Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το καθεστώς προσωρινής αδειοδότησης ή και πλήρους ανομίας που επικράτησε στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας επί δεκαετίες δεν ήταν πλέον ανεκτό. Μέσα σ’ αυτόν τον «ελεύθερο δικαίου» χώρο χτίστηκαν περιουσίες και σχέσεις επιρροής. Επρεπε, επομένως, να αναληφθεί δράση· κι ίσως μάλιστα τα πράγματα ήταν πλέον περισσότερο ώριμα από ποτέ. Ωστόσο, σε μια δημοκρατική πολιτεία υπάρχει συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο που πρέπει να τηρηθεί για μια τέτοια παρέμβαση. Χωρίς την τήρηση των όρων που θέτει το πλαίσιο αυτό, η θεραπεία μπορεί να αποδειχθεί πιο βλαβερή από την ίδια την ασθένεια· και δυστυχώς αυτό συνέβη εν προκειμένω:
1. Στη διαδικασία για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών η παράκαμψη του ΕΣΡ ήταν η πρώτη σοβαρή, θεσμική παραβίαση. Το ΕΣΡ είναι μια Ανεξάρτητη Αρχή που κατοχυρώνεται ρητώς στο Σύνταγμα, η δε αρμοδιότητά του ως προς την αδειοδότηση έχει αποσαφηνισθεί με αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και αν θα ήθελε κανείς να αντικρίσει το σύμπλεγμα των τριών εδαφίων της παρ. 2 του άρ. 15 Σ. ως ένα ένδοξο πεδίο μεθοδολογικής αντιπαράθεσης. Σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας σημαίνει και σεβασμό στις αποφάσεις των δικαστηρίων της χώρας· κάθε κριτική ασφαλώς θεμιτή, αλλά η δέσμευση για τα όργανα της Πολιτείας παραμένει δέσμευση.

2.
Η προβαλλόμενη αδυναμία συγκρότησης του οργάνου, εν όψει και της στάσης που κράτησε η αντιπολίτευση, είναι ένα πολιτικό επιχείρημα, όχι όμως νομικό-θεσμικό. Αν αδυνατούσαμε λ.χ. να στελεχώσουμε το ΑΣΕΠ, δεν θα μπορούσαμε να αναθέσουμε τις αρμοδιότητές του στον υπουργό Εσωτερικών –για να μην αναφέρω εδώ ως παράδειγμα (πιο ακραίο ασφαλώς) τον Συνήγορο του Πολίτη. Διότι θα υπονομεύαμε έτσι τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης συνταγματικώς κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών, δηλαδή την ανάγκη διαχωρισμού τους από την εκτελεστική ιδίως εξουσία. Αν αποδεχθεί κανείς τέτοιους αντισυνταγματικούς σφετερισμούς αρμοδιοτήτων, η πλαγιά γίνεται πλέον πολύ ολισθηρή, η δημοκρατία κινδυνεύει να διατηρήσει πλέον ως φύλλο συκής μόνο το όνομά της.

3.
Πέραν όμως της παράκαμψης του ΕΣΡ, υπάρχει και το πολύ ουσιαστικό και κεφαλαιώδες ζήτημα του αριθμού των αδειών. Γιατί τέσσερις; Η απάντηση πρέπει να είναι εδώ ξεκάθαρη: οι άδειες πρέπει να είναι τόσες όσες είναι τεχνικώς δυνατές. Η ελευθερία του λόγου, οι αρχές της πλουραλισμού και της πολυφωνίας δεν επιτρέπουν εδώ άλλη προσέγγιση. Το Σύνταγμα εγγυάται τον ελεύθερο ανταγωνισμό των ιδεών και την πολυφωνία στο πεδίο του δημόσιου λόγου ως προϋπόθεση της ελευθερίας διαμόρφωσης της γνώμης και συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος (βλ. και άρ. 14 παρ. 9 εδ. β’ Σ.). Αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναγνωρίζεται η αρχή του πλουραλισμού τόσο στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και σε εκείνη του Δικαστηρίου της ΕΕ, προεχόντως δε ως ιδιαίτερη εγγύηση στο πλαίσιο της ελευθερίας της επικοινωνίας, καθώς και των ελευθεριών εγκατάστασης, παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (βλ. ΣυνθΕΕ). Ορος μάλιστα εκ των ων ουκ άνευ για την επίτευξη του πλουραλισμού είναι η αποτροπή συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας των πηγών πληροφόρησης στα χέρια λίγων επιχειρηματιών του χώρου και έτσι δημιουργίας εμποδίων εισόδου νέων «παικτών» στην αγορά.

4.
Εν όψει των ανωτέρω θα πρέπει επίσης να έχει ήδη καταστεί σαφές ότι κανένα ταμειακό συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογεί τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και της πολυφωνίας ως βασικών συστατικών στοιχείων μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Αν υιοθετήσει κανείς εδώ μια λογική περί ταμειακού συμφέροντος, τότε και πάλι η πλαγιά γίνεται πολύ ολισθηρή: αν το ταμειακό συμφέρον το επιτάσσει, θα φθάναμε λ.χ. μέχρι του σημείου να φορολογήσουμε τον χρόνο ομιλίας των πολιτών; Προφανώς μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα ο λόγος κοστίζει και συνήθως έχει πολύ βαρύτερο τίμημα.
Εδώ και καιρό πλέον σε θεσμικό επίπεδο η χώρα μας πορεύεται ένα επικίνδυνο μονοπάτι που δοκιμάζει τις αντοχές της δημοκρατίας μας. Υπό τις διαρκείς ιαχές ενός πολυκέφαλου λαϊκισμού, η θεσμική συνείδηση και το δημοκρατικό φρόνημα πολιτικών και πολιτών, με την έννοια ιδίως της πίστης στην αυταξία των θεσμικών διαδικασιών, βρίσκονται σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα. Διάχυτη είναι η αίσθηση ότι «όλα γίνονται, αρκεί να έχεις τα μέσα και την εξουσία».
Ο μόνος ίσως αποτελεσματικός τρόπος για την αναστροφή αυτής της πορείας είναι η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων τουλάχιστον ως προς την αναγκαιότητα για εύρυθμη λειτουργία βασικών θεσμών του κράτους και η επίδειξη σ’ αυτούς έμπρακτης και σταθερής εμπιστοσύνης. Η αρχή μπορεί να γίνει από το ΕΣΡ: συμπολίτευση και αντιπολίτευση θα πρέπει να επανέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου και να καταλήξουν επιτέλους στα πρόσωπα εκείνα που θα καταλάβουν τις κενές θέσεις ώστε το ΕΣΡ να μπορέσει να επαναλειτουργήσει· ύστερα από τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, κάτι τέτοιο θα είναι πλέον μάλλον ευκολότερο, κυρίως λόγω της αυξανόμενης πίεσης της κοινής γνώμης. Βεβαίως, για μια τέτοια σύγκλιση θα απαιτηθούν αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά το ευρύτερο θεσμικό διακύβευμα είναι προφανώς πολύ πιο σημαντικό συνολικά για το μέλλον της χώρας.
Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ