«Φοροεπιδρομή», τα αποτελέσματα της οποίας θα είναι «ολέθρια για την ελληνική επιχειρηματικότητα, η οποία πλέον οδηγείται στον αφανισμό, με χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας και ενδεχομένως αδυναμία επίτευξης των στόχων του μακροπρόθεσμου προγράμματος», χαρακτηρίζει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) τη διάταξη για τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ που περιλαμβάνει το πολυνομοσχέδιο.

Ο Σύνδεσμος εκτιμά ότι ακόμα και αν εφέτος «τα βασικά μεγέθη του ελληνικού τουρισμού διατηρηθούν, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και εξωγενών παραγόντων, σε επίπεδα με θετικό πρόσημο, είναι ξεκάθαρο ότι το τίμημα για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις θα είναι βαρύτατο. Με τις επιπτώσεις για τις οποίες καιρό τώρα προειδοποιούμε, σε αριθμό επιχειρήσεων που θα παραμείνουν σε λειτουργία, σε θέσεις εργασίας, σε κρατικά έσοδα, σε ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, σε εισόδημα και στήριξη των περιφερειακών οικονομιών και κοινωνιών».

Με την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου «επιβεβαιώνεται η αστείρευτη ευρηματικότητα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, όσον αφορά στη δημιουργία επιπρόσθετων επιβαρύνσεων και φόρων, που συνθλίβουν όχι μόνο την ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας. Δυστυχώς, όμως, δεν βλέπουμε την ίδια ευρηματικότητα και αποφασιστικότητα προς την κατεύθυνση πάταξης της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και την υλοποίηση των επιβεβλημένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την επανεκκίνηση της ανάπτυξης», τονίζει σε ανακοίνωσή του ο ΣΕΤΕ.

Και προσθέτει ότι, «τη στιγμή που με παρέμβαση του Πρωθυπουργού αποφεύχθηκε η άμεση επιβολή του φόρου διαμονής και μετατέθηκε η εφαρμογή του το 2018, με ελπίδες τελικά μη επιβολής του και με δεδομένη την νέα αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24%, «εφευρίσκεται» και η συμπληρωματική φορολόγηση των ακινήτων τωνεπιχειρήσεων του τομέα διαμονής, δηλαδή των «εργαλείων δουλειάς τους», μέσω του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, με συντελεστή 0,1%. Αυτά προστίθενται σε σειρά άλλων φόρωνσε προϊόντα και υπηρεσίες που επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα το καλάθι του τουρίστα, εκτοξεύοντας το κόστος του τουριστικού πακέτου και ισοπεδώνοντας την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού».

Με τα νέα μέτρα που προωθούνται και σε συνδυασμό με τις επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν από το 2015, σε φορολογία, λειτουργικά κόστη, κόστος τουριστικού προϊόντος για την επιχείρηση και για τον πελάτη, καθώς και την παρατεταμένη έλλειψη ρευστότητας, «η επόμενη διετία προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολη για τις τουριστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, με όλες αυτές τις νέες επιβαρύνσεις στο τουριστικό προϊόν, εξανεμίζονται και όποιες προσδοκίες προσέλκυσης ικανοποιητικού όγκου ξένων επενδύσεων, εκτός αν ως «ξένη επένδυση» θα νοείται η εξαγορά εξαντλημένων οικονομικά τουριστικών επιχειρήσεων».

Και καταλήγει ότι «είναι επιτακτική ανάγκη η Κυβέρνηση να αντιληφθεί ότι οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να στηρίζουν την ελληνική οικονομία, αφού πλέον με μαθηματική ακρίβεια δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις συσσωρευμένες εξωπραγματικές υποχρεώσεις τόσο απέναντι στο Κράτος όσο και στο περιβάλλον λειτουργίας τους. Οταν πλήττεται και υπονομεύεται ο τουρισμός, υπονομεύεται η εθνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία».

ΠΟΞ: «Εκτελεί εν ψυχρώ χιλιάδες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις»

Για ρύθμιση που «εκτελεί εν ψυχρώ τις χιλιάδες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας», μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους, «τινάζει στον αέρα την ήδη βεβαρημένη οικονομική τους θέση και σε συνδυασμό με το σύνολο των πρόσθετων φόρων και επιβαρύνσεων που τις καταπλακώνουν, θα έχει ολέθριες συνέπειες», κάνει λόγο η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων (ΠΟΞ), τονίζοντας τη «σφοδρότητα και τον παραλογισμό που χαρακτηρίζει την καταιγίδα φορολογικών μέτρων» στο Νομοσχέδιο «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».

Καλώντας την κυβέρνηση να αποσύρει τη ρύθμιση, η ΠΟΞ τονίζει ότι «πέρα από την επιβολή του επαχθούς «Φόρου Διαμονής» στους πελάτες των τουριστικών καταλυμάτων της χώρας από το 2018 και σειρά άλλων έμμεσων επιβαρύνσεων που θα επέλθουν τα επόμενα δύο χρόνια στο ξενοδοχειακό προϊόν, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης αύξησης του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ από 23 σε 24%, οι συντάκτες των μέτρων υπερέβαλαν εαυτόν με την πρόβλεψη για κατάργηση της απαλλαγής των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, για τα οποία θα επιβάλλεται πλέον συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ με συντελεστή 0,1%!». Δηλαδή, στα «εργαλεία δουλειάς» των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, στα ακίνητα και τις εγκαταστάσεις τους.
Η κατάργηση αυτής της απαλλαγής στον ΕΝΦΙΑ και η επιβολή συντελεστή 0,1%, «όχι απλώς θα διαψεύσει κάθε προσδοκία πρόσθετων εσόδων για το κράτος, αλλά θα αποδειχθεί πολλαπλά επιζήμια, καθώς, πέραν κάθε αμφιβολίας, θα οδηγήσει ουσιαστικά στην κατάρρευση του κύριου ιστού της ελληνικής ξενοδοχίας και κατά προέκταση της ραχοκοκαλιάς του τουρισμού», σημειώνει η ΠΟΞ.
Και προσθέτει ότι «θα οδηγήσει σε λουκέτα, σε απώλεια μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας, σε σημαντική υστέρηση του εισοδήματος που μέσω των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, διαχέεται στους τοπικές οικονομίες και κοινωνίες, ιδίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και εν τέλει, σε μεγαλύτερες απώλειες εσόδων για το κράτος».
ΞΕΕ: Ζητεί παρέμβαση του υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου
Επιστολή στον υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο απέστειλε το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ) μετά την αιφνιδιαστική αλλαγή του τρόπουυπολογισμού του ΕΝΦΙΑ των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, μέσα από διάταξη που συμπεριλήφθηκε στο κατατεθέν προς ψήφιση φορολογικό νομοσχέδιο. Υπογραμμίζοντας ότι η διάταξη «είναι άδικη, εσφαλμένη και θα έχεικαταστροφικές συνέπειες τόσο στην βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αλλά και στην ίδια την οικονομία και την απασχόληση», το ΞΕΕ ζητεί μετ’ επιτάσεως την προσωπική παρέμβαση του υπουργού για την άμεση απόσυρση της διάταξης, έστω και την ύστατη στιγμή.
Η επιστολή αναφέρει ότι:
Παρά τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι η μόνη πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση για τον ξενοδοχειακό κλάδο θα ήταν ο ήδη επαχθής φόρος διαμονής, με χρόνο έναρξης το 2018, διαπιστώνουμε ότι το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων επιφυλάσσει και νέες ιδιαιτέρως αρνητικές εκπλήξεις υπό τη μορφή προσθέτων επιβαρύνσεων για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 50, όπου τροποποιούνται οι διατάξεις για τον ΕΝΦΙΑ, ορίζεται ότι «καταργείται η απαλλαγή των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, για τα οποία επιβάλλεται συμπληρωματικός φόρος με χαμηλό συντελεστή 0,1%».
Η λογική της απαλλαγής των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχείων από τον συμπληρωματικό φόρο ΕΝΦΙΑ, βασίζεται στο γεγονός ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέσω των εγκαταστάσεών τους, οι οποίες καθορίζονται από αυστηρές τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές που συνιστούν το ξενοδοχειακό προϊόν και επομένως όταν φορολογείται το ξενοδοχειακό ακίνητο στην πραγματικότητα επιβαρύνεται το κόστος παραγωγής.
Παρά το γεγονός ότι κατόπιν το συνεχών παρεμβάσεών μας, η ανωτέρω λογική ήταν -μέχρι πρότινος – απολύτως κατανοητή και αποδεκτή τόσο από το Υπουργείο σας όσο και από το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, επαναλαμβάνουμε, υπό την πίεση των νέων δεδομένων για άλλη μία φορά τα παρακάτω, αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα:
∙Η τοποθεσία του ξενοδοχείου, σε σύγκριση με τη βιομηχανία και τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ελκυστικότητας του προϊόντος που παρέχει το ξενοδοχείο και γι’ αυτό το λόγο η πλειονότητα των ξενοδοχείων είναι εγκατεστημένη σε αξιόλογες τοποθεσίες ή στα κέντρα των πόλεων. Οι υψηλές όμως αντικειμενικές αξίες που ισχύουν σε αυτές τις περιοχές συνεπάγονται υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των ξενοδοχειακών ακινήτων και καταλήγουν να «τιμωρούν» την επιχείρηση γι’ αυτό που πρέπει από τη φύση της να παρέχει.
∙Όλοι οι χώροι των ξενοδοχειακών ακινήτων προορίζονται, σύμφωνα με την ξενοδοχειακή νομοθεσία, αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των πελατών τους με σαφή και προσδιορισμένη χρήση, που εγκρίνεται, εκτός από την πολεοδομία και από τις αρμόδιες υπηρεσίες τουρισμού, από τις οποίες και αδειοδοτείται, με συνέπεια να μην επιτρέπεται εκ του νόμου να χρησιμοποιηθούν οι χώροι αυτοί για άλλη δραστηριότητα πλην της ξενοδοχειακής. Αυτό σημαίνει ότι το ξενοδοχειακό ακίνητο δεν μπορεί ούτε να κατατμηθεί, ούτε να αυξομειώσει την επιφάνεια του και να την εκμεταλλευθεί στη βάση κάποιου άλλου εμπορικού σκοπού.
∙Η συνολική έκταση της επιφάνειας των ξενοδοχειακών κτιρίων και γηπέδων καθορίζεται με βάση την κατηγορία του ξενοδοχείου και τη δυναμικότητα, ώστε να περιλάβει όλο το εύρος των εγκαταστάσεων και υπηρεσιών που υποχρεούνται να παρέχουν στους πελάτες τους (π.χ. συνεδριακές αίθουσες, πισίνες, spa, γήπεδα βόλεϊ, τένις, γκολφ). Οι υπηρεσίες όμως αυτές δεν παράγουν πρόσθετο εισόδημα για την ξενοδοχειακή επιχείρηση, απλώς εμπλουτίζουν το ξενοδοχειακό της προϊόν και την καθιστούν πιο ανταγωνιστική, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη βιωσιμότητά της στις διεθνείς αγορές.
∙Το ξενοδοχειακό προϊόν ακολουθεί αυστηρά τους όρους λειτουργίας της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς και οι τιμές του διαμορφώνονται με βάση τον ανταγωνισμό, ο οποίος ως γνωστόν, είναι εξαιρετικά έντονος, αφού πολλοί προορισμοί στη Μεσόγειο παρέχουν το αντίστοιχο προϊόν (ήλιος και θάλασσα) σε καλύτερες τιμές . Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι τιμές των ξενοδοχειακών υπηρεσιών, πιεζόμενες από τον ανταγωνισμό, να καθηλώνονται σε χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής και κάθε νέα φορολογική επιβάρυνση να συνιστά επιπλέον κόστος που δεν επιδέχεται απορρόφηση και τελικώς εμπόδιο στη διατήρηση της βιωσιμότητάς της επιχείρησης , αφού αυξάνει υπέρμετρα το μη λειτουργικό κόστος του ξενοδοχειακού προϊόντος.
∙Ο τουρισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εξαγώγιμη δραστηριότητα και να εντάσσεται στο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς των εξαγωγών. Έχει αποδειχθεί ότι η αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο σύνολο της εθνικής οικονομίας και αποφέρει ως εκ τούτου πολύ μεγαλύτερα έσοδα στο κράτος από κάθε άλλο κλάδο.
Είναι απολύτως προφανές από τα ανωτέρω ότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 50 είναι όχι μόνο παντελώς εσφαλμένη και άδικη, αλλά και θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση. Και τούτο διότι, αν παράλληλα συνυπολογίσουμε τόσο τις πρόσφατες επιβαρύνσεις στο ξενοδοχειακό προϊόν με το διπλασιασμό του συντελεστή ΦΠΑ στη διαμονή και την αύξηση κατά 11 μονάδες του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση σε συνάρτηση με την κατάργηση της έκπτωσης του 30% στα νησιά του Αιγαίου όσο και την επιβαλλόμενη με το ίδιο νομοσχέδιο επιβάρυνση με την επιβολή φόρου διαμονής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν υποβαθμίζεται καθοριστικά ως προς την ανταγωνιστικότητα και την ελκυστικότητα του.
Οι Ελληνες ξενοδόχοι έχουν από αρχής της κρίσης επιτελέσει στο μέγιστο βαθμό το πατριωτικό τους καθήκον, στηρίζοντας την εθνική προσπάθεια για ανάκαμψη. Όμως, με την ιδιότητα του θεσμικού συμβούλου της Πολιτείας για θέματα ξενοδοχίας, είμεθα υποχρεωμένοι να σας επισημάνουμε ότι πλέον αδυνατούν ειλικρινώς να ανταπεξέλθουν στη νέα φορολογική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με το παρόν νομοσχέδιο και καταδικάζονται σε μαρασμό και λουκέτα, συμπαρασύροντας δυστυχώς το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.
Προς τούτο, ζητούμε μετ’ επιτάσεως την προσωπική σας παρέμβαση για την άμεση απόσυρση της εν λόγω διάταξης έστω και την ύστατη στιγμή.