Οσο η Ακρα Δεξιά παρέμενε στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής τα κόμματα δεν πολυσκέφτονταν πώς να την αντιμετωπίσουν. Παρότι υπόγεια ρεύματα επικοινωνίας έχουν καταγραφεί στα κομματικά συστήματα πολλών χωρών, τα κατεστημένα κόμματα κράτησαν αποστάσεις από το ακροδεξιό περιβάλλον όσο αυτό ήταν καχεκτικό. Τα πράγματα αλλάζουν καθώς η Ακρα Δεξιά γίνεται υπολογίσιμος παράγοντας στην κομματική αρένα: ποιος θεωρείται τότε ο ενδεδειγμένος τρόπος να αντιμετωπιστεί μια δύναμη που αξιοποιεί τις δυνατότητες της φιλελεύθερης δημοκρατίας για να την υποσκάψει; Μια περιεκτική απάντηση στο ερώτημα αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα: το εκλογικό-εργαλειακό και το πολιτικό-κανονιστικό. Εν τέλει πώς θα περιοριστεί η επιρροή της Ακρας Δεξιάς χωρίς να θεωρηθεί παραβίαση της λαϊκής θέλησης και πώς μια δημοκρατία δεν θα φανεί υποχωρητική στην αμφισβήτηση θεμελιωδών της αρχών;
Καθώς οι οπαδοί της εκλογικής-εργαλειακής προσέγγισης θέλουν να κλείσουν γρήγορα το ζήτημα, ας σιγουρευτούμε ότι αντιλαμβανόμαστε για ποιο πράγμα (δεν) μιλάμε: αναφερόμαστε στις σχέσεις των κομμάτων του συνταγματικού τόξου με εκείνα τα κόμματα που το αμφισβητούν ή και ανοικτά το υπονομεύουν, ειδικότερα δε σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες, πολιτικές αποφάσεις ή συνεργασίες, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης του διαλόγου στα ΜΜΕ που περιλαμβάνει ή όχι αυτά τα κόμματα. Οι πρώτοι διδάξαντες στο σημείο αυτό είναι οι Βέλγοι· κόντρα σε μια εργαλειακή προσέγγιση που αγνοώντας ιδεολογικά φορτία αναγνωρίζει τα κόμματα κυρίως από τα εκλογικά ποσοστά τους, οι δημοκρατικές κομματικές δυνάμεις της φλαμανδικής περιοχής στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποφάσισαν να τηρήσουν μια στάση «υγειονομικής ζώνης» (cordon sanitaire) μπλοκάροντας το ανερχόμενο ακροδεξιό Vlams Blok (σημερινό Vlams Belang) και αρνούμενες τη σύναψη συμφωνίας ή συνεργασίας μαζί του, από το τυπικό μέχρι το άτυπο και από το τοπικό μέχρι το ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η στάση υγειονομικής ζώνης που τηρούν κόμματα (αλλά και ΜΜΕ) στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτείας νομιμοποιείται από το ότι οι θεσμοί δεν αποτελούν διαμεσολαβητές και μόνο συμφερόντων, αλλά είναι οι ίδιοι στυλοβάτες των δημοκρατικών αξιών και συνεπώς δεν μεριμνούν για να αυξήσουν την υποστήριξη μόνο προς τους ίδιους αλλά πρωτίστως προς το σύστημα αξιών που υπηρετούν. Με άλλα λόγια, τα κόμματα δεν είναι απλώς εκλογικές μηχανές που μαζεύουν ψήφους αλλά φορείς ιδεολογίας, αξιών και θέσεων βάσει των οποίων απευθύνονται στο κοινό τους και συνάπτουν συνεργασίες οπόταν χρειαστεί.
Παρότι η λογική του cordon sanitaire δεν παραβιάζει το πλαίσιο οργάνωσης μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι πειρασμοί της παρέκβασης ή αγνόησής της είναι διαρκείς. Για να ξεκινήσουμε με μια ρεαλιστική εκδοχή, τέτοιοι πειρασμοί συνδέονται με την ενίσχυση της Ακρας Δεξιάς σε σημείο που μια αυστηρή υγειονομική ζώνη γίνεται μη λειτουργική. Ενα τέτοιο ζήτημα αντιμετώπισαν τα αυστριακά κόμματα το 2000, όταν η συμμετοχή του ακροδεξιού FPÖ στην κυβέρνηση ήταν περίπου μονόδρομος: κανένα κόμμα δεν είχε την απόλυτη πλειοψηφία, η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού είχε αποδοκιμαστεί, το Κόμμα της Ελευθερίας του Γεργκ Χάιντερ είχε καταλάβει τη δεύτερη θέση στις εκλογές, ενώ εκ νέου προσφυγή στις κάλπες πιθανώς να έφερνε ένα αποτέλεσμα ευνοϊκότερο για το FPÖ.

Το μοντέλο που δοκιμάστηκε σε εκείνη τη σχεδόν αναγκαστική συνεργασία των Χριστιανοδημοκρατών με το FPÖ ήταν ένα υβριδικό μοντέλο που συνδύαζε την υπό όρους ενσωμάτωση της Ακροδεξιάς στη διακυβέρνηση με στοιχεία μιας περιορισμένης εφαρμογής της υγειονομικής ζώνης: παρότι το FPÖ κλήθηκε να συγκυβερνήσει, ο αρχηγός του αποκλείστηκε από το κυβερνητικό σχήμα και οδηγήθηκε σε παραίτηση από την ηγεσία του κόμματος ικανοποιώντας την απαίτηση για σχηματισμό κυβέρνησης «χωρίς συμμετοχή του Χάιντερ».

Εκτός από τη ρεαλιστική υπάρχει και η κυνική εκδοχή όσον αφορά τις αιτίες που αγνοείται ένα μοντέλο υγειονομικής ζώνης από τα κυρίαρχα κόμματα. Στο παρελθόν, πιο ευάλωτα εμφανίζονταν τα συντηρητικά κόμματα απέναντι στο ενδεχόμενο να διασκεδαστούν οι φόβοι σε σχέση με την όποια απειλή για τη δημοκρατία εμπεριέκλειε η άνοδος της Ακρας Δεξιάς, ενώ πλέον μια τέτοια στάση (με κορωνίδα την τοποθέτηση του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την οποία αντιμετωπίζεται θετικά η ένταξη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στο «κλίμα της δημοκρατίας») τείνει να γενικευθεί. Οι αντιστάσεις κάμπτονται και τη θέση τους καταλαμβάνει ένα ιδιότυπο φλερτ με την Ακρα Δεξιά: όπως παρατηρούμε εγχωρίως και αλλού, κόμματα μιμούνται την αντικομματική ρητορική της, οικειοποιούνται την αντιμεταναστευτική ατζέντα της και κοπιάρουν το γκροτέσκο στιλ της, ενώ αδιακρίτως ιδεολογίας πολιτικοί επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για τη διεκδίκηση των ψηφοφόρων της.
Θα αναρωτηθεί κανείς τι κακό έχει μια τέτοια διεκδίκηση και γιατί να αφήνονται ψηφοφόροι στην επιρροή της Ακρας Δεξιάς. Οι ψηφοφόροι δεν ψηφίζουν τα κόμματα αναίτια· λόγοι ιδεολογικής εγγύτητας, συναισθηματικής ταύτισης ή συμφωνίας σε ζητήματα πολιτικής προσανατολίζουν τις επιλογές τους. Παρότι είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι τμήμα των εκλογέων των εθνικολαϊκιστικών κομμάτων τα ψηφίζει ευκαιριακά, πλέον η ψήφος στην Ακρα Δεξιά διέπεται από ιδεολογικές πεποιθήσεις και έχει σταθεροποιηθεί σημαντικά. Ετσι, για να διεκδικηθούν οι ψηφοφόροι της από τα υπόλοιπα κόμματα, θα έπρεπε αυτά να κάνουν υποχωρήσεις στην ατζέντα τους, ώστε να γίνουν ελκυστικά από εκλογείς με αντιφιλελεύθερες και αντιδραστικές αντιλήψεις.
Σε μια ελεύθερη εκλογική αγορά είναι αυτονόητο ότι κάθε είδους μετακινήσεις ψηφοφόρων είναι δυνατόν να παρατηρηθούν. Ομως αλίμονο αν στο όνομα μιας κυνικής ψηφοθηρίας θυσιαστούν ιδεολογικές και αξιακές αρχές και αγνοηθούν οι ισχύοντες περιορισμοί σε μια δημοκρατία. Η εμπειρία του Μεσοπολέμου είναι ακόμα νωπή και δηλωτική των τραγικών συνεπειών που είχε το εγχείρημα αφομοίωσης των ναζιστών στη δημοκρατία.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ