώς προστασίας και αν αυτό προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία ή αυτή καταστρατηγήθηκε στην προκειμένη περίπτωση.
Στις εκθέσεις των καταθέσεων των τριών ανώνυμων μαρτύρων ενώπιον της εισαγγελέως Διαφθοράς και των επίκουρών της εισαγγελέων μνημονεύονται, αντίστοιχα, οι 12/2017, 13/2017 και 1/2018 διατάξεις του εισαγγελέα Πρωτοδικών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 2928/2001 «Προστασία μαρτύρων», «…η κατάθεση με μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας…».
Παρότι η σύνταξη του προοιμίου των εκθέσεων αυτών είναι κάπως ελλειπτική, είναι προφανές ότι δεν έχει τύχει εφαρμογής το άρθρο 45Β του ΚΠΔ, δεν έχει εκδοθεί πράξη της εισαγγελέως Διαφθοράς για τον χαρακτηρισμό των μαρτύρων αυτών ως «μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος» και δεν έχει κατά συνέπεια υπάρξει εγκριτική πράξη του εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Αυτό σημαίνει όμως, πρώτον, ότι οι τρεις αυτοί μάρτυρες δεν ανήκουν στην κατηγορία των προσώπων που, όπως απαιτεί το άρθρο 45Β παρ. 1 ΚΠΔ, καταθέτουν χωρίς να εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπουν σε ίδιον όφελος. Πρόκειται για πρόσωπα που μπορεί να εμπλέκονται και να έχουν ίδιον όφελος.
Σημαίνει, δεύτερον, ότι οι τρεις αυτοί μάρτυρες δεν περιβάλλονται με τη δικονομική προστασία του άρθρου 45Β του ΚΠΔ, που αφορά την αποχή από τη δίωξή τους για ψευδορκία, ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και αλλά συναφή εγκλήματα, την οποία μπορεί να διατάξει ο αρμόδιος για την εποπτεία των εισαγγελέων Διαφθοράς, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου (άρθρο 45Β παρ. 2 και 3 ΚΠΔ).
Σημαίνει, τρίτον, ότι οι τρεις μάρτυρες καταθέτουν προδικαστικά με μη αναγραφή του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας (άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 2928/2001), αλλά καλούνται για εξέταση στο ακροατήριο και το δικαστήριο αποφαίνεται για την αποκάλυψη ή μη του ονόματός τους (άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 2928/2001).
Σημαίνει, τέταρτον, ότι αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, εάν φυσικά η υπόθεση έχει αχθεί στο ακροατήριο (άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 2928/2001). Πρόκειται για μάρτυρες μειωμένης έως ανύπαρκτης αξιοπιστίας.
Σημαίνει, πέμπτον, ότι η Βουλή δεν δεσμεύεται από τις παραπάνω διατάξεις του εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος δεν έχει αρμοδιότητα για την ποινική προδικασία που αφορά τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Αν, άλλωστε, οι διατάξεις του εισαγγελέα Πρωτοδικών εκδόθηκαν επειδή οι μάρτυρες ανέφεραν στο σχετικό αίτημά τους ότι επρόκειτο να καταθέσουν για πολιτικά πρόσωπα, το σχετικό αίτημα έπρεπε να διαβιβαστεί αμέσως στη Βουλή.
Επιπλέον, τίθεται σοβαρότατο ζήτημα παραβίασης της παραγράφου 7 του άρθρου 9 Ν. 2928/2001 που επεκτείνει την εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και στις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του ΠΚ, ακόμη και αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης. Ομως, όταν έχει επιληφθεί ο εισαγγελέας Διαφθοράς για τέτοιες πράξεις, μπορεί πλέον να εφαρμοστεί από αυτόν το άρθρο 45Β του ΚΠΔ που προβλέπει έγκριση του εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι το άρθρο 9 παρ. 2 και 7 Ν. 2938/2001 που προβλέπει αρμοδιότητα κατώτερου εισαγγελικού λειτουργού, του εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Ακόμη και αν δεχθεί κανείς την άποψη ότι και στις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Διαφθοράς μπορεί να χορηγηθεί όχι μόνο η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος που θέλει τις αυξημένες προϋποθέσεις του άρθρου 45Β του ΚΠΔ, αλλά και η προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 και 7 του άρθρου 9 Ν. 2928/2001, όπως ισχύει, δυνατότητα κατάθεσης χωρίς αναφορά του ονόματός του, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας σε οποιονδήποτε μπορεί να συμβάλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη της αλήθειας (ακόμη και αν έχει συμμετοχή στις ερευνώμενες πράξεις και προσδοκά ίδιον όφελος), αυτό πρέπει να γίνει με πράξη του εισαγγελέα Διαφθοράς και με έγκριση του εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου λόγω της σοβαρότητας των υποθέσεων που υπάγονται στον εισαγγελέα Διαφθοράς. Αυτό προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 45Β του ΚΠΔ και της παραγράφου 7 του άρθρου 9 Ν. 2938/2001, όπως ισχύει, που παραπέμπει στις ευχέρειες της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.
Αλλιώς, ενώ έχει επιληφθεί ο εισαγγελέας Διαφθοράς, ένα καίριας σημασίας ζήτημα, δηλαδή η υπαγωγή μαρτύρων σε καθεστώς προστασίας, κρίνεται από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, δηλαδή από κατώτερου βαθμού εισαγγελικό λειτουργό που δεν έχει, ούτε μπορεί να αποκτήσει πλήρη γνώση της δικογραφίας.
Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ένας μάρτυρας ζητεί προστασία προκειμένου απλώς να αναφέρει ονόματα πολιτικών προσώπων που υπάγονται στο άρθρο 86 του Συντάγματος, καθώς γνωρίζει ότι αυτά θα διαβιβαστούν αμελλητί στη Βουλή, η οποία και ενεργεί ως εισαγγελέας.
Ο όλος, συνεπώς, χειρισμός της Εισαγγελίας σχετικά με τους προστατευόμενους μάρτυρες συνιστά ευθείας παραβίαση και του άρθρου 86 του Συντάγματος και των προϋποθέσεων του ΚΠΔ και Ν. 2829/2013.
Στον φάκελο που διαβιβάστηκε στη Βουλή δεν περιλαμβάνεται πάντως καμία σχετική εισαγγελική διάταξη, ούτε καν οι μνημονευόμενες στις εκθέσεις-εξετάσεις των ανώνυμων μαρτύρων τρεις διατάξεις του εισαγγελέα Πρωτοδικών, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομικής της βάσης και της αιτιολογίας της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ