Συνηθίζεται αυτές τις μέρες ο αναστοχασμός των περυσινών γεγονότων, μήπως και βγουν κάποιες ενδείξεις για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες για τη χώρα τη χρονιά που έρχεται. Εφέτος ειδικά όσοι το επιχειρήσουν για την Ελλάδα μπορεί να σπάσουν τα μολύβια τους. Ενας λόγος είναι ότι τα γεγονότα του 2016 ήταν μακράν πιο δραματικά από τις περυσινές προβλέψεις και επέβαλαν μια δυναμική άγνωστης διάρκειας και έκβασης: Brexit, εκλογή Τραμπ, ισλαμική τρομοκρατία, Προσφυγικό και Τουρκία προκαλούν τεκτονικές μετατοπίσεις στην Ευρώπη και για να τα αντιμετωπίσει πρέπει να υπερβεί τη γραμμική διαχείριση των πραγμάτων που ακολουθούσε μέχρι τώρα. Ενας πρόσθετος λόγος είναι ότι η ίδια η Ελλάδα δείχνει να καταναλώνει όλη την πολιτική της ενέργεια σε ασκήσεις εσωτερικών εντυπώσεων, με την ψευδαίσθηση ότι τα εξωτερικά γεγονότα είτε δεν την αγγίζουν είτε θα τα χειριστούν κάποιοι άλλοι.
Είναι αλήθεια ότι μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν έχει υποστεί ολέθριες συνέπειες από κανένα εξ αυτών, αλλά ξεχνά ότι είναι μάλλον από σύμπτωση. Επειδή ούτε υποδομές διαχείρισης κρίσης διαθέτει, ούτε και πιστεύει σε μια στρατηγική προετοιμασίας και έγκαιρης αντίδρασης, εάν υπάρξει εμπλοκή, το κόστος ίσως είναι ανυπολόγιστο, καθώς σε αρκετά από αυτά τα ζητήματα είναι ο αδύνατος κρίκος.
Για παράδειγμα, η κατάρρευση της συμφωνίας για τους πρόσφυγες θα προκαλούσε έναν απέραντο εγκλεισμό απελπισμένων, αφού φάνηκε ότι η χώρα αδυνατεί να ελέγξει τα σύνορα για όσους μπαίνουν ή να πείσει τους άλλους να τα ανοίξουν για όσους θέλουν να φύγουν. Μια αποσταθεροποιημένη Τουρκία θα μπορούσε να παρασύρει την Ελλάδα σε εθνικές περιπέτειες, αν σκεφτεί κανείς ότι οι αρμόδιες εγχώριες ηγεσίες πιο πολύ σκέφτονται τις παράτες από τα σχέδια ανάγκης. Τυχόν έφοδος μιας ομάδας τζιχάντ θα παρέλυε το ελληνικό κράτος, το οποίο παθητικά ανέχεται επί μέρες να καίγονται τρόλεϊ στο κέντρο της πρωτεύουσας χωρίς καν να αντιδρά. Με το Brexit και τον Τραμπ η σχέση δεν είναι άμεση, όμως κατά σύμπτωση και οι δύο εκστρατείες είχαν την Ελλάδα ως παράδειγμα αποφυγής και τώρα που νίκησαν, δεν σκοπεύουν φυσικά να την ενισχύσουν.
Ο μοναδικός σύμμαχος σε αυτή την ταραχώδη συγκυρία είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, αν και η ίδια δεν υπήρξε εντελώς αμέτοχη στη γέννηση και την όξυνση των αιτίων της αναταραχής (π.χ. υποδαυλίζοντας τον εμφύλιο στη Συρία). Σήμερα αποτελεί όμως τον πιο αποφασιστικό παράγοντα για την αντιμετώπιση των απειλών, τόσο επειδή δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα όσο και γιατί παραμένει μακράν ο πιο συντεταγμένος πόλος ορθολογισμού διεθνώς. Καθώς η Ελλάδα κινδυνεύει από την κλιμάκωση των απειλών και ταυτόχρονα είναι ακόμα σε βαθιά ύφεση, θα περίμενε κανείς ότι θα άρπαζε ως εξ ουρανού την ευκαιρία για να σφυρηλατήσει μια σχέση συμπόρευσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση και να αντιμετωπίσει αμφότερα τα προβλήματα από καλύτερες θέσεις.
Αντί όμως να κάνει την προφανή αυτή επιλογή που εμμέσως θα αναπλήρωνε και την ελλείπουσα εθνική στρατηγική, η Ελλάδα φαίνεται να έχει πάλι σηκώσει τα μανίκια της για καβγά. Με κάθε αφορμή, επανέρχονται συστηματικά στον δημόσιο λόγο ο αντιευρωπαϊσμός, ο αντιγερμανισμός και η ρητορική του διαχωρισμού από τα «κέντρα των Βρυξελλών».
Το ένα λάθος τακτικής διαδέχεται άλλο, ακόμα μεγαλύτερο. Στην αρχή εκδηλώθηκε η αφελής προσδοκία ότι η κυβέρνηση θα είχε το ΔΝΤ σύμμαχο εναντίον των ευρωπαϊκών θεσμών στη μείωση του χρέους, μέχρι που κατάλαβε ότι τα δικά του προαπαιτούμενα είναι μακράν πιο οδυνηρά. Ετσι, στράφηκε εναντίον του και τώρα θέλει την απομάκρυνσή του από το Πρόγραμμα, όμως ταυτόχρονα άνοιξε μέτωπο και με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας που τη στιγμή αυτή αποτελεί τη μόνη ουσιαστική εγγύηση ομαλής και φτηνής χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Ενα μικρής κλίμακας θέμα για την ψηφοθηρική ενίσχυση των συνταξιούχων που με μια έγκαιρη γνωστοποίηση θα μπορούσε να είχε περάσει απαρατήρητο στο εξωτερικό, μετατράπηκε σε τοτέμ καθυστερημένης διαμαρτυρίας προς την πολιτική που η ίδια η κυβέρνηση υπέγραψε μετά την κατάρρευση της «περήφανης διαπραγμάτευσης». Η ανεξήγητη παράταση της αξιολόγησης του 2016 λειτουργεί ήδη σαν θρυαλλίδα μελλοντικών συγκρούσεων όταν έλθει η ώρα των διαπραγματεύσεων για τις πολύ μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις που χρειάζεται η χώρα το 2017.
Το αποτέλεσμα αυτής της αλλοπρόσαλλης τακτικής είναι να συσπειρωθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί με το ΔΝΤ και όλοι μαζί να βάλουν πλέον ανοιχτά εναντίον της Ελλάδος και να ζητούν νέες δεσμεύσεις. Η συζήτηση για το χρέος και η αναμενόμενη ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ αναβλήθηκαν και μάλιστα, επειδή θα συμπέσουν με τις εκλογές Γαλλίας και Γερμανίας, ίσως για πολύ. Αντί για το χρονοδιάγραμμα περάτωσης του τρίτου Μνημονίου στο τέλος του 2018, αναδύεται τώρα το ενδεχόμενο ενός τέταρτου ως ανάχωμα στην τακτική των εκπλήξεων όποτε μειώνεται η δημοτικότητα της ελληνικής κυβέρνησης.
Η χώρα ρισκάρει έτσι να βρεθεί πάλι μπλεγμένη σε μια αδιέξοδη αναμέτρηση με την Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτή τη φορά όμως με όλους τους άλλους να έχουν μεγαλύτερες σκοτούρες από τα ανώριμα ελληνικά παίγνια. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ποιος θα είναι πιο ευάλωτος, αν οι εξωτερικές απειλές γίνουν έντονες. Προτού είναι αργά, η Ελλάδα χρειάζεται να χαράξει μια στρατηγική στενής συνεργασίας και συντονισμού με την Ευρωπαϊκή Ενωση με διπλή στόχευση:
Πρώτον, για να κινητοποιήσει ευρωπαϊκούς μηχανισμούς προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της τρομοκρατικής απειλής ή γεωπολιτικής κρίσης εξ ανατολών. Δεύτερον, για να ανακτήσει την αξιοπιστία που έχασε πέρυσι με την παρωδία του δημοψηφίσματος και υπονόμευσε ξανά και άνευ λόγου με τα πρόσφατα πειράματα γενναιοδωρίας. Ετσι μόνο θα μπορέσει να διαπραγματευτεί με σοβαρότητα τα μεγάλα ζητήματα του δημόσιου χρέους, των επενδύσεων, καθώς και την ανάκτηση ελέγχου του εθνικού πλούτου που σήμερα έχει τεθεί σε ταπεινωτική υποθήκη 99 ετών για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Και κάτι τελευταίο για όσα ενδέχεται να συμβούν με το νέο έτος: Οταν γύρω σου ξεσπάνε αγριάδες, η εξυπνάδα δεν είναι να κάνεις και εσύ το θηρίο. Η έξυπνη επιλογή είναι να γίνεις θηριοδαμαστής και να σε έχουν ανάγκη, όχι στόχο.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ