Τα τελευταία χρόνια, τέτοια εποχή, λέμε ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας και ελπίζουμε ότι το νέο έτος θα είναι καλύτερο. Ωστόσο, αν δούμε τα πράγματα με ρεαλιστικό πνεύμα, μακριά από κομματικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές παρωπίδες, διαπιστώνουμε ότι όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης και έχοντας δοκιμάσει κυβερνήσεις από όλο το πολιτικό φάσμα, τίποτα επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει που να δικαιολογεί την εκτίμηση ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας.
Μπορεί να έχει σημειωθεί σημαντική βελτίωση στα δημοσιονομικά, όμως το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο οργάνωσης που οδήγησε τη χώρα στην κατάρρευση παραμένει σε γενικές γραμμές αμετάβλητο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαχείριση της κρίσης στον Τύπο και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν παραδοσιακές εκδοτικές επιχειρήσεις όπως ο ΔΟΛ. Οποιαδήποτε λύση επιλέξουν οι τράπεζες, θα πρέπει να εγκριθεί από την κυβέρνηση. Ετσι, την προηγούμενη Πέμπτη έγινε κλειστή σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, με τη συμμετοχή των Νίκου Παππά και Αλέκου Φλαμπουράρη και κορυφαίων στελεχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, με θέμα τα προβλήματα του Τύπου. Δηλαδή οι πολιτικοί προσπαθούν να λύσουν ένα καθαρά επιχειρηματικό ζήτημα, το οποίο θα έπρεπε να λυθεί ανοικτά, με βάση το κατά πόσο είναι βιώσιμη μια επιχείρηση ή τμήμα αυτής.
Το αποτέλεσμα των κυβερνητικών παρεμβάσεων στα επιχειρηματικά ζητήματα του Τύπου το είδαμε στο φιάσκο του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Τα πράγματα σήμερα είναι πιο θολά από ό,τι ήταν πριν επιχειρήσει η κυβέρνηση να βάλει τάξη στο χαοτικό τηλεοπτικό τοπίο, το οποίο ήταν δημιούργημα παλαιότερων πολιτικών αποφάσεων, διαχρονικών, από την εποχή της απελευθέρωσης της αγοράς.
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα γιατί η Ελλάδα ύστερα από επτά χρόνια και έπειτα από τόσες θυσίες δεν έχει ορθοποδήσει, ίσως να περιγράφεται καλύτερα στο βιβλίο «Γιατί Αποτυγχάνουν τα Εθνη». Οι συγγραφείς του Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον, καθηγητές στο ΜΙΤ και στο Χάρβαρντ αντιστοίχως, υποστηρίζουν ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί μιας χώρας αποτελούν τη βάση για την οικονομική της επιτυχία ή αποτυχία. Απορρίπτουν προϋπάρχουσες προσεγγίσεις, για τη γεωγραφική θέση, το πολιτισμικό υπόβαθρο, το μορφωτικό επίπεδο και προβάλλουν το είδος της ποιότητας των πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Και διακρίνουν δύο κατηγορίες θεσμών: τους «ανοικτούς» και τους «κλειστούς».
Είτε στην πολιτική είτε στην οικονομική ζωή, ορίζουν ως «ανοικτούς» τους θεσμούς εκείνους που ανοίγουν το παιχνίδι σε όσο το δυνατόν περισσότερους, εξασφαλίζοντάς τους ίσους όρους, και ως «κλειστούς» εκείνους που χαρακτηρίζονται από τη λογική κάποιο τμήμα της κοινωνίας να αποσπά πόρους προς όφελος κάποιου άλλου, ελέγχοντας τους όρους του παιχνιδιού και επιτρέποντας τη συμμετοχή σε κάποιους σε βάρος κάποιων άλλων.
Ολα αυτά τα χρόνια της κρίσης μπορεί να δοκιμάσαμε κυβερνήσεις από όλο το πολιτικό φάσμα, μπορεί να αποδεχθήκαμε τρία Μνημόνια, μπορεί να υποστήκαμε θυσίες, διατηρήσαμε όμως αμετάβλητο το μοντέλο των «κλειστών» θεσμών που οδήγησε τη χώρα στην κατάρρευση. Για να αλλάξει, θα πρέπει να είμαστε ανοικτοί στην ισονομία, στην αξιοκρατία, στον υγιή ανταγωνισμό και στην αξιολόγηση. Να κάνουμε δηλαδή την υπέρβαση ως άτομα, ως κοινωνία, ως χώρα. Ας είναι αυτός ο στόχος και η ευχή για το 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ