Από τους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς με βιογραφικό πλούσιο σε σπουδές και έντονο σε θεατρικές δονήσεις, ο Θέμελης Γλυνάτσης ετοιμάζεται να αναμετρηθεί με μια αριστουργηματική όπερα.
Τι σας κίνησε το ενδιαφέρον στην όπερα «Αλτσίνα»;
«Η σχέση μου με την Αλτσίνα ξεκίνησε παράδοξα –όταν η ομάδα Ραφή με προσέγγισε για να σκηνοθετήσω τη συγκεκριμένη όπερα, πρέπει να ομολογήσω πως δεν ενθουσιάστηκα. Εβρισκα το έργο παρωχημένο, υπερβολικά πομπώδες και φλύαρο. Με το που ξεκίνησα όμως τις πρόβες και άρχισα να ακούω τη μουσική δίπλα μου, διαπίστωσα πόσο υπέροχα συγκινητικό έργο είναι, πόσο αστείο και πόσο μελαγχολικό ταυτόχρονα. Νομίζω πως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της «Αλτσίνα» είναι πως ενώ καταπιάνεται με ιδιαιτέρως καταθλιπτικά μοτίβα, όπως αυτό της ψευδαίσθησης και του έρωτα, δεν έχει την όψη τραγωδίας –είναι ένα από αυτά τα περίεργα, υβριδικά έργα, που είναι δύσκολο να τα χαρακτηρίσει κανείς, μιας και επηρεάζουν το θυμικό μας με τόσο αντιφατικούς τρόπους».
Πόσο σας ενδιαφέρει το λυρικό θέατρο ως είδος;
«Δεν είναι απλά πως με ενδιαφέρει –αισθάνομαι πολύ πιο οικεία και άνετα όταν σκηνοθετώ λυρικό θέατρο. Η μουσική που ακολουθεί την ιστορία είναι απελευθερωτική, με κάνει λιγότερο συντηρητικό, πιο ευέλικτο σκηνοθετικά, πιο τολμηρό. Η σχέση μου με τα έργα, ακριβώς επειδή μεσολαβεί η μουσική, είναι πολύ πιο συναισθηματική και άμεση. Ισως επειδή η μουσική υπονομεύει κατά κάποιον τρόπο την αφηγηματικότητα, ίσως επειδή η μουσική δεν σημαίνει κάτι, ίσως επειδή οι συνθέτες οδηγούν την ανθρώπινη φωνή από τις λέξεις στον καθαρό ήχο. Υπάρχει μια συνεχής κίνηση στο λυρικό θέατρο, και κατά τη γνώμη μου αυτή η κίνηση της μουσικής είναι η βασική δραματουργία σε ένα έργο λυρικού θεάτρου. Προφανώς έχει σημασία η ιστορία, αλλά η μουσική έχει τη δική της αφήγηση, που θεωρώ εξίσου, και καμιά φορά περισσότερο, σημαντική».
Πώς θα κρίνατε το αθηναϊκό θεατρικό τοπίο;
«Κατ’ αρχήν ενδιαφέρον, και πλούσιο. Πιστεύω πως παρουσιάζονται λαμπρά δείγματα δουλειάς, θεωρώ πως έχουμε πολύ ταλαντούχους ανθρώπους που προσφέρουν σημαντικές δουλειές κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ομως θεωρώ επίσης πως υπάρχει μια σαφέστατη συντηρητική στροφή στο θέατρο –παραστάσεις που είναι νεκρές, άνευρες, που δεν προκαλούν τον θεατή, που του προσφέρουν πολτοποιημένη τέχνη, με εύκολους κώδικες και αφελείς συναισθηματικές και φιλοσοφικές ερμηνείες. Υπάρχει μια εμμονή με «καλές παραστάσεις» και όχι με έντονες παραστάσεις, με «καλές ερμηνείες» και όχι με ακραίες ερμηνείες, με «καλές σκηνοθετικές αναγνώσεις» και όχι με βαθιές. Για μένα ο στόχος δεν είναι η «καλή» παράσταση, αλλά η παράσταση που θα καταφέρει να μετατοπίσει, έστω και λίγο, τη συνείδηση τόσο του κοινού όσο και των συντελεστών. Πολλές από τις παραστάσεις φοβούνται την αφαίρεση και το μυστήριο, αποφεύγουν τη δυσκολία. Παρατηρώ μια ευκολία, που μου φαντάζει επικίνδυνη. Πλέον πρέπει να αφήσουμε τους εαυτούς μας να εκραγούμε, να αντισταθούμε στην περιρρέουσα νάρκωση της ιστορικής συνθήκης που βιώνουμε, να γίνουμε λίγο πιο τολμηροί και λιγότεροι «καλοί»».
Σκηνοθετείτε παραστάσεις στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;
«Στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή πήγαινα με τους γονείς μου από παιδί –και δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι ένας από «αυτούς» τους χώρους, ένα θέατρο όχι απλά με ιστορία, αλλά ένα θέατρο που είναι ταυτόσημο με την έννοια του πειραματισμού. Φυσικά είναι σημαντικό για μένα, αλλά όχι φετιχιστικά. Οσο και σημαντική να είναι η παράδοση του Βογιατζή, άλλο τόσο σημαντικό είναι και το παρόν του θεάτρου. Κυρίως όμως, λατρεύω την αρχιτεκτονική του, το μέγεθός του, τις κρυψώνες του και τη δαιδαλώδη διάταξή του. Και φυσικά τους ανθρώπους του».
Η καθημερινότητα στην Αθήνα αποτελεί για εσάς πηγή έμπνευσης ή εμπόδιο στη δημιουργία;
«Οποιαδήποτε καθημερινότητα είναι πηγή έμπνευσης –η πραγματικότητα είναι ένα σύνολο εμπειριών που περιμένουν να διαβαστούν με τέτοιον τρόπο ώστε να υπονομευθεί οποιαδήποτε αίσθηση στειρότητας του καθημερινού. Η πιο απλή κίνηση σε έναν σταθμό του μετρό μπορεί να αποτελέσει υλικό για μια παράσταση –και φυσικά δεν πρέπει ποτέ να αμελούμε πως η καθημερινότητα είναι πολύ πιο παράδοξη και ανοίκεια από οποιοδήποτε έργο τέχνης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Αθήνα είναι μια πόλη σε παρακμή, με έντονα συμπτώματα, με σκοτάδι (που δεν θεωρώ ότι μπορεί να αισθητικοποιηθεί), με ανθρώπους που ζουν σε άθλιες συνθήκες, με πολίτες που δεν αγαπούν το περιβάλλον τους. Ναι, η καθημερινότητα στην Αθήνα είναι δύσκολη και συχνά ανυπόφορη. Ομως εδώ έχουμε επιλέξει να ζούμε και πρέπει τόσο να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να κάνουμε την καθημερινότητα αυτή πιο υποφερτή, όσο και να είμαστε σε εγρήγορση, σε συνεχή διάλογο με αυτήν. Να είμαστε ενεργοί, συνειδητοί παρατηρητές».
Σε τι σας έχει βοηθήσει η τέχνη;
«Ειλικρινά δεν ξέρω αν η τέχνη βοηθάει –δεν ξέρω καν αν η τέχνη οφείλει να βοηθήσει. Η τέχνη, τόσο από τη μεριά του καλλιτέχνη όσο και από τη μεριά του θεατή, έχει κάτι εγγενώς δύσκολο, συχνά τραυματικό, κάτι που «ζορίζει». Η τέχνη απαιτεί δουλειά. Αυτό που οφείλει να κάνει η τέχνη είναι να ανυψώνει –ό,τι και να σημαίνει αυτό. Να ανυψώνει και να μετουσιώνει, να αλλάζει και να κινεί, να μεταλλάσσει και να συνταράσσει. Αρα, για να μην αποφύγω την ερώτηση, η τέχνη με έχει βοηθήσει να είμαι ανοιχτός στα κομμάτια εκείνα της πραγματικότητας που είτε από επιλογή είτε από καταπίεση στέκουν βουβά, κρυπτικά και πεισματικά έντονα».
Υπάρχει κάτι για το οποίo είστε περήφανος;
«Θα απαντήσω σύντομα –είναι δύσκολη και ιδιαιτέρως προσωπική η συγκεκριμένη ερώτηση, και η όποια απάντηση κινδυνεύει από την έπαρση. Περήφανος αισθάνομαι όταν καταλαβαίνω πως έχω υπάρξει ηθικά ακέραιος και όταν έχω συμβάλει στη διεύρυνση της αντίληψης των ανθρώπων γύρω μου. Ειδικότερα σε ό,τι έχει να κάνει με την έννοια του ωραίου».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό όνειρό σας;
«Να σκηνοθετήσω όπερα του Βάγκνερ –θεωρώ πως τα έργα του έχουν έναν αστείρευτο πλούτο, είναι προκλητικά, συμπλεγματικά, βίαια και συχνά ύποπτα. Είναι έργα που δεν εξαντλούνται, που συνεχώς υπονομεύουν την έμπνευση και τις ερμηνείες του ερμηνευτή, που δεν μένουν ακίνητα. Και φυσικά είναι έργα πανέμορφα».
πότε & πού:

To Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής συνεργάζεται με την Ομάδα Λυρικού Θεάτρου Ραφή και φιλοξενεί για πρώτη φορά στην ιστορία του παράσταση όπερας (από τις 6 ως τις 16 Ιουνίου) παρουσιάζοντας το μπαρόκ αριστούργημα «Αλτσίνα» του Χέντελ. Ανέβηκε πρώτη φορά στο Covent Garden του Λονδίνου το 1753 και η υπόθεση βασίζεται στον «Orlando Furioso» του Αριόστο. Είναι η δεύτερη φορά που ανεβαίνει στην Ελλάδα μετά την παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 2005. Η ιστορία της εγκαταλελειμμένης μάγισσας, που ξελογιάζει και ξελογιάζεται από τον θαλασσοπόρο θνητό – ένα παραμύθι έρωτα και μεταμορφώσεων με ευθείες αναφορές στον οικείο μύθο της ομηρικής Κίρκης – συναρπάζει με το χιούμορ και το πάθος της.

HeliosPlus