Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ισπανία εντάσσονται σε μια μακριά αλυσίδα ζοφερών γεγονότων που απασχολούν τα τελευταία χρόνια την Ευρώπη και συνδέονται με την ενδυνάμωση των εθνικιστικών αντανακλαστικών των ευρωπαίων πολιτών σε όλο σχεδόν το εύρος του πολιτικού φάσματος. Η ευρύτητα μάλιστα του φαινομένου είναι τέτοια που να επιτρέπει αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «ρετρό» εθνικισμούς, για ένα παλαιότερο και παραδοσιακό φαινόμενο της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας που υποτροπιάζει καθώς κλείνει ένας ιστορικός κύκλος οραματισμού και αισιοδοξίας για τη δυνατότητα των ευρωπαίων πολιτών να επενδύουν πολιτικά στις συγκλίσεις και όχι στις αποκλίσεις τους.
Η άνοδος δηλαδή των «ρετρό» εθνικισμών συνδέεται για πολλούς με την κρίση – ή την κατάρρευση σε επίπεδο συνείδησης – του ευρωπαϊκού οράματος που αδυνατεί πια να πείσει μεγάλα τμήματα των πληθυσμών που διαμένουν σήμερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αν και οι συνδέσεις αυτές είναι βάσιμες, τείνουν να μας εγκλωβίζουν σε μια αντίληψη που θέλει να θεωρεί ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται» ή ότι οι «λαοί» είναι κάπως προγραμματισμένοι να επαναλαμβάνουν νομοτελειακά τα ίδια «λάθη» και άρα να περνάνε τα ίδια βάσανα σε βάθος χρόνου. Πρόκειται βέβαια για ένα αφήγημα με το οποίο ανατροφοδοτείται ο ίδιος ο εθνικισμός επιβεβαιώνοντας διαρκώς τις αρχές ενός συντηρητικού οραματισμού που προτείνει τελικά ότι οι κοινωνικές αλλαγές είναι ανέφικτες και ότι είμαστε όλες και όλοι δέσμιοι των ιστορικών προδιαγραφών της νεωτερικότητας στον αιώνα τον άπαντα. Πρόκειται δηλαδή για ένα συντηρητικό πολιτικό αφήγημα που ανατροφοδοτείται εσωτερικά.
Μπορούμε βέβαια να δούμε τις εξελίξεις στην Καταλωνία από πολλές διαφορετικές οπτικές. Πρόκειται για μια ιστορική συγκυρία πολύπλοκη και ένα θέμα σύνθετο απέναντι στο οποίο δεν έχει νόημα να σταθούμε με τη λογική του «καλού» και του «κακού». Τα γεγονότα – τα οποία εξελίσσονται ακόμη και τη στιγμή που γράφονται ή διαβάζονται αυτές οι γραμμές – αφορούν τη σχέση έθνους και εθνοτήτων, τη δυνατότητα ή την αδυναμία ενός πολιτειακού θεσμού να συνθέτει και να εκφράζει την εσωτερική διαφορετικότητα, τον αυταρχισμό των κρατικών πολιτικών και πρακτικών καταστολής, την κρατική βία, την κρίση αντιπροσώπευσης. Η αποτίμηση της εξέλιξης των γεγονότων οφείλει να είναι επίσης σύνθετη και συνθετική παράλληλα των εσωτερικών αντιφάσεων: γιατί μπορεί μεν η άσκηση σκληρής κρατικής βίας που μεταδόθηκε αστραπιαία σε εικόνες στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης να απονομιμοποίησε στα μάτια πολλών την κυβέρνηση Ραχόι και να ενδυνάμωσε τα αποσχιστικά αντανακλαστικά, από την άλλη όμως πλευρά φαίνεται ότι συσπειρώνει τις συντηρητικές δυνάμεις εντός και εκτός της Ισπανίας. Και στις δύο περιπτώσεις ο εθνικισμός τόσο στην κρατική όσο και στην τοπικιστική εκδοχή του επιβεβαιώνεται, ενδυναμώνεται, ενισχύεται.
Για τους εθνικιστές κάθε απόχρωσης η έκβαση μέχρι τώρα είναι επιτυχής έτσι ή αλλιώς. Η εμφάνιση της εθνικής σημαίας σε όλο και περισσότερα μπαλκόνια της Μαδρίτης αποδεικνύει εξάλλου την αύξηση της απήχησης του εθνικιστικού αφηγήματος αλλά και τη σταδιακή αποδοχή των πολιτικών της κρατικής βίας σε μερίδα του πληθυσμού. Μέσα από τα πρόσφατα γεγονότα ο εθνικισμός, ακόμη και στις ακροδεξιές εκδοχές του, απονομιμοποιείται και ενδυναμώνεται.
Σε ένα πρώτο επίπεδο η κυβέρνηση της Μαδρίτης έχει χειριστεί την κατάσταση αποκλειστικά θεσμικά, συνταγματικά και δικαστικά, ως ένα ζήτημα επιβολής της τάξης. Γνωρίζουμε όμως ότι, πέρα από το θεσμικό κέλυφος της σημερινής συγκυρίας, ο πυρήνας του ζητήματος βρίσκεται στις διαδικασίες ταύτισης και αποταύτισης, τις διαδικασίες δηλαδή μέσα από τις οποίες τα άτομα φτάνουν να αισθάνονται μέλη μιας κοινότητας ή αποξενώνονται από αυτήν.
Ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται κάθε φορά η κοινότητα με την οποία ταυτίζονται οι πολίτες. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κοινότητας στην οποία αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας; Πώς ορίζεται η συνεκτική δομή που συνθέτει και εντάσσει τα μέλη μιας κοινότητας στο εσωτερικό της; Στην περίπτωση της Ισπανίας οι ορισμοί της κοινότητας τόσο από την πλευρά της Καταλωνίας όσο και από την πλευρά της Μαδρίτης είναι απολύτως ομόλογοι: η κοινότητα ορίζεται με βάση την αρχή της φαντασιακής ομοιογένειας των μελών, της ομοιομορφίας των αντιλήψεων και των εθνοτικών χαρακτηριστικών και τη νοητική σύνδεση της κουλτούρας μιας ομάδας ανθρώπων με τη γη την οποία πατάνε. Ο εθνικισμός τόσο στην κρατική όσο και στην αποσχιστική εκδοχή του, τόσο στις αριστερές όσο και στις δεξιές αποχρώσεις του, παραμένει σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς, ενσωματώνοντας τις αντιφάσεις του και παράγοντας διαρκώς ποικίλες αλλά σαφώς ομόλογες εννοιολογήσεις του «εμείς».
Τέλος, ας σκεφτούμε πάλι τη σύνδεση μεταξύ ισπανικής κρίσης και κρίσης της Ευρώπης και του οραματικού ευρωπαϊσμού. Οι ποικίλοι εθνικισμοί –όχι μόνο στην Ισπανία αλλά παντού –φαίνεται να μοιράζονται ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό: αναγνωρίζουν ως πάγιους και βασικούς εχθρούς τους τον διεθνισμό, τον κριτικό κοσμοπολιτισμό και κάθε απόπειρα να ορισθεί η κοινότητα με τρόπους άλλους από αυτούς που αφορούν τα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και τη σύνδεση αυτών των χαρακτηριστικών με τη γη, με συγκεκριμένες δηλαδή γεωπολιτικές περιφέρειες. Η μόνη τελικά μη ομόλογη απάντηση στους «πολύχρωμους» εθνικισμούς της εποχής μας είναι ίσως η υπεράσπιση ενός πολιτικού φαντασιακού που εννοεί την κοινότητα ως κοινότητα αρχών και όχι χαρακτηριστικών, ως κοινότητα αλληλεγγύης και διαφορετικότητας, ως κοινότητα οραματισμού ενός ριζοσπαστικού μέλλοντος και όχι ως μέσο μιας συνθλιπτικής νομοτελειακής επιβολής των «ρετρό» παρόντων.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας, αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ