Στην Ελλάδα οι πανελλαδικές εξετάσεις, και κυρίως η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εισαγωγής των φοιτητών και φοιτητριών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποτελούν για πολλές δεκαετίες ένα σημαντικό κοινωνικό συμβάν. Πρόκειται για ένα περιοδικό, ενιαύσιο και δια-γενεακό συμβάν στο οποίο εμπλέκονται άτομα, οικογένειες, εκπαιδευτικοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί θεσμοί, το πολιτικό σύστημα και τα μέσα ενημέρωσης. Για την πλειονότητα των υποψηφίων φοιτητών η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων συμπίπτει με την ενηλικίωσή τους και πραγματικά μοιάζει με ένα ιδιότυπο τελετουργικό ενηλικίωσης. Και όπως συμβαίνει συνήθως με αυτού του είδους τα τελετουργικά εισόδου νέων μελών στην ενήλικη ομάδα της κοινωνίας, το γεγονός από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στα προσωπικά αλλά και συλλογικά μας αφηγήματα, έναν άυλο μνημονικό τόπο για πολλές πια γενιές ανθρώπων.
Μια απλή περιήγηση στις άπειρες σχετικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτές τις ημέρες αναδεικνύει τη μεγάλη δυναμική του συμβάντος. Ιστορικά η ανάπτυξη της δυναμικής του συμβάντος συμπίπτει με τη μαζικοποίηση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980 και μετά: η χρονική επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η ίδρυση νέων πανεπιστημίων και ακαδημαϊκών τμημάτων έσπασαν το κοινωνικό άβατο και έδωσαν τη δυνατότητα εισόδου των παιδιών των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων στην ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση. Ακόμη και οι στρεβλώσεις που καλλιέργησαν το έδαφος για τη γιγάντωση της εξωσχολικής εκπαίδευσης δεν κατάφεραν να παρεμποδίσουν τη μαζικοποίηση της πρόσβασης στο πανεπιστήμιο.
Απαξιωτικές φωνές
Κατά την περίοδο της σύγχρονης οικονομικής κρίσης γίναμε μάρτυρες μιας λυσσαλέας και συντονισμένης προσπάθειας απαξίωσης των θεσμών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε πολιτικό, δημοσιονομικό και πολιτισμικό – ηθικό επίπεδο. Στον απόηχο αυτής της προσπάθειας εντάσσονται βέβαια και οι σημερινές υπεροπτικές και απαξιωτικές φωνές που επιχειρούν σποραδικά να μειώσουν τη σημαντικότητα της επιτυχίας των πρωτοετών φοιτητών και φοιτητριών και να αναδείξουν τη δήθεν ματαιότητα των σπουδών στο σύγχρονο περιβάλλον της οικονομικής ασφυξίας που πλήττει τους πολλούς.

Σε πείσμα αυτών των τάσεων, η ανθεκτικότητα του κοινωνικού συμβάντος των πανελλαδικών εξετάσεων και της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων έχει πολλές συνδηλώσεις και δημιουργεί ένα δυναμικό πεδίο αναστοχασμού αλλά και πολιτικής πράξης.

Θα ήταν λάθος, δηλαδή, να ερμηνεύσουμε το «κόλλημα» με τις πανελλαδικές εξετάσεις ως μια μορφή αδράνειας των αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας και των στρατηγικών της ελληνικής οικογένειας. Αντίθετα, μπορούμε να το δούμε ως ένα σύμπτωμα ανθεκτικότητας ενάντια στους νεοφιλελεύθερους πόθους σταδιακής επιστροφής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λίγων και «εκλεκτών».

Ωστόσο, η υιοθέτηση μιας τέτοιας οπτικής συνεπάγεται και τεράστιες ευθύνες ως προς τη χάραξη πολιτικής σε θεσμικό επίπεδο και την υλοποίηση των πολιτικών στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πράξης. Ο πρόσφατος Διάλογος για την Παιδεία συνέδραμε σημαντικά στην επισήμανση των δυσλειτουργιών και των ορίων του ισχύοντος συστήματος αξιολόγησης και εισαγωγής νέων φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μέσα από τις διαδικασίες του Διαλόγου καταδείχθηκε και ένας «οδικός χάρτης» που επεσήμανε τις κατευθύνσεις των αναγκαίων αλλαγών τόσο στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όσο και στον τρόπο διασύνδεσής τους. Είναι σαφές ότι το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια αλλά και η μορφή της λυκειακής εκπαίδευσης έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους ως μέθοδοι κατανομής των φοιτητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η διαμόρφωση των βαθμολογικών βάσεων εισαγωγής δεν αποτυπώνει την ποιότητα σπουδών σε συγκεκριμένες ακαδημαϊκές μονάδες αλλά κυρίως το μέγεθος των πόλεων και τη γεωγραφική θέση των πανεπιστημίων. Αλλά και η υπάρχουσα δομή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης –και ιδιαίτερα του Λυκείου –αποτελεί μάλλον τροχοπέδη παρά υποστηρίζει τις προοπτικές των υποψηφίων.
Οι νέες προκλήσεις που αναδύονται και που αφορούν την οργάνωση των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι επίσης πολλές. Η δυνατότητα κινητικότητας των φοιτητών μετά την εισαγωγή τους στο πανεπιστήμιο αποτελεί σήμερα ζητούμενο. Οι δυναμικές εξελίξεις στα επιμέρους γνωστικά πεδία σε διεθνές επίπεδο είναι τέτοιες που επιβάλλουν την οργάνωση προγραμμάτων σπουδών που όχι απλά να επιτρέπουν αλλά να απαιτούν την αυτενέργεια των φοιτητών. Η αυτενέργεια αυτή αφορά τη δυνατότητα μετακίνησης από ίδρυμα σε ίδρυμα, από σχολή σε σχολή και από τμήμα σε τμήμα με βάση ακαδημαϊκά κριτήρια που άπτονται των δεξιοτήτων, των επιθυμιών και των μεταβαλλόμενων προσανατολισμών των φοιτητών. Το ίδιο ισχύει και για την ενεργή συμμετοχή φοιτητών στη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών τους κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σε ένα συγκεκριμένο τμήμα.

Η στεγανοποίηση των ακαδημαϊκών τμημάτων που αποτέλεσε κριτήριο για την οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών στο παρελθόν δεν υπηρετεί πια, και μάλιστα παρεμποδίζει, την απόκτηση γνώσης με βάση τα σύγχρονα επιστημολογικά, παιδαγωγικά και ερευνητικά δεδομένα. Απαραίτητο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι βέβαια και η διεθνοποίηση των προγραμμάτων σπουδών τόσο ως προς το περιεχόμενο και την οπτική των μαθημάτων όσο και προς τις εκπαιδευτικές πρακτικές τους.

Η δυναμική γενιά
Η διασύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας αποτελεί ένα πάγιο ζητούμενο. Στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης αυτό το ζητούμενο παίρνει τη μορφή επιτακτικού κοινωνικού αιτήματος. Στο πεδίο αυτό τα πανεπιστήμια χρειάζεται να επινοήσουν νέες πρακτικές. Το ζητούμενο δεν είναι να προσαρμόσουμε τα προγράμματα σπουδών στην υπάρχουσα αγορά εργασίας και τις στρεβλές δομές της. Αντίθετα, το ζητούμενο είναι οι δράσεις των πανεπιστημίων να συμβάλλουν στη δημιουργία νέων μορφών εργασίας, νέων επαγγελμάτων και διαδικασιών παραγωγής.
Οι σημερινοί πρωτοετείς φοιτητές ανήκουν σε μια διαφορετική γενιά. Δεν είναι τα παιδιά της περιόδου της ευμάρειας, του εφησυχασμού, των έτοιμων λύσεων και των προδιαγεγραμμένων προοπτικών. Τα εφηβικά βιώματα αυτής της γενιάς διαμορφώθηκαν μέσα στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για μια γενιά που «ψήθηκε» σε αντίξοοες συνθήκες έκτακτης ανάγκης και είδε τα όνειρα και τις βεβαιότητες των γονιών τους να αποσταθεροποιούνται ή να καταρρέουν. Ενηλικιώθηκαν εμπεδώνοντας την αντίληψη ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο. Οργανώθηκαν και ευαισθητοποιήθηκαν μέσα από δυναμικά κοινωνικά κινήματα της μετά τον Αλέξη Γρηγορόπουλο περιόδου.

Τα κοινωνικά και πολιτικά βιώματα της γενιάς που εισάγεται σήμερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν ένα τεράστιο απόθεμα που ανοίγει δυνητικά σημαντικές προοπτικές μετασχηματισμού, δημιουργίας και επινόησης νέων τρόπων και πρακτικών. Σε αυτή την πρόκληση καλούμαστε σήμερα να ανταποκριθούμε όσο καλύτερα μπορούμε.

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι ιστορικός, αναπληρώτρια πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ