Μία από τις πιο θλιβερές ειρωνείες της εφετινής 25ης επετείου από την κατάρρευση της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) είναι ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία, πάντα τα πιο ανήσυχα από τα κράτη της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας, είναι τώρα υπό την ηγεσία πολιτικών που μιμούνται το ύφος εξουσίας του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν. Υποσκάπτουν και αυτοί τους ανεξάρτητους δημοκρατικούς θεσμούς και καταστέλλουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών. Οπως λέει το παλαιό ρητό, γινόμαστε αυτό που μισούμε.
Μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Πολωνία και η Ουγγαρία δήλωσαν ότι δεν ήταν πλέον χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αντ’ αυτού, ήταν μέρος της Κεντρικής Ευρώπης –Europa rodkowa την ονομάζουν οι Πολωνοί –ή ακόμη και της Δυτικής Ευρώπης, δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την Αυστρία.
Σήμερα, όμως, αγκαλιάζουν τον αυταρχισμό του Πούτιν, σε σημείο που η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μπορεί να επιβάλει κυρώσεις εναντίον τους. Τέτοιες επιπλήξεις θα είναι πλήρως δικαιολογημένες.

Η Πολωνία, σήμερα φαινομενικά υπό την ηγεσία του προέδρου Αντρέι Ντούντα, ελέγχεται πραγματικά από τον πρώην πρωθυπουργό Γιάροσλαβ Καζίνσκι, πρόεδρο του δεξιού κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS). Τόσο ο Καζίνσκι όσο και ο Πούτιν περιφρονούν το κράτος δικαίου. Στη Ρωσία η χειραγώγηση δικών όσων θεωρούνται εχθροί του καθεστώτος είναι μεταξύ των αγαπημένων τακτικών του Κρεμλίνου. Η κυβέρνηση της Πολωνίας, από την πλευρά της, έχει ακυρώσει τον διορισμό τριών νέων δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ορίστηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση, με επικεφαλής την Πλατφόρμα των Πολιτών. Επιπλέον, έχει εξουδετερώσει το Δικαστήριο απαγορεύοντας στους δικαστές να αμφισβητούν τη συνταγματικότητα των νόμων ή να ερευνούν εκτελεστικές αποφάσεις της κυβέρνησης χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση.


Πολωνικά ΜΜΕ: ένα Κρεμλίνο στον Βιστούλα

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι άλλος ένας τομέας όπου ο Καζίνσκι χτίζει ένα Κρεμλίνο στον Βιστούλα. Στη Ρωσία της δεκαετίας του 2000 η κυβέρνηση Πούτιν αφαίρεσε ανεξάρτητα δίκτυα, όπως το NTV και το ORT (αργότερα Channel One), από τους μεγιστάνες των ΜΜΕ ιδιοκτήτες τους Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι και Μπορίς Μπερεζόφσκι, τους οποίους θεωρούσε εχθρούς. Η νέα κυβέρνηση της Πολωνίας πέρασε πρόσφατα παρόμοια νομοθεσία που επιτρέπει, για παράδειγμα, στην κυβέρνηση να διορίζει τους διευθυντές των τηλεοπτικών σταθμών, εξασφαλίζοντας έτσι την πολιτική αφοσίωση των ραδιοτηλεοπτικών φορέων.
Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στην Ουγγαρία, όπου ο Βικτόρ Ορμπαν κατευθύνει τη χώρα του προς την ανελευθερία από το 2010, όταν άρχισε η δεύτερη θητεία του ως πρωθυπουργού. Στην πραγματικότητα, προώθησε σχεδόν αμέσως την αλλαγή του Συντάγματος για να εδραιώσει την εξουσία του κόμματός του Fidesz και να περιορίσει την ανεξαρτησία του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Επιπλέον, όπως ο Πούτιν και ο Καζίνσκι, ο Ορμπαν ανέλαβε τον έλεγχο επί των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με νέα νομοθεσία που του παρέχει την εξουσία να υπαγορεύει το περιεχόμενο και την επιβολή κυρώσεων για τα ΜΜΕ, καθώς και για τη χορήγηση αδειών εκπομπής στα κανάλια.
Καζίνσκι, Ορμπαν και «κυρίαρχη δικτατορία»

Στις πρώτες ημέρες του στην εξουσία ο Πούτιν πρότεινε ένα καθεστώς που θα βασίζεται στην «κυρίαρχη δημοκρατία», υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία χρειάζεται ένα «ειδικό σύστημα» για να προστατεύσει τον εαυτό της από τους πολλούς εχθρούς της, εγχώριους και ξένους. Ο Καζίνσκι και ο Ορμπαν πιστεύουν το ίδιο, μη βλέποντας προφανώς την ειρωνεία στη χρήση του όρου «κυρίαρχος» –που συνήθως προσδιορίζει έναν μονάρχη, όχι έναν δημοκρατικό ηγέτη. Πράγματι, «δικτατορία» αυτό που δημιούργησε ο Πούτιν, και το μιμούνται Καζίνσκι και Ορμπαν, είναι μάλλον μια «κυρίαρχη δικτατορία».

Για την ΕΕ ο χειρισμός της Ρωσίας, η οποία παρουσιάζεται το τελευταίο διάστημα ως νέμεση της Δύσης, θα είναι αρκετά δύσκολος. Τώρα όμως πρέπει να αντιμετωπίσει και τους αντιδημοκρατικούς μιμητές του Πούτιν στις δικές της τάξεις, σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή ενότητα υπονομεύεται σε κάθε στροφή (το επικείμενο δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ είναι ένα σημαντικό παράδειγμα). Το ερώτημα είναι κατά πόσον η ΕΕ θα υλοποιήσει τις απειλές της να επιβάλει πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, ή αν θα συνεχίσει, για χάρη της ενότητας, να αποφεύγει τη δράση κατά των εκκολαπτόμενων ανελεύθερων καθεστώτων σε χώρες που ήταν κάποτε φάροι της μετα-σοβιετικής ελπίδας.

H κυρία Νίνα Χρούστσεβα είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο The Νew School στη Νέα Υόρκη.

HeliosPlus