«Η Ζάχα θέλησε με συνέπεια να προσδιορίσει την έννοια «κατοικώ» μέσα από άλλες κλίμακες και άλλα μεγέθη. Η κριτική είναι πάντα ευπρόσδεκτη, αλλά με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της αρχιτεκτονικής και όχι με βάση τη ζήλια και τον φθόνο» επισημαίνει στο ΒHΜΑgazino ο Αθανάσιος Σπανομαρίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, μέλος του Royal Institute of British Architects (RIBA). Και συνεχίζει: «Η Ζάχα δεν καθόταν απλώς και διηύθυνε. Δούλευε και η ίδια πάρα πολύ. Από την αρχή της καριέρας της. Γι’ αυτό και ήταν απαιτητική και αυστηρή. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος. Για εμένα ήταν πάντα μια γυναίκα Ανατολίτισσα που της άρεσε να μαγειρεύει για τους φίλους της, που νοιαζόταν πραγματικά για αυτούς. Της άρεσε να κουτσομπολεύουμε και να γελάμε. Οταν πρωτοξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα, μας είχε πάρει τηλέφωνο, ενδιαφέρθηκε αμέσως για την κατάστασή μας και για το πώς θα μπορούσε να βοηθήσει».
Η Ζάχα Χαντίντ γεννήθηκε το 1950 στη Βαγδάτη, γόνος εύπορης μουσουλμανικής οικογενείας. Ο πατέρας της ήταν επιχειρηματίας και πολιτικός της φιλελεύθερης αριστερής παράταξης του Ιράκ και η μητέρα της καλλιτέχνις από τη Μοσούλη. Τη δεκαετία του ’60 η Χαντίντ φοίτησε σε οικοτροφεία σε Βρετανία και Ελβετία, ακολούθησαν σπουδές στα Μαθηματικά στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού και το 1972 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική στην έγκριτη Architectural Association (ΑΑ), την παλαιότερη ιδιωτική αρχιτεκτονική σχολή της χώρας, με καθηγητές τον Ρεμ Κούχλας και τον Ηλία Ζέγγελη, με τους οποίους εργάστηκε μετά την αποφοίτησή της, στο Ρότερνταμ. Στην AA γνωρίστηκε και με τον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Σπανομαρίδη. «Εκείνη τελείωνε τη σχολή και εγώ ήμουν πρωτοετής. Στην ΑΑ υπήρχε μια τεράστια σκάλα. Την ανεβοκατεβαίναμε όλοι συνεχώς για να μετακινηθούμε στους χώρους της. Μια μέρα άκουσα κάποιον να μου φωνάζει: «Γιατί δεν χαμογελάς; Να χαμογελάς περισσότερο!». Ηταν η Ζάχα. Με φώναζε Τ-Η (τι-έιτς), καθώς όταν της είπα ότι με λένε Θανάση, ακούστηκε ως «Ωνάσης». Και τη διόρθωνα τονίζοντας τα αρχικά μου, T-H… Της έμεινε» περιγράφει ο ίδιος στο BHΜΑgazino.
Διευθυντής τότε στην ΑΑ ήταν ο Αλβιν Μπογιάρσκι. Ο γιος του, Νίκολας, περιγράφει τη Ζάχα ως μικρή επαναστάτρια: «Τη δεκαετία του 1970, οι περισσότεροι φοιτητές δεν σχεδίαζαν, αλλά συζητούσαν θεωρητικά για τη νέα εποχή της αρχιτεκτονικής. Η Ζάχα και οι φίλοι της πήγαν στον πατέρα μου και ζήτησαν ένα σχεδιαστήριο. Και όντως, εκείνος τούς έκανε το χατίρι».
Στην πορεία της καριέρας της, βεβαίως, η Χαντίντ ενστερνίστηκε πλήρως την τεχνολογία. Ο στενός της συνεργάτης και διευθυντής του γραφείου της, Πάτρικ Σουμάχερ, εισήγαγε το 2008 τον όρο «Parametricism» για να προσδιορίσει το νέο κίνημα της αρχιτεκτονικής που ανέπτυσσαν με τη Ζάχα ως διάδοχο της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής. Μια τεχνική βασισμένη σε αλγόριθμους, χάρη στην οποία ψηφιακά σχήματα αποκτούν αρχιτεκτονική φόρμα με όλα τα στοιχεία του κτιρίου να είναι συνδεδεμένα, να βασίζονται σε συγκεκριμένες παραμέτρους και να προσαρμόζονται αναλόγως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Dongdaemun Design Plaza (2014) στη Σεούλ.
Αλλά δεν ήταν αυτές οι ευκολίες της τεχνολογίας που την οδήγησαν στις παράξενες φόρμες οι οποίες έγιναν το σήμα κατατεθέν της. Το μικρόβιο υπήρχε εξαρχής. Οι εκτός ευθείας πειραματισμοί της διαφαίνονται ήδη από τις πρώτες της προτάσεις: ο τερματικός σταθμός The Peak στο Χονγκ Κονγκ (1983), το συγκρότημα γραφείων στην Kurfürstendamm στο Βερολίνο (1986). Η ίδια, άλλωστε, ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη της για τα κινήματα του σουπρεματισμού και του κονστρουκτιβισμού.
Ωστόσο, καμία από τις παραπάνω προτάσεις δεν υλοποιήθηκε, όπως και πολλές άλλες. Από το 1977, που ίδρυσε το δικό της γραφείο, η Χαντίντ κυνηγούσε μεγάλα έργα και ακόμη και αν κέρδιζε τους διαγωνισμούς – όπως στην περίπτωση του Peak – την τελευταία στιγμή κάτι δεν πήγαινε καλά. Το 1994 στάθηκε πιο τυχερή και το σχέδιό της για τον πυροσβεστικό σταθμό στο Vitra Campus στο Βάιλ αμ Ράιν, στη Γερμανία, πραγματοποιήθηκε. Πρόκειται για ένα κτίριο που δέχθηκε ορισμένα αρνητικά σχόλια που στόχευαν κυρίως στην πρακτικότητά του, ωστόσο δεν έπαυε να σηματοδοτεί την αρχιτεκτονική της ταυτότητα με τους διαγώνιους τσιμεντένιους τοίχους και το αιχμηρό του προστώο.    
Το τσιμέντο αποτέλεσε αγαπημένο της υλικό και στη συνέχεια της καριέρας της είχε σταθερή παρουσία – από το Bergisel Ski Jump (2002) στην Αυστρία, μέχρι το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Rosenthal (2003) στο Οχάιο. «Αυτό που με γοητεύει στο τσιμέντο είναι η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που δίνει» είχε δηλώσει κάποτε η Χαντίντ.  
Σε μεγαλύτερα πρότζεκτ, όπως το κεντρικό κτίριο της BMW στη Λειψία και το Επιστημονικό Κέντρο Phaeno στο Βόλφσμπουργκ – που ολοκληρώθηκαν το 2005 -, η Ζάχα είχε την ευκαιρία να πειραματιστεί ακόμη περισσότερο με τη γλυπτική στο τσιμέντο, αλλά αυτή τη φορά βάζοντας στο παιχνίδι και τις έντονες καμπύλες, ιδιαίτερα σε οροφές και ανοίγματα. Οσο η φήμη και οι αναθέσεις της αυξάνονταν – σε μέγεθος και budget – η χρήση των καμπύλων και των ελικοειδών σχημάτων γινόταν ολοένα και πιο φιλόδοξη.
Η δεκαετία της φήµης
Το 2004 η Ζάχα Χαντίντ έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το αρχιτεκτονικό βραβείο Pritzker, γνωστό σε πολλούς ως «το Νομπέλ της αρχιτεκτονικής». Ο τότε executive director των βραβείων, αρχιτέκτων Μπιλ Λέισι, είχε δηλώσει σχετικά: «Η Ζάχα Χαντίντ εξελίσσει και βελτιώνει με συνέπεια έναν νέο κώδικα, ο οποίος θέτει νέα όρια στην τέχνη της αρχιτεκτονικής».
Το 2010 η Χαντίντ τιμήθηκε και με το RIBA Stirling Prize για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ΜΑΧΧΙ στη Ρώμη, διάκριση που έλαβε και την επόμενη χρονιά για την Ακαδημία Evelyn Grace στο Λονδίνο. Είχε πλέον καθιερωθεί. Το γραφείο της απασχολούσε προσωπικό σχεδόν 400 ατόμων, ενώ έργα της έτρεχαν σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Η συνεχής ανοδική πορεία της απέφερε το 2015 το πολυπόθητο RIBA Royal Gold Medal, κατατάσσοντάς τη δίπλα σε ογκόλιθους όπως ο Λε Κορμπυζιέ και ο Φρανκ Γκέρι.
Απελευθερωμένη πλέον θα δεχθεί και προκλήσεις πέρα από την αρχιτεκτονική και το ντιζάιν επίπλων και φωτιστικών: το 2012 σχεδίασε την πασαρέλα για την καλοκαιρινή συλλογή του οίκου Chanel, υπέγραψε φουτουριστικά παπούτσια για τον οίκο Melissa και πειραματίστηκε με την τεχνολογία 3D εκτύπωσης για την κατασκευή ψηλοτάκουνων αλλά και κοσμημάτων – εννοείται αποθεώνοντας τις καμπύλες. «Η αρχιτεκτονική έχει να κάνει με το πώς κάποιος τοποθετείται μέσα σε έναν χώρο. Η μόδα έχει να κάνει με το πώς τοποθετείς ένα αντικείμενο επάνω σε κάποιον» είχε σχολιάσει κάποτε.
Η επαγγελματική της ανέλιξη, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, συνδέθηκε και με την περίοδο άνθησης των «εμβληματικών» κτιρίων, με το απρόβλεπτο ταμπεραμέντο της Ζάχα Χαντίντ να ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το κλίμα ευφορίας. Καθώς το χρήμα και οι σχεδιαστικές προκλήσεις άρχισαν να μετακομίζουν ανατολικότερα, το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς της μεταφέρθηκε σε Κίνα, Αμπου Ντάμπι, Αζερμπαϊτζάν και Νότια Κορέα. Σε αυτές τις περιοχές, βέβαια, είναι που πληγώθηκε το επαγγελματικό της πρεστίζ. Από τη μία η απόρριψη της πρότασής της, λόγω υψηλού κόστους, για το Στάδιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο (2020) – αφού είχε κερδίσει τον σχετικό διαγωνισμό – και από την άλλη οι προσωπικές επιθέσεις που δέχθηκε από τον διεθνή Τύπο έπειτα από τον θάνατο 500 ινδών και 382 νεπαλέζων εργατών κατά τη διάρκεια των εργασιών ανοικοδόμησης του Σταδίου Al-Wakrah του Κατάρ (για το Μουντιάλ του 2022), το οποίο υπογράφει το γραφείο της. Σε σχετική ερώτηση απάντησε: «Φυσικά και νοιάζομαι για αυτούς τους ανθρώπους. Οπως νοιάζομαι και για τους θανάτους στο Ιράκ. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση. Δεν το παίρνω ελαφρά, αλλά θεωρώ ότι είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να ελέγχει αυτές τις καταστάσεις. Δεν είναι ευθύνη μου, ως αρχιτέκτων, να επιληφθώ του θέματος».
Μια αµφιλεγόµενη ιδιοφυΐα
H βρετανοϊρακινή αρχιτέκτων είχε βρεθεί ξανά στο στόχαστρο συναδέλφων της αλλά και δημοσιογράφων. Αλλωστε δύο ήταν τα ζητήματα που πυροδοτούσαν διαχρονικά το ντιμπέιτ για τα έργα της: οι όγκοι των κτιρίων της και το υψηλό budget τους.   
Η αρχιτεκτονική για τη Χαντίντ οφείλει να δηλώνει ηχηρά την παρουσία της, να παρεμβαίνει, να ταράζει τις αναλογίες. Τα έργα της είναι δυναμικά, στιβαρά. Και αυτό εξηγεί τον οξύμωρο χαρακτήρα τους. Ενώ οι αιχμές, οι καμπύλες και οι διαγώνιες θα προσέδιδαν μια κινητικότητα, εν τούτοις τα κτίριά της μοιάζουν στατικά, ριζωμένα και αμετακίνητα στη θέση τους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που της προσάπτουν μια ακούσια τάση υπονόμευσης απέναντι στο ίδιο της το έργο, καθώς δείχνει να νοιάζεται περισσότερο για την εξωτερική δυναμική τους – όπως θα έκανε κανείς σε ένα installation – παρά για το πώς είναι να βρίσκεται κανείς μέσα σε αυτά. Ενας από τους λόγους – πέρα από το υψηλό κόστος υλοποίησης – της αρνητικής κριτικής που έλαβε και για το Aquatics Centre, στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012, περί κακής οπτικής 600 θέσεων στην πλατφόρμα καταδύσεων των 10 μ. Η επίσημη ανακοίνωσή της ανέφερε: «Το brief της Οργανωτικής Επιτροπής (LOCOG) αφορούσε 5.000 θέσεις θεατών με απρόσκοπτη θέα στην πλατφόρμα καταδύσεων των 10 μ. Οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να προσφέρουν ως τέτοιες πάνω από 8.000».
Οι όγκοι των κτιρίων της Ζάχα προκαλούσαν αντιδράσεις, καθώς αφαιρούσαν κάτι από το μεγαλείο του φυσικού τοπίου. Αυτό, δηλαδή, που αποτελεί το ζητούμενο των σημερινών αρχιτεκτόνων: η ένταξη των έργων στο φυσικό τους τοπίο, ει δυνατόν απόλυτα καμουφλαρισμένων. Χαρακτηριστική ήταν η διαμάχη που είχε με το Κέντρο Προστασίας Πολιτισμικής Κληρονομιάς του Πεκίνου για το συγκρότημα γραφείων και καταστημάτων Galaxy Soho, καθώς θεώρησαν ότι αλλοιώνει τον χαρακτήρα της παλαιάς πόλης.    
«Δεν αντιμετωπίζω τη δουλειά της απαραίτητα ως μια συναρπαστική εκδοχή ή εξέλιξη της δυτικής αρχιτεκτονικής, αλλά ως κάτι ριζικά διαφορετικό. Και αυτό θεωρώ ίσως το μεγαλύτερό της επίτευγμα» λέει ο μέντοράς της Ρεμ Κούλχας. «Πρόκειται για έναν πλανήτη σε μια δική του, αμίμητη τροχιά» συμπληρώνει.      
Η γυναίκα πίσω από τη µακέτα
Το γεγονός ότι εργαζόταν σκληρά το επιβεβαιώνουν πολλοί και αυτό είναι που ενέπνεε και όσους δούλευαν κοντά της. «Αυτή είναι η προτεραιότητά μου. Και όχι, δεν θυσίασα γάμους και παιδιά για αυτήν. Αν πραγματικά το ήθελα, θα μπορούσα μια χαρά να συνδυάσω καριέρα και οικογενειακή ζωή» είχε σημειώσει σε μια συνέντευξή της στον «Observer».
«Ηταν απίστευτα αστεία», θα πει ο Ρεμ Κούλχας, «προφανώς όχι πάντα. Γι’ αυτό κάποιοι εκνευρίζονταν μαζί της, ενώ κάποιοι άλλοι την αγαπούσαμε πολύ για τις στιγμές χαράς με τις οποίες γέμιζε τη ζωή μας».
Η ευαίσθητη και χαλαρή πλευρά της Ζάχα Χαντίντ υποχωρούσε πέραν του φιλικού κύκλου και καλυπτόταν από την προσπάθειά της να καθιερωθεί στον απαιτητικό και ταυτόχρονα ανδροκρατούμενο χώρο της αρχιτεκτονικής.     
«Δεν μου άρεσε να με αποκαλούν «γυναίκα αρχιτέκτων». Το έβρισκα περιττό. Αρκεί το «αρχιτέκτων». Οι άνδρες συνήθισαν να με χαϊδεύουν και να μου λένε πως για κορίτσι καλά τα πάω. Εβλεπα, όμως, γύρω μου τις άλλες γυναίκες, πόσο είχαν ανάγκη από μια τέτοια επιβεβαίωση, και έτσι αντιλαμβανόμουν γιατί το έκαναν και έπαυα να ασχολούμαι. Αλλωστε, πώς θα με αποκαλούσαν «ντίβα» αν ήμουν άνδρας!».

Η Νατάσα Λιανού και ο Ερμής Χαλβατζής μιλούν για τη Ζάχα Χαντίντ 
«Η Ζάχα άλλαξε τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την Αρχιτεκτονική. Μας δόθηκε η ευκαιρία να βρεθούμε στο γραφείο της μόλις αποφοιτήσαμε από την Architectural Association. Ο καθηγητής μας εκεί ήταν ο Patrik Schumacher, partner της Zaha. Η διπλωματική μας εργασία βραβεύθηκε με project distinction από όλους τους jurors και έτσι μας ήρθε η πρόταση από τον Patrik να δουλέψουμε για το γραφείο.

Είχαμε την τύχη να βρεθούμε πολύ κοντά της. Τρέφουμε μεγάλη αγάπη και σεβασμό για εκείνη. Κάναμε πολλά projects τα οποία παρακολουθούσε στενά η ίδια και αποκομίσαμε εμπειρία από τα μεγάλης κλίμακας έργα. Νιώσαμε τον τρόπο σκέψης της και αυτό είναι ανεκτίμητο. Αγάπη για την αρχιτεκτονική και τους ανθρώπους και σκληρή δουλειά. Ήταν ο μέντορας μας.
H Ζάχα επένδυσε και αφιέρωσε όλη της τη ζωή στο έργο της. Δημιούργησε ένα νέο κίνημα. Η ομάδα μας καθοδηγούνταν σε όλα τα στάδια από την ίδια. Είχαμε την τύχη να έχουμε επιλεχθεί από εκείνη και τον Patrik και να αποτελέσουμε την προσωπική της ομάδα, όπου η ίδια μας ανέθετε σε πιο project ήθελε να επικεντρωθεί ο καθένας μας. Συνήθως μας έδινε κάποια αρχική κατεύθυνση και στην συνέχεια δουλεύαμε ανάλογα. Πάντα ήθελε από εμάς να φέρνουμε πολλές νέες ιδέες στο τραπέζι, τις οποίες και συζητούσαμε.
Κάθε εβδομάδα ή και συχνότερα κάναμε reviews μαζί της και μέσα από διάφορες συζητήσεις συνεχίζαμε. Μας έφερνε παραδείγματα από παλιά της projects και της άρεσε πολύ να μετατρέπουμε κάποια έργα σε μακέτες (relief models). Πρόσεχε, παρατηρούσε και σχολίαζε τα πάντα σε καθετί που της δείχναμε και της τράβαγε το ενδιαφέρον. Ξέραμε ότι έχει δει τα πάντα όποτε για να διατηρήσουμε το ενδιαφέρον της έπρεπε να ψάξουμε πολύ και να δουλεύουμε σκληρά. Μας έμαθε να βάζουμε συνεχώς τον προσωπικό μας πήχη όλο και πιο ψηλά και να γίνει τρόπος ζωής μας. Ήταν πάντα γελαστή και πολύ ευγενική μαζί μας.
Εμπιστευόταν την ομάδα μας και καταλάβαινε ότι είμαστε εκεί για να μάθουμε από εκείνη. Σαν ομάδα είχαμε δέσει και ο καθένας μας έδινε κάτι διαφορετικό και έτσι ήμασταν μια πολύ ευχάριστη παρέα για εκείνη και έξω από το γραφείο αλλά και για εμάς αφού μας έλεγε διάφορες ιστορίες από την ζωή της και είχε πολύ χιούμορ.
Την ενδιέφεραν τα πάντα και συζητούσαμε για όλους και για όλα. Μας έλεγε ότι κρατούσε επαφή ακόμα και με φοιτητές της από το 80′. Την ενδιέφερε η πορεία του καθενός μας ίσως γιατί αποτελεί κατά ένα μέρος την συνέχειά της. Κρατήσαμε επικοινωνία μαζί της ακόμα και όταν φύγαμε από το γραφείο και της λέγαμε τα νέα μας από το δικό μας νέο ξεκίνημα.
Η κηδεία της, μια απλή τελετή, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 6 Απριλίου, στο Regent’s Mosque στο Λονδίνο και ήμασταν όλοι εκεί. Την Πέμπτη, έγινε μια εκδήλωση στο Serpentine Sackler Gallery για μέλη της οικογένειάς της. Στο τέλος της εκδήλωσης είχαμε μείνει κοντινά της πρόσωπα. Υπήρχε μια αφίσα με φωτογραφίες της και μπροστά αναμμένο ένα κερί. Ξαφνικά, η αφίσα έπεσε. Όλοι κοιταχτήκαμε. Κάποιος είπε. «Δεν καταλάβατε; Μας λέει φύγετε!”. “Get back to work and push the boundaries of architecture”».

(φωτ. Linda Salamoun)

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ