Ο Αλαν Λίχτμαν είναι καθηγητής Ιστορίας στο American University στην Ουάσιγκτον. Ο καθηγητής ειδικεύεται στην εκλογική ιστορία και έχει δημιουργήσει έναν δείκτη πρόγνωσης του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ που βασίζεται σε δεκατρία κλειδιά: όταν το περιεχόμενο σε έως πέντε από αυτά είναι ψευδές, τότε το κυβερνών κόμμα ξανακερδίζει τις εκλογές· διαφορετικά η εξουσία περνά στο αντίπαλο κόμμα. Ο καθηγητής Λίχτμαν βρέθηκε στα φώτα της δημοσιότητας καθώς, με βάση το μοντέλο του, οριακά οι Δημοκρατικοί φαίνεται να χάνουν τις εκλογές. Πόσο έγκυρο είναι όμως το μοντέλο Λίχτμαν; Μέχρι τώρα προέβλεψε σωστά όλες τις αναμετρήσεις που έλαβαν χώρα από το 1984, αν και ο Λίχτμαν έχει αμφιβολίες για την εγκυρότητά του σήμερα, κυρίως διότι ο Ντ. Τραμπ αποτελεί έναν παράδοξο υποψήφιο που «μπορεί να αλλάξει τα από την εποχή του Αβραάμ Λίνκολν ισχύοντα ιστορικά μοτίβα» (Washington Post, 28.10.2016).
Η υποψηφιότητα Τραμπ συνιστά μια ιστορική παραδοξότητα, ενώ η εκλογικά επιτυχημένη πορεία της –όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές η πρόβλεψη για το αποτέλεσμα της 8ης Νοεμβρίου κυμαινόταν στο 48,4% έναντι 45,4% υπέρ της Χ. Κλίντον –καταδεικνύει την πολιτική ρευστότητα και την τρωτότητα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο Τραμπ είναι ένας υποψήφιος για το ύπατο αξίωμα της αμερικανικής δημοκρατίας που δεν έχει δοκιμαστεί σε πολιτικό αξίωμα ούτε είχε ξανακατέβει σε εκλογές, γεγονός το οποίο διευκολύνει τον ίδιο στην προβολή της στάσης εναντίωσης απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο που συστηματικά υιοθετεί. Η άνοδός του στην πολιτική σκηνή που του εξασφάλισε το χρίσμα του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στηρίχθηκε στη φήμη του ως οικονομικού μεγιστάνα: περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το όνομα «Τραμπ» ήταν ένα brand, μια φίρμα συνδεδεμένη με πολλά (μεταξύ αυτών και αποτυχημένα) επιχειρηματικά τολμήματα. Μέσα από αυτά και από τη δραστηριότητά του ως τηλεοπτικού αστέρα, ο Τραμπ απέκτησε ορατότητα σε ένα κοινό μεγάλης ηλικίας που παρακολουθεί πολλές ώρες τέτοιες εκπομπές και στο οποίο η εκλογική διείσδυσή του εμφανίζεται υψηλή: μεταξύ εκείνων που έβλεπαν την εκπομπή του στο NBC, η επιλογή Τραμπ ως υποψηφίου προέδρου ήταν σχεδόν διπλάσια από ό,τι μεταξύ όσων δεν την παρακολουθούσαν (AMG poll, 17-18.9.2016).
Η επίδραση της μιντιακής ορατότητας και το αποτέλεσμα της διασημότητας στην εκλογική σκηνή δεν είναι κάτι καινούργιο. Το ότι ειδικά στις ΗΠΑ μια τέτοια επίδραση είναι υπαρκτή αποδεικνύεται από το παράδειγμα του Ρ. Ρίγκαν, ο οποίος θήτευσε στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη, έχοντας ωστόσο ολοκληρώσει δύο θητείες ως κυβερνήτης της Πολιτείας της Καλιφόρνιας πριν διεκδικήσει τον προεδρικό θώκο. Περισσότερο από τον Ρίγκαν ο Τραμπ μοιάζει με τους σημερινούς λαϊκιστές πολιτικούς της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής όσον αφορά τις τεχνικές διείσδυσης στο εκλογικό σώμα. Ο Τραμπ είναι ένας –ακόμη –λαϊκιστής: κάποιος δηλαδή που περιγράφει τον κόσμο απλοϊκά, που προβάλλει μια διχαστική και συνωμοσιολογική αντίληψη για το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι, που διαπνέεται από αρνητικότητα απέναντι σε ό,τι θεωρείται εθνικο-πολιτισμικά διαφορετικό, που στρέφεται εναντίον των μεταναστών και διακατέχεται από μισογυνισμό, ομοφοβία, τρανσφοβία και σεξισμό, που αντιμετωπίζει με ρατσισμό τους ανθρώπους ιεραρχώντας τους από το χρώμα του δέρματος και από άλλες αυθαίρετες ταξινομήσεις. Αυτό που χαρακτηρίζει τους λαϊκιστές είναι ότι η αφήγησή τους «απελευθερώνει» ενορμήσεις και πάθη, δηλαδή ένα θυμικό απόθεμα που υπάρχει και το οποίο ελέγχεται από την ανάδειξη ενός «ορίου αισχύνης» (Νόρμπερτ Ελίας). Αν το να υφίσταται ένα φαντασιακό όριο που να μας κάνει να νιώθουμε ντροπή για τα απωθητικά συναισθήματά μας απέναντι στον Αλλο είναι προϋπόθεση μιας εκπολιτισμένης ανθρώπινης συνύπαρξης, οι λαϊκιστές συνειδητά χαλαρώνουν αυτό το όριο. Μη αποδεχόμενοι τους κανόνες και το ήθος της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, προτρέπουν στην υιοθέτηση μιας αχαλίνωτης εκφραστικότητας που στιγματίζει, περιθωριοποιεί ή αποβάλλει ό,τι θεωρείται ξένο, απειλητικό και εχθρικό απέναντι σε μια δήθεν οργανική κοινότητα του λαού.
Οι λαϊκιστές έχουν πολλά κοινά σημεία· ωστόσο η περίπτωση του Ντ. Τραμπ εμφανίζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: καθ’ οδόν προς την κατάκτηση της εξουσίας (όχι όταν ήδη την έχουν κατακτήσει ούτε όταν βρίσκονται μακριά από έναν τέτοιον στόχο), οι λαϊκιστές επιχειρούν να καμουφλάρουν την αποκλίνουσα εκφραστικότητά τους και να εμφανιστούν με θέσεις εγγύτερα στις προτιμήσεις του μέσου εκλογέα. Ο Τραμπ όμως ενσαρκώνει έναν πιο γκροτέσκο ιδεότυπο λαϊκιστή: αντί να πάει αυτός στον μέσο εκλογέα, επιχειρεί να φέρει τον μέσο εκλογέα στις δικές του θέσεις. Πρόκειται για ένα εγχείρημα με μεγάλο εκλογικό ρίσκο, το οποίο ανταποκρίνεται στο χονδροειδές λαϊκιστικό προφίλ του Τραμπ, ενώ κάποια ροή επιστροφής εκλογέων που παρατηρείται την τελευταία εβδομάδα από τις τάξεις τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Ανεξάρτητων (ABC News / Washington Post poll, 1.11.2016) στο στρατόπεδο του Ντ. Τραμπ δίνει κάποια δόση σασπένς στο φινάλε της αναμέτρησης. Οι εκλογικές προβλέψεις είναι υπέρ της νίκης της Χ. Κλίντον· πολλοί συμφωνούν όμως ότι με την υποψηφιότητα Τραμπ το έδαφος για την καλλιέργεια του λαϊκισμού έγινε περισσότερο εύφορο.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ